Γαλλικές Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο
| |Γαλλικές Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο
ΜΕΡΟΣ 1 ΜΕΡΟΣ 2 ΜΕΡΟΣ 3 ΜΕΡΟΣ 4 ΜΕΡΟΣ 5
ζακάρ Jacquard λέξη για να χαρακτηρίσει τρόπο ύφανσης ή πλεξίματος με πολύχρωμα νήματα που σχηματίζουν σχέδια
ζακέτα jaquette είδος ανδρικού, γυναικείου ή παιδικού επενδύτη
ζαμάν φου je m’en fous έκφραση με την οποία δηλώνεται η πλήρης αδιαφορία για κάτι
ζαμανφουτισμός je m’en foutisme αδιαφορία
ζαμανφουτίστας/τρια je m’en foutiste αδιάφορος
ζαμπόνjambon παστό χοιρομέρι
ζάντα zante η μεταλλική στεφάνη του τροχού του αυτοκινήτου που περιβάλλεται από το ελαστικό
ζαπονέjaponais για ένδυμα, ο χωρίς μανίκια, αμάνικος
ζαρντινιέρα jardiniere μόνιμη κατασκευή σε σχήμα στενόμακρης γλάστρας σε μπαλκόνια ή κήπους μέσα στην οποία φυτεύονται καλλωπιστικά φυτά ή τοποθετούνται γλάστρες | είδος μεγάλης γλάστρας με στενόμακρο σχήμα
ζαρτιέρα jarretiére ζώνη με εξαρτήματα για τη συγκράτηση των γυναικείων καλτσών
ζέβρα zébre ζώο θηλαστικό της Αφρικής με ραβδωτό, μαύρο και καστανοκίτρινο τρίχωμα, όναγρος, ζέβρος
ζελέ gelée είδος γλυκίσματος από χυμό φρούτων και ζάχαρη | είδος καλλυντικού, με κολλώδη σύσταση, για τα μαλλιά
ζεν zen σχολή του βουδισμού στην Ιαπωνία, η οποία με τη διδασκαλία της, ότι ο φωτισμός – φωτισμένος νους και η αληθινή γνώση επιτυγχάνονται με το διαλογισμό και με μεθόδους που μεταβιβάζονται από το δάσκαλο στο μαθητή, άσκησε διαρκή επίδραση στον πολιτιστικό ιαπωνικό βίο
ζεν πρεμιέ jeune premier λέξη για ηθοποιό που, συνήθ., ερμηνεύει ρόλο νέου και ωραίου εραστή
ζενίθ zenith νοητό σημείο του ουρανού, στην κατακόρυφο πάνω από τον παρατηρητή | το ανώτατο σημείο
ζερό zéro μηδέν
ζιγκ-ζαγκ zig-zag με γωνιώδεις ελιγμούς | η κίνηση με γωνιώδεις ελιγμούς
ζιγκολέτα gigolette νέα ελευθερίων ηθών
ζιγκολόgigolot νέος που αμείβεται για τις ερωτικές του σχέσεις με ηλικιωμένες, κυρίως, γυναίκες
ζιλέ gilet ελαφρύ πλεχτό πουλόβερ, χωρίς μανίκια
ζιμπελίνα zibeline μικρό θηλαστικό, είδος κουναβιού που ζει στη Σιβηρία και την Ιαπωνία και θηρεύεται για τη γούνα του | πανωφόρι από τη γούνα αυτού του ζώου
ζιπ κιλότ jupe-culotte πολύ φαρδύ και, συνήθ., μέχρι το γόνατο, γυναικείο παντελόνι που μοιάζει σαν φούστα
ζιπούνιjupon λεπτό φανελάκι για βρέφη
ζιρκόνιο zirconium αργυρόλευκο μέταλλο
ζογκλέρ jongleur καλλιτέχνης, συνήθ. τσίρκου, που εκτελεί ασκήσεις επιδεξιότητας
ζούγκλα jungle δάσος των τροπικών περιοχών | απολίτιστος τόπος, όπου επικρατούν βία και ανταγωνισμός
ζωοτεχνία zootechnie κλάδος της βιολογίας που μελετά μεθόδους για την καλύτερη ανάπτυξη και εκμετάλλευση των κατοικίδιων ζώων
ηγερία égerie λέξη για γυναίκα με πολλά χαρίσματα και ικανότητες που παραστέκεται, συμβουλεύει, εμπνέει και επηρεάζει άνδρα πολιτικό, συγγραφέα, καλλιτέχνη κτλ
ηλεκτρο- électro- α΄ συνθετ. πολλών λέξεων, που δίνει στο β΄ την έννοια του σχετικού με τον ηλεκτρισμό
ηλεκτροακτινολογία électroradiologie ειδικότητα της ιατρικής που περιλαμβάνει τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού και των ακτινοβολιών στη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων
ηλεκτροσκόπιοélectroscope όργανο με το οποίο επιβεβαιώνεται η παρουσία ηλεκτρικού φορτίου
ηλεκτροσόκ électrochoc μέθοδος θεραπείας ψυχικών νοσημάτων που συνίσταται στην πρόκληση σπαστικής κρίσεως με την ελεγχόμενη διοχέτευση στον εγκέφαλο ηλεκτρικού ρεύματος
ηλεκτρόφωνο électrophone συσκευή που αναπαράγει, με ηλεκτρομηχανικές μεθόδους, ήχους γραμμένους σε δίσκο
ημίαιμος demi-sang που προέρχεται από έναν μόνο γονιό καθαρόαιμο
ημιδιατροφή demipension το πρωινό και ένα κύριο γεύμα που περιλαμβάνεται στην τιμή διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο, πανσιόν κτλ
ηρωίνηhéroine είδος ναρκωτικού, παράγωγο της μορφίνης που προκαλεί εθισμό
θαλασσαιμία thalassémie κληρονομική μορφή αιμολυτικής αναιμίας που παρατηρείται στους κατοίκους της Μεσογείου
θεοδόλιχος théodolite γεωδαιτικό όργανο για μέτρηση γωνιών
θερμίδα calorie μονάδα για τη μέτρηση της ποσότητας της θερμότητας | μονάδα για τη μέτρηση της ενεργειακής αξίας των τροφών
θερμιδομετρίαcalorimétrie κλάδος της φυσικής που ασχολείται με μετρήσεις των ποσοτήτων θερμότητας
θερμιδόμετρο calorimetre όργανο για μετρήσεις των ποσοτήτων θερμότητας
θερμικός thermique που αναφέρεται στη θερμότητα ή τη θερμοκρασία
θερμοσίφωνο thermosiphon ηλεκτρική συσκευή του σπιτιού για το ζέσταμα νερού σε συνεχή ροή, θερμοσίφωνας
θερμοχημεία thermochimie κλάδος της φυσικοχημείας που μελετά τη θερμότητα, η οποία εκλύεται κατά τις χημικές αντιδράσεις
θόριο thorium χημικό στοιχείο της ομάδας των σπανίων μετάλλων, σώμα ραδιενεργό
ιακωβίνοι jacobinπολιτική μερίδα κατά τη Γαλλική Επανάσταση (1789) που εκπροσωπούσε την άκρα αριστερά
ιβουάρivoir ανοιχτό μπεζ, το χρώμα του ελεφαντόδοντου
ιδεαλισμός idéalisme φιλοσοφική τάση, αντίθετη στον υλισμό, που θεωρεί ως πρωτεύουσα οντότητα το πνεύμα, υποστηρίζει ότι το ον δεν υπάρχει παρά στην ιδέα που δημιουργούμε και ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα, ανεξάρτητη από τη σκέψη | η επιδίωξη του ιδανικού στη ζωή ή στην τέχνη | αντίληψη που τείνει να αναγάγει το ον ή την πραγματικότητα στη νοητική παράστασή τους
ιδεαλιστής/τρια idéaliste ιδεαλίστρια οπαδός του ιδεαλισμού | αυτός που αναζητεί το ιδανικό, που επιδιώκει το ανέφικτο
ιερεμιάδα Jérémiade θρηνολογία του προφήτη Ιερεμία | απαισιόδοξη, μεμψίμοιρη περιγραφή μιας καταστάσεως
ιλουστρασιόν illustration γυαλιστερός
ιμιτασιόν imitation απομίμηση
ιμπεριαλισμός impérialisme η τάση για επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής ενός κράτους σε άλλες χώρες, κυρίως με τη χρησιμοποίηση της στρατιωτικής του ισχύος
ιμπεριαλιστής/τρια impérialiste ο οπαδός του ιμπεριαλισμού ή αυτός που εφαρμόζει πολιτική ιμπεριαλισμού
ινσουλίνη insuline ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας και χρησιμεύει ως φάρμακο αντιδιαβητικό
ιρασιοναλισμός irrationalisme φιλοσοφικό σύστημα που δέχεται ως μέσο της γνώσης όχι τη νόηση αλλά τη διαίσθηση
ιρίδιο iridium χημικό στοιχείο που ανήκει στα ευγενή μέταλλα
ιστολογία histologie κλάδος της ανατομίας που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών
ιχθυοκαλλιέργεια pisciculture το σύνολο των τεχνικών για την παραγωγή και την ανάπτυξη των ψαριών σε ιχθυοτροφείο
καγιάκ Kayac ψαράδικη βάρκα των Εσκιμώων
κάδμιοcadmieμέταλλο μαλακό, που χρησιμοποιείται για την προστασία του χάλυβα και για σχηματισμό κραμάτων
καλ(τ)σόν caleconστοιχείο της γυναικείας αμφίεσης, κάλτσες και κιλότα μαζί, που αποτελούν ενιαίο σύνολο
καλαμπούρι calembour λογοπαίγνιο | αστειολόγημα
καλειδοσκόπιοkaléidoscope οπτικό όργανο από αδιαφανή σωλήνα, που περιέχει κάτοπτρα τοποθετημένα έτσι ώστε να δημιουργούνται συμμετρικά σχήματα με πολλαπλές ανακλάσεις
καλιαρντά gaillard η συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι κίναιδοι, καλιαρντή
κάλιο kalium μέταλλο, ελαφρό, μαλακό, που εύκολα οξειδώνεται
καλορί calorie η θερμίδα
καλοριφέρ calorifére εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης
καλόταcalotte μικρός ερυθρόχρωμος σκούφος των καθολικών ιερέων που καλύπτει την κορυφή της κεφαλής | το τμήμα του γυναικείου καπέλου που καλύπτει την κεφαλή σε αντιδιαστολή προς το γύρο
καμέλια caméliaείδος διακοσμητικού φυτού και το λουλούδι του
καμηλό camelot ύφασμα από τρίχα καμήλας
καμιζόλα camisole φαρδύ γυναικείο πουκάμισο
καμιόνι camionφορτηγό αυτοκίνητο
καμουφλάζ camouflage η τεχνητή απόκρυψη θέσεως ή αντικειμένου, ιδ. σε καιρό πολέμου με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού, παραλλαγή | κάθε απόκρυψη, ιδ. με μεταμορφωτικά μέσα
καμουφλάρω camoufler αποκρύβω, ιδ. χρησιμοποιώντας μεταμορφωτικά μέσα
καμπανίτης είδος γαλλικού κρασιού, η σαμπάνια
καμπαρέ cabaretνυχτερινό, χορευτικό κέντρο, με νούμερα (τραγουδιστικά, χορευτικά κ.ά.)
καμπινέ(ς) cabinetαποχωρητήριο
καμποτίνος cabotinπλανόδιος ηθοποιός | αγύρτης
καμπριολέ cabriolet παλαιότερα, ελαφρά δίτροχη άμαξα συρόμενη από ένα άλογο, μόνιππο | ανοιχτό επιβατικό αυτοκίνητο
κανάγιας canailleπαλιάνθρωπος, κάθαρμα
καναλιζάρω canaliser κατευθύνω κάτι ή κάποιον σε συγκεκριμένο σκοπό, διοχετεύω
καναπές canapéκάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα, ανάκλιντρο
κανίς canicheείδος σκυλιού μικρού αναστήματος, με σγουρό τρίχωμα
κανκάνcancan κουβεντολόι, κουτσομπολιό | είδος χορού αλγερινής προέλευσης
κανό canot μικρό, ελαφρύ και αβαθές σκάφος αποτελούμενο από ίσια σανίδα με μυτερές απολήξεις που προωθείται με κουπί, μονόξυλο
καντράν cadran επίπεδο, τετράγωνο ή άλλου σχήματος πλακίδιο πάνω στο οποίο είναι σημειωμένοι οι αριθμοί των ωρών | επίπεδη επιφάνεια που φέρει ενδείξεις ή διαβαθμίσεις και δείκτη | το τμήμα του τηλεφώνου που έχει τους αριθμούς και στο οποίο μπορεί κάποιος να σχηματίσει το νούμερο που καλεί
καουτσούκ caoutchouc το ελαστικό κόμμι, το λάστιχο
καπιταλισμός capitalisme κεφαλαιοκρατία
καπιταλίστας/τρια capitaliste κεφαλαιοκράτης
καπιτονέ capitonné για ενδύματα που έχουν εσωτερική επένδυση από μαλλί, βαμβάκι κτλ., η οποία ράβεται με το ύφασμα
καπό capot μεταλλικό κάλυμμα του κινητήρα αυτοκινήτου
καρδιομεγαλία cardiomégalie ο υπερβολικός όγκος της καρδιάς
καρέ carré το τετράγωνο | ομάδα από τέσσερις ή περισσότερους παίκτες σε χαρτοπαιξία | ορθογώνιο άνοιγμα του γυναικείου φορέματος στο λαιμό, ντεκολτέ
καρμανιόλα carmagnole η λαιμητόμος | λέξη για να χαρακτηρίσει κάτι το εξαιρετικά επικίνδυνο, που προκαλεί θανάτους
καρμίνι(ο) carmin βαθυκόκκινη χρωστική ύλη
καρμπιρατέρ carburateur όργανο των κινητήρων όπου προκαλείται αυτόματη ανάμειξη του ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς του υγρού καυσίμου στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση της μηχανής
καρμπόν carbone ειδικό χαρτί για αποτύπωση αντιγράφου
καρνάβαλος carnaval οργανωμένη πομπή μεταμφιεσμένων στις γιορτές της αποκριάς | ο κορυφαίος της πομπής των μεταμφιεσμένων που, πάνω σε ψηλό άρμα, περιφέρεται στους δρόμους
καρνέ carnet πρόχειρο σημειωματάριο | σύνολο ομοειδών φύλλων που έχουν δεθεί σε μικρό τεύχος και από το οποίο μπορούν να αποσπώνται
καρό carreauτετράγωνο | ύφασμα με διακοσμητικά, τετράγωνα σχέδια | μία από τις τέσσερις κατηγορίες χαρτιών της τράπουλας που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο
καροτίνη caroténe είδος βιταμίνης που περιέχεται στο καρότο και σε άλλα φυτά
καρπέτα carpette μάλλινο κλινοσκέπασμα | είδος χαλιού
καρτ ποστάλ carte postale ταχυδρομικό δελτάριο | η κάρτα
καρτέλcartel σύμπραξη ανάμεσα σε ομάδες επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές με σκοπό την κοινή δράση | κοινοπραξία επιχειρήσεων για μονοπώληση της αγοράς
καρτεσιανισμός cartésianisme το φιλοσοφικό σύστημα του Καρτέσιου για τη μηχανική συγκρότηση του κόσμου
κασέ cachet αμοιβή καλλιτέχνη του θεάματος | κοινωνική αναγνώριση | λεπτομερειακό προσχεδίασμα εντύπου, βιβλίου κτλ., που πρόκειται να εκτυπωθεί
κασκαντέρ cascadeur ακροβάτης που ντουμπλάρει τον ηθοποιό στις επικίνδυνες σκηνές ενός φιλμ
κασκόλcache-col πλεχτό φορητό περιλαίμιο για προφύλαξη από το κρύο
κασκορσέ(ς) cache-corset γυναικείο εσώρουχο, είδος φανέλας που φοριέται πάνω από τον στηθόδεσμο
κασπό cache-pot πήλινο ή μεταλλικό, συν. διακοσμημένο, δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετούν γλάστρα
καστόρι castor ο κάστορας | το δέρμα του κάστορα | ύφασμα από τρίχες κάστορα
καφεθέατρο café-theâtre μικρή αίθουσα όπου σερβίρονται ποτά και παρουσιάζονται θεάματα που ξεφεύγουν από τις παραδοσιακές μορφές
καφεΐνη caféineαλκαλοειδές του καφέ, με διεγερτικές ιδιότητες
καφεσαντάν café chantant καφωδείο, νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως όπου τραγουδούν και χορεύουν γυναίκες, το καφεσαντάν
καφετερία cafétéria κατάστημα όπου σερβίρονται καφές, αναψυκτικά και ελαφρά γεύματα, καφετέρια
καφετιέρα cafetiere δοχείο για τον καφέ | ηλεκτρική συσκευή για την παρασκευή διηθητού καφέ
κέσιο césium μέταλλο της ομάδας των αλκαλίων
κετόνες cétones μεγάλη τάξη οργανικών ενώσεων
κεφίρ képhir είδος ποτού, από τις χώρες του Καυκάσου, παρασκευαζόμενο με ζύμωση από αγελαδινό ή κατσικίσιο γάλα
κιγκαλερία quincaillerie μετάλλινα βιομηχανικά είδη οικιακής χρήσεως
κιλό kilo(gramme) μέτρο βάρους ίσο με χίλια γραμμάρια
κιλοβάτ kilowatt μονάδα μετρήσεως της ηλεκτρικής ισχύος ίση με 1.000 βατ
κιλοβατώρα kilowattheure μονάδα έργου ή ενέργειας που εκφράζει το έργο που παράγει μηχανή ισχύος 1 κιλοβάτ σε μία ώρα λειτουργίας
κιλότα culotte στρατιωτική περισκελίδα (για τους άνδρες του ιππικού) | γυναικείο εσώβρακο, κυλόττα
κιλότο culotte κομμάτι κρέας από το μπούτι βοδιού, πίσω από το φιλέτο
κιναισθησία kinesthésie η αίσθηση των μυϊκών συστολών και κινήσεων
κινηματογράφος cinématographe μέσο εκφράσεως και παρουσιάσεως που ξεκινώντας από σειρά εικόνων, ανασυνθέτει την κίνηση | αίθουσα ή χώρος όπου προβάλλονται ταινίες κινηματογραφικές | κινηματόγραφος
κινησιοσκόπιο kinescope συσκευή αποτελούμενη από τηλεοπτικό δέκτη προσαρμοσμένο σε μηχανή κινηματογραφικής λήψης που επιτρέπει την εγγραφή τηλεοπτικών εικόνων σε κινηματογραφικό φιλμ
κινίνη quinineκινίνο, το κύριο αλκαλοειδές του φλοιού της κίνας, κινίνο
κλακ claque ψηλό ανδρικό καπέλο επίσημης στολής
κλάκα claque εγκάθετοι στο θέατρο ή σε δημόσια συγκέντρωση, πληρωμένοι για να χειροκροτούν | οι επευφημίες των εγκαθέτων
κλακαδόρος claquerεγκάθετος, πληρωμένος για να χειροκροτεί ηθοποιό, ρήτορα κτλ, κλακέρ
κλακέτα claquette απλή, μικρή διάταξη που αποτελείται από ξύλινη πλάκα με κινητό βραχίονα και χρησιμοποιείται για να δίνονται σήματα κατά το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών | μεταλλικά πλακίδια, λάμες που προσαρμόζονται στις μύτες και τα τακούνια των παπουτσιών των χορευτών | είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές χτυπούν ρυθμικά τα πόδια τους στο πάτωμα
κλασάρω classer κατατάσσω, ταξινομώ έγγραφα σε κλασέρ
κλασέρclasseur χαρτοφύλακας για ταξινόμηση εγγράφων
κλατάρω éclater σπάζω, γίνομαι κομμάτια ιδ. από την εκτόνωση της εσωτερικής πιέσεως που ασκείται
κληρικαλισμός cléricalisme κληρικοκρατία, κληρικισμός, η κυριαρχία του κλήρου στην πολιτική και κοινωνική ζωή
κλίκα clique ομάδα ατόμων που περιστοιχίζουν και κολακεύουν ισχυρό πρόσωπο ή αλληλοϋποστηρίζονται για να επιτύχουν ιδιοτελείς σκοπούς
κλινικήclinique ιδιωτικό θεραπευτήριο | αυτοτελές τμήμα νοσοκομείου για νοσηλεία περιστατικών που υπάγονται σε ορισμένη ειδικότητα
κλισέ cliché μεταλλική πλάκα όπου χαράζονται εικόνες ή κείμενα, που πρόκειται να τυπωθούν
κλος cloche για ένδυμα, που καθώς καταλήγει στον ποδόγυρο φαρδαίνει
κλοσάρ clochard (στη Γαλλία) αυτός που ζει χωρίς εργασία και κατοικία, στις μεγάλες πόλεις, επαίτης
κλου clou (για θέαμα) ό,τι εντυπωσιάζει, αυτό που τραβά την προσοχή των θεατών
κλουαζονέ cloisonné τεχνική των διακοσμητικών τεχνών κατά την οποία συγκολλούνται στη μεταλλική επιφάνεια λεπτές μεταλλικές λουρίδες πάνω στο περίγραμμα του σχεδίου και γεμίζονται με σμάλτο οι δημιουργούμενες κοιλότητες
κοινωνιολογισμός sociologisme θεωρία κατά την οποία η κοινωνιολογία είναι ικανή να ερμηνεύσει την κοινωνική πραγματικότητα, ανεξάρτητα από την ψυχολογία και φυσιολογία
κοκαΐνη cocaineαλκαλοειδές ναρκωτικό που παίρνεται από την κόκα
κοκεταρία coquetterie φιλαρέσκεια
κοκέτης coquet φιλάρεσκος, κομψοντυμένος
κοκόταcocotteγυναίκα ελευθερίων ηθών
κολάζ collage τεχνική ζωγραφικής κατά την οποία, στην κατασκευή πινάκων, χρησιμοποιούνται, εκτός από τα χρώματα, ετερογενή υλικά, όπως φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα κτλ
κολάν collant για ένδυμα, που εφαρμόζει ακριβώς σε μέρος του σώματος, εφαρμοστός
κολάπσους collapsus παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται αιφνίδια και πλήρης κατάπτωση του οργανισμού και ψυχική καταβολή (π.χ. από κυκλοφορική ανεπάρκεια, μεγάλη απώλεια αίματος κτλ.
κολεκτιβιστικός collectiviste ο αναφερόμενος στην κολεκτίβα ή τον κολεκτιβισμό
κολεκτιβοποίηση collectivisation η μετατροπή ενός οικονομικού συστήματος σε κολεκτιβιστικό, εφαρμογή του κολεκτιβισμού
κολεξιόν collection σύνολο νέων ρούχων που επιδεικνύονται από το σχεδιαστή ή κατασκευαστή τους
κολιέ(ς) collier γυναικείο περιδέραιο
κολίτιδα colite φλεγμονή του παχέος εντέρου προκαλούμενη από μικρόβια ή παράσιτα, από άγχος κτλ
κολόνια eau de Cologne αρωματικό παρασκεύασμα από οινόπνευμα και αιθέρια έλαια
κολορίστας coloriste ο ζωγράφος που δίνει έμφαση στη χρήση του χρώματος
κολοφώνιο colophane υπόλειμμα από την απόσταξη της ρητίνης των κωνοφόρων
κομβόι convoi σύνολο οχημάτων που κατευθύνονται στο ίδιο σημείο
κομεντί comédie κωμωδία
κομουνισμός communisme πολιτικοκοινωνικό σύστημα που βασίζεται στην κοινοκτημοσύνη των αγαθών (των μέσων παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής τους) και στην εξαφάνιση των τάξεων
κομουνιστής/τρια communiste υπέρμαχος της κομουνιστικής θεωρίας, οπαδός του κομουνιστικού κόμματος
κομπέρcompere πρόσωπο που συνδέει τις σκηνές σε θεατρική επιθεώρηση
κομπίνα combine απάτη
κομπινεζόν combinaison γυναικείο εσώρουχο
κομπλέcomplet πλήρης, συμπληρωμένος
κομπλέξ complexe ψυχικό σύμπλεγμα, κόμπλεξ
κομπρεσέρ compresseur όργανο εκσκαφής που λειτουργεί με συμπίεση, συμπιεστής
κομφερανσιέ conférencier καλλιτέχνης που παρουσιάζει θεατρικό έργο, βαριετέ κτλ
κομφόρ confortανέσεις, ευκολίες στην καθημερινή ζωή, βολές
κονιάκ cognac ποτό από απόσταξη κρασιού
κονσερβατουάρ conservatoire το ωδείο
κονσόλα console ορθογώνια προεξοχή οικοδομήματος, για στήριξη διακοσμητικών ή άλλων στοιχείων | ημιτραπέζιο έπιπλο με μαρμάρινη επιφάνεια | πίνακας οργάνων για τον έλεγχο ηλεκτρονικού ή μηχανολογικού εξοπλισμού | το τμήμα του εκκλησιαστικού οργάνου όπου βρίσκεται το πληκτρολόγιο και το ποδόπληκτρο
κονσομασιόν consommation η κατανάλωση ποτών και φαγητών σε κέντρα διασκεδάσεως | η πληρωμένη γυναικεία συντροφιά σε κέντρα διασκεδάσεως
κονσομέ consommé συμπυκνωμένος ζωμός κρέατος
κονστρουκτιβισμός constructivisme καλλιτεχνική τάση που αναπτύχτηκε μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, και χαρακτηρίζεται από ογκώδεις γεωμετρικές και αφηρημένες μορφές
κοντέρ compteur όργανο αυτοκινήτου που δείχνει την ταχύτητα με την οποία κινείται ένα όχημα και τα χιλιόμετρα που διανύει
κοντραπλακέ contre-plaqué σανίδα κατασκευασμένη με συγκόλληση πολύ λεπτών ξύλινων φύλλων
κοντρόλ contrôle έλεγχος
κοοπερατίβα coopérative συνεταιρισμός
κορμοράνος cormoran πουλί με μακρύ λαιμό και σκούρο φτέρωμα που ζει κοντά στις ακτές των θαλασσών και τρέφεται με ψάρια
κορνέ cornet ειδικό σκεύος που χρησιμεύει για το γαρνίρισμα των γλυκών με σαντιγί | είδος γλυκίσματος
κορσάζcorsage το πάνω μέρος του φορέματος που καλύπτει το θώρακα
κορσέςcorset πλατιά εσωτερική ζώνη, ελαστική ή υφασμάτινη που περισφίγγει τον κορμό, συγκρατώντας τους μυς
κορτικοθεραπεία corticothérapieη θεραπεία με κορτικοειδή, και κυρίως με κορτιζόνη
κοσμητολογία cosmétologie επιστήμη που ασχολείται με την σύνθεση, παραγωγή και τρόπους χρήσης των προϊόντων καλλωπισμού του σώματος
κοσμητολόγος cosmétologue ο ειδικός της κοσμητολογίας
κοσμοδικία cosmodicée μελέτη του κόσμου και των νόμων που τον διέπουν από λογική και ηθική άποψη
κοσμονομία cosmonomie το σύνολο των νόμων που διέπουν το σύμπαν
κοσμοχημεία cosmochimie κλάδος της χημείας που ασχολείται με τη χημική σύνθεση και τις χημικές αλλαγές του κοσμικού χώρου
κοτιγιόν cotillonπαιχνιδιάρικος χορός στο τέλος εσπερίδας | διάφορα πολύχρωμα αντικείμενα (ταινίες, χαρτιά, καπέλα κτλ.) που μοιράζονται σε όσους μετέχουν στο χορό
κοτλέ côtelé είδος υφάσματος η επιφάνεια του οποίου σχηματίζει ανάγλυφες ραβδώσεις | για ενδύματα που έχουν κατασκευαστεί με το ύφασμα αυτό
κοτολέτα côtelette πλευρά μικρού σφαγίου
κοτόν coton βαμβάκι, βαμβακερός
κουάφ coiffe στοιχείο της νυφικής φορεσιάς, είδος διαδήματος που φέρει η νύφη στο κεφάλι
κουβέρcouvert το τραπεζομάντιλο και τα επιτραπέζια σκεύη για το σερβίρισμα φαγητού
κουβερλί κουβερλί ελαφρύ κάλυμμα του κρεβατιού, κουβρ λι
κουβερτούρα couverture περικάλυμμα βιβλίου, λευκώματος κτλ. | είδος σοκολάτας που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική
κουλέρ λοκάλ couleur locale το σύνολο των εξωτερικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν πρόσωπα και πράγματα ενός τόπου σε ορισμένη χρονική περίοδο
κουπ coupe το κόψιμο των μαλλιών
κουπέ coupé είδος κλειστής άμαξας | μικρό διαμέρισμα σε βαγόνι σιδηροδρομικό
κουπόνι couponτο απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου | απόκομμα στο οποίο αναγράφεται ποσό | απόκομμα το οποίο δίνει στον κάτοχό του το δικαίωμα να κάνει ή να δεχτεί κάτι
κούρσα course ιπποδρομία | κούρσες, αγώνες αλόγων με στοιχήματα και λαχεία, ιπποδρομίες | αγώνας δρόμου | διαδρομή με άμαξα ή αυτοκίνητο | ιδιόκτητο πολυτελές αυτοκίνητο | ανταγωνισμός
κραγιόν(ι) crayon χρωματιστό μολύβι | καλλυντικό παρασκεύασμα για το βάψιμο των χειλιών
κράμπα crampeακούσια, παροδική και εξαιρετικά επώδυνη σύσπαση μυός ή ομάδας μυών
κρατισμός étatisme πολιτική θεωρία που πρεσβεύει την επέκταση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων του κράτους στην οικονομική και κοινωνική ζωή
κρεατίνη créatine αζωτούχος ένωση που βρίσκεται στο αίμα, στον εγκέφαλο και τους μυς και παίζει σημαντικό ρόλο στη μυϊκή σύσπαση
κρεατινίνη créatinine μεταβολίτης της κρεατίνης από την οποία προέρχεται με αφυδάτωση και βρίσκεται στο αίμα και τα ούρα
κρεμ creme το χρώμα της κρέμας
κρεολή/ος créole άτομο που γεννήθηκε στις παλιές αποικίες (Αμερικής και Πολυνησίας) από Ευρωπαίους γονείς | άτομο από ένα γονέα ιθαγενή και ένα μιγάδα
κρεπ crêpe ακατέργαστο καουτσούκ | είδος λεπτότατου υφάσματος
κρέπα crêpe πολύ λεπτή πίτα που παρασκευάζεται με γάλα, αλεύρι, αβγά και γεμίζεται με διάφορα υλικά
κρέπι crêpe λεπτότατο μαύρο ύφασμα για πένθιμη περιβολή ή διακόσμηση
κρεπντεσίν crêpe de Chineείδος λεπτού μεταξωτού υφάσματος
κρετινισμός crétinisme παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από διανοητική καθυστέρηση, ηλιθιότητα, ιδιωτεία
κρετίνος crétin άτομο που πάσχει από κρετινισμό, ηλίθιος
κρετόν cretonne λεπτό βαμβακερό ύφασμα
κροκέ croquet είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες με ξύλινα σφυριά χτυπούν ξύλινες μπάλες για να τις περάσουν κάτω από μικρά τόξα
κροκέτα croquette κυλινδρικό ή σφαιρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας ή άλλα υλικά πολτοποιημένα (ψάρι, μελιτζάνες, τυρί κτλ.) που πασπαλίζεται με τριμμένη φρυγανιά και τηγανίζεται σε καυτό λάδι
κροκίδωση coagulation φαινόμενο κατά το οποίο με την επίδραση φυσικών (π.χ. μεταβολή θερμοκρασίας) ή χημικών (π.χ. προσθήκη ηλεκτρολύτη) παραγόντων τεμαχίδια που αιωρούνται σε υγρό διάλυμα ή αέριο συσσωματώνονται και σχηματίζουν νιφάδες (κροκίδες) που εύκολα απομακρύνονται με καθίζηση ή διήθηση
κροσέ crochetμεταλλική, ξύλινη ή κοκάλινη βελόνα πλεξίματος που απολήγει σε άγκιστρο | το πλεχτό και το είδος της πλέξης που γίνεται μ’ αυτή τη βελόνα | στην πάλη, είδος χτυπήματος με γροθιά
κρουαζιέρα croisiere θαλάσσιο ταξίδι αναψυχής με ειδικό πλοίο που περιπλέει διάφορα μέρη και αγκυροβολεί σε ορισμένα λιμάνια
κρουασάν croissant είδος εδέσματος σε σχήμα μισοφέγγαρου που παρασκευάζεται με ειδική ζύμη
κρουπιέρης croupier υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που φροντίζει όλα τα σχετικά με τη διεξαγωγή του παιχνιδιού
κρυογόνο cryogéne ουσία που χρησιμοποιείται για να παραχθούν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, ψυκτικό μίγμα
κρυόλιθος cryolithe ορυκτό του νατρίου και αργιλίου που χρησιμοποιείται στην επεξεργασία του βωξίτη για την παραγωγή αλουμινίου
κρυοφυσική cryophysique κλάδος της φυσικής που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συντελούνται σε εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες
κρυπτόν krypton ευγενές αέριο της ατμόσφαιρας
κωδίκευση codageη διαδικασία κατά την οποία μια αλληλουχία σημάτων ή πληροφοριών μεταγράφονται από ένα σύστημα σε άλλο
κωδικεύω coder ενεργώ κωδίκευση, μεταγράφω σήματα ή πληροφορίες από ένα σύστημα σε άλλο
λαζουλίτης lazulite φωσφορικό ορυκτό του σιδήρου, μαγνησίου και αλουμινίου, με μπλε χρώμα που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος
λαζουρίτης lazurite σπάνιο πυριτικό ορυκτό του νατρίου και αλουμινίου, απαντάται σε μπλε κρυστάλλους και αποτελεί το κύριο συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι
λακ laque καλλυντικό προϊόν της κομμωτικής, σε υγρή μορφή, με το οποίο ψεκάζουν τα μαλλιά για να τα σταθεροποιήσουν
λακές laquais υπηρέτης με ειδική στολή | δουλοπρεπής
λαμέ lamé ύφασμα με μεταλλική στιλπνότητα
λαμπατέρ lampadaire φωτιστική συσκευή με ηλεκτρικούς λαμπτήρες συναρμολογημένη σε υποστήριγμα που τοποθετείται στο έδαφος
λαμπιόνι lampion μικρή ηλεκτρική λυχνία
λανολίνη lanoline λιπαρή μάζα υποκίτρινη, από το ακατέργαστο μαλλί των προβάτων
λανσάρω lancer χρησιμοποιώ πρώτος, παρουσιάζω πρώτος στην αγορά κάποιο είδος
λαντό landau είδος παλιού ιππήλατου αμαξιού
λαπαλισμός La Palice αυταπόδεικτος ισχυρισμός, αφελής κοινοτοπί
λάπις λάζουλι lapis lazuli ημιπολύτιμος λίθος με βαθύ μπλε χρώμα
λάσο lasso μακρύ σκοινί με βρόχο στην άκρη για τη σύλληψη καταδιωκόμενου ζώου ή εχθρού
λεβιές levier ο μοχλός | όργανο μηχανής ή μηχανισμού με το χειρισμό του οποίου επιτυγχάνεται η λειτουργία ή ο έλεγχός τους
λεζάντα légende σύντομη επεξήγηση κάτω από εικόνα, φωτογραφία, σχέδιο κτλ
λεϊσμανίαση leishmanie λοιμώδης αρρώστια των ανθρώπων και των ζώων
λετρασέτ lettre + set βιομηχανοποιημένο, αυτοκόλλητο αλφάβητο ή σειρά συμβόλων σε φύλλο | το σύστημα της διαδοχικής επικόλλησης γραμμάτων και συμβόλων από τα ειδικά βιομηχανοποιημένα αυτοκόλλητα αλφάβητα
λετρίνα lettrineαρχικό γράμμα κειμένου, μεγάλων διαστάσεων, συν. διακοσμημένο
λιγνίτης lignite μορφή ορυκτού άνθρακα
λιθογραφία lithographie η τέχνη της εκτύπωσης σχεδίων ή κειμένων που χαράχτηκαν σε πέτρινη πλάκα
λιθόσφαιρα lithosphere το εξωτερικό μέρος του στερεού φλοιού της γης
λικέρ liqueur ηδύποτο, γλυκό, οινοπνευματώδες ποτό
λίκρα lycra ύφασμα από εξαιρετικά ελαστικές ίνες που χρησιμοποιείται στην κατασκευή εσωρούχων και ενδυμάτων
λιλά lilas ιώδης, που έχει το χρώμα της βιολέτας
λιμουζίνα limousine ιδιωτικό αυτοκίνητο πολυτελείας
λινοτύπης linotype τυπογράφος που εργάζεται σε λινοτυπικές μηχανές
λινοτυπία linotypie τυπογραφική μέθοδος που συνίσταται στη μηχανική στοιχειοθέτηση ολόκληρων γραμμών, στίχων, με πρώτη ύλη το χυτό μέταλλο
λιπόλυση lipolyseη διάσπαση των λιπών μέσα στον οργανισμό
λιποπρωτεΐνη lipoprotéine ουσία που αποτελείται από λιποειδή και πρωτεΐνες
λοσιόν lotion υγρό αρωματικό ιδιοσκεύασμα για την περιποίηση του δέρματος και των μαλλιών
λουμπάγκο lumbago η οσφυαλγία
λουξ luxe πολυτελής
λούπα loupe αμφίκυρτος μεγεθυντικός φακός
λουτρ loutre δέρμα ενυδρίδος και η γούνα από το δέρμα αυτό
Γαλλικές Λέξεις στο Ελληνικό Λεξιλόγιο