Γαλλικές Λέξεις στα Ελληνικά
| |Γαλλικές Λέξεις που Χρησιμοποιούμε στη Ελλάδα
ΜΕΡΟΣ 1 ΜΕΡΟΣ 2 ΜΕΡΟΣ 3 ΜΕΡΟΣ 4 ΜΕΡΟΣ 5
μαγδαλένιο magdalénien προϊστορικός πολιτισμός της ανώτερης βαθμίδας της παλαιολιθικής εποχής (μαγδαλήνιο)
μαγιό maillot περιβολή ειδική για θαλασσινά λουτρά
μαγιονέζα mayonnaise σάλτσα από κρόκο αβγού και λάδι
μαγνητόφωνο magnétophone συσκευή μαγνητικής εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου
μαζορέτα majorette νεαρό κορίτσι που προπορεύεται από την μπάντα στις παρελάσεις, και στριφογυρίζει στα χέρια της μαγκέτα, ράβδο κτλ
μαζοχισμός masochisme διαστροφή της γενετήσιας ορμής, που εκδηλώνεται με την επιθυμία του πάσχοντος ατόμου να κακοποιηθεί πριν από τη συνουσία | η τάση του ατόμου να ζητά ικανοποίηση στην οδύνη
μαζοχιστής/τρια masochiste άτομο που πάσχει από μαζοχισμό
μακάβριος macabre ο νεκρικός, ο πολύ πένθιμος, που εμπνέει τη φρίκη του θανάτου
μακιγιάζ maquillage η ενέργεια ή τεχνική του εξωραϊσμού του προσώπου με καλλυντικά, ψιμυθίωση
μακιγιάρω maquiller φτιασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι
μακιγιέζ maquilleur η ειδικός στο μακιγιάρισμα
μακιγιέρ maquilleur ο ειδικός στο μακιγιάρισμα
μακροοικονομία macroéconomie τομέας της οικονομικής επιστήμης, που μελετά μόνο τα προβλήματα ομάδων, συνόλων ή ενοτήτων, και αγνοεί την ατομική οικονομική συμπεριφορά των υποκειμένων της οικονομίας
μαλαχίτης malachite ημιπολύτιμος λίθος με ζωηρό πράσινο χρώμα
μαμ(α)ζέλ mademoiselle δεσποινίδα
μαμούθ mammouth είδος γιγαντιαίου ζώου που έχει εκλείψει
μανδαρίνος mandarin ανώτερος κρατικός λειτουργός στην κινεζική αυτοκρατορία, σύμβολο της γραφειοκρατίας | κάθε αξιωματούχος σχολαστικά προσηλωμένος στους τύπους με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση του ατομικού του συμφέροντος
μανεκέν mannequin κομψή γυναίκα ή άνδρας που επιδεικνύει φορέματα του νέου συρμού σε οίκο μόδας ή σε ειδικές συγκεντρώσεις
μανιερισμός maniérisme έλλειψη φυσικότητας | καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16ο αι., και χαρακτηριζόταν από την τάση για εξεζητημένη μίμηση των μεγάλων αναγεννησιακών προτύπων
μανικιούρ manicure η περιποίηση των νυχιών των χεριών
μανόλια magnolia είδος καλλωπιστικού φυτού με μεγάλα μυρωδάτα άνθη
μανόμετρο manometre όργανο για τη μέτρηση της πιέσεως υγρών και αερίων
μανσέτα manchette η άκρη του μανικιού υποκαμίσου που κουμπώνει στον καρπό, μανικέτι
μανσόν manchon εξάρτημα της γυναικείας αμφίεσης, γούνινο κυλινδρικό περίβλημα, ανοιχτό στα δύο άκρα όπου μπαίνουν τα χέρια για να προστατεύονται από το κρύο
μαντάμ madame κυρία | οικοδέσποινα | ιδιοκτήτρια πορνείου, ματρόνα
μαντό manteau ελαφρό γυναικείο πανωφόρι
μαραμπού marabout εξωτικό θαλασσινό πουλί
μαργαρίνη margarine μείγμα από ζωικά και φυτικά λίπη, που χρησιμοποιείται αντί για βούτυρο
μαρέγκα meringue ασπράδι αβγού χτυπημένο με ζάχαρη, χρησιμοποιούμενο σε γλυκίσματα
μαριονέτα marionnette ολόσωμη θεατρική κούκλα που κινείται με νήματα
μαρκετερί marqueterie τεχνική της διακόσμησης επίπλων κατά την οποία λεπτά κομμάτια άλλου ξύλου, μετάλλου, ελεφαντοστού κτλ. δουλεύονται σε διάφορα σχήματα και επικολλούνται στην επίπεδη επιφάνεια των επίπλων | αντικείμενο ή έργο τέχνης δουλεμένο με την τεχνική αυτή
μαρκίζα marquise προεξοχή στέγης, γείσο | προεξοχή σε εξωτερικό τοίχο οικοδομήματος, πάνω από εισόδους ή παράθυρα για προφύλαξη από τη βροχή και τον ήλιο
μαρμελάδα marmelade πολτός από φρούτα βρασμένα με ζάχαρη
μαρμίτα marmite είδος μετάλλινης χύτρας | περίσσευμα φαγητού σε συσσίτιο
μαρξισμός marxisme η κοινωνική και οικονομική θεωρία που διατύπωσε ο Καρλ Μαρξ και που αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων
μαρξιστής/τρια marxiste οπαδός του μαρξισμού
μαροκέν μαροκέν είδος υφάσματος ή χαρτιού που μοιάζει με δέρμα μαροκινό
μαρς marcheπαράγγελμα για έναρξη βαδίσματος ή εκτέλεση διαφόρων κινήσεων | μουσικό εμβατήριο
μαρσάρω marcher ατώ απότομα και δυνατά το γκάζι του αυτοκινήτου
μαρσπιέ marchepied μακρύ σκαλοπάτι στα πλαϊνά των περισσότερων παλαιών αυτοκινήτων για διευκόλυνση της εισόδου και εξόδου των επιβατών
μασάζ massage μάλαξη μερών του σώματος για θεραπευτικό σκοπό
μασέζ masseuse η ειδικός στο μασάζ, χειρομαλάκτρια
μασέρ masseur ο ειδικός στο μασάζ, χειρομαλάκτης
μασίφ massif (για ασημένια ή χρυσά σκεύη) ο αποτελούμενος εξ ολοκλήρου από χρυσό ή ασήμι, που δεν είναι κούφιος, επιχρυσωμένος ή επάργυρος | (για ασημένια ή χρυσά σκεύη) ο αποτελούμενος εξ ολοκλήρου από χρυσό ή ασήμι, που δεν είναι κούφιος, επιχρυσωμένος ή επάργυρος (για αρχιτεκτονικό ή καλλιτεχνικό στιλ)
μασκέ masqué μασκαρεμένος, μεταμφιεσμένος
μασκότmascotte πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο που θεωρείται ότι φέρνει τύχη
ματ mat θαμπός, σκακιστικός όρος που δηλώνει ήττα του αντιπάλου
ματιέρα matiere το υλικό από το οποίο αποτελείται ένα έργο τέχνης, η ύλη που κατεργάζεται ο καλλιτέχνης για να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης
ματμαζέλ mademoiselle η δεσποινίδα
μεγαβάτ mégawatt μονάδα μετρήσεως της ισχύος ρεύματος ισοδύναμη με ένα εκατομμύριο βατ
μεζονέτα maisonnette κατοικία με δύο ορόφους που επικοινωνούν μεταξύ τους με εσωτερική σκάλα
μεθάνιο méthane αέριο άχρωμο και εύφλεκτο με ιδιάζουσα οσμή, οργανική ένωση άνθρακα με υδρογόνο
μεθυλένιο méthyléne δισθενής ρίζα από ένα άτομο άνθρακα και δύο άτομα υδρογόνου
μελαμίνη mélamine οργανική ουσία που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ρητινών | συνθετική ρητίνη
μελόν (chapeau) melon είδος ανδρικού στρογγυλού καπέλου
μενού menu η σειρά των φαγητών που σερβίρονται σ’ ένα γεύμα και ο σχετικός κατάλογος | κατάλογος στην οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή, που περιέχει τις προσφερόμενες για τον χρήστη δυνατότητες και επιλογές
μενταγιόν médaillon γυναικείο κόσμημα που κρεμιέται με αλυσίδα στο λαιμό
μερκαντιλισμός mercantilisme θεωρία που δέχεται ως κύρια πηγή της οικονομικής ισχύος την ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, η εμποροκρατία
μερσεριζέ mercerisé βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού
μερσερισμός mercerisage διαβροχή βαμβακερών υφασμάτων ή νημάτων σε διάλυμα καυστικού νατρίου για να αποκτήσουν λάμψη
μερσί merci ευχαριστώ
μεσόσφαιρα mésosphere περιοχή της ατμόσφαιρας ανάμεσα στη στρατόσφαιρα και θερμόσφαιρα
μεταμοντέρνος post-moderne ο μετά το θεωρούμενο «μοντέρνο» στην αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, και γεν. στις πλαστικές τέχνες· ειδ. ο αναφερόμενος σε μια κίνηση αντίδρασης στον μοντερνισμό και χαρακτηριζόμενος από ενσυνείδητη αναζήτηση και χρήση προγενέστερων απ’ αυτόν τεχνοτροπιών, ρυθμών και τύπων
μετρ maître αυτός που διευθύνει έργο ή υπηρεσία, ο επικεφαλής | δάσκαλος | που κατέχει σε μεγάλο βαθμό τέχνη ή γνώσεις
μετρέσα maîtresse γυναίκα που συντηρείται από τον εραστή της
μετρό métro(politain)υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος
μεφιτικός méphitique που αναδίδει δυσάρεστη οσμή
μεφιτισμός méphitisme δυσάρεστη οσμή από αναθυμιάσεις αερίων βλαβερών για τον ανθρώπινο οργανισμό
μηδενισμός nihilisme νιχιλισμός, η αναγωγή στο μηδέν | η άρνηση κάθε παραδεγμένης αξίας, θεωρητικής ή πρακτικής στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης | κίνημα που αναπτύχθηκε στην τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα για τη θεμελιακή ανατροπή της κοινωνικής δομής με τη χρήση τρομοκρατικών μεθόδων
μηδενιστής/τρια nihiliste οπαδός του μηδενισμού
μηχανογράφοςmécanographeυπάλληλος ειδικευμένος στην καταγραφή πληροφοριών σε ειδικές καρτέλες με τη βοήθεια διατρητικών μηχανών
μί(τ)ζα mise το αρχικό ποσό που καταθέτει κάθε παίκτης τυχερού παιχνιδιού | μερίδιο από ύποπτη επιχείρηση ή εκδούλευση
μιζανπλί mise en plis είδος γυναικείου χτενίσματος
μικροαμπέρ micro-ampere μονάδα εντάσεως του ηλεκτρικού ρεύματος ίση με ένα εκατομμυριοστό του αμπέρ
μικρόβιο microbe μονοκύτταρος κατώτατος ζωικός ή φυτικός οργανισμός, συνήθως παθογόνος, ορατός μόνο με το μικροσκόπιο
μικροβιολογία microbiologie η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και μελέτη των μικροβίων
μικροβόλτ microvolt μονάδα ηλεκτρεγερτικής ισχύος ίση με ένα εκατομμυριοστό του βολτ
μικρογραμμάριο microgramme το ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου
μικροδομή microstructure δομή ενός στοιχείου που είναι δυνατόν να παρατηρηθεί μόνο στο μικροσκόπιο
μικροοικονομία microéconomie κλάδος της οικονομικής επιστήμης που μελετά τα ατομικά οικονομικά φαινόμενα
μικροσκοπικός microscopique σχετικός με το μικροσκόπιο | ο ορατός μόνο με μικροσκόπιο | ο πολύ μικρός, ελάχιστος
μικροσκόπιο microscope οπτικό όργανο αποτελούμενο από πολλούς φακούς, για την εξέταση αντικειμένων που δεν είναι ορατά με γυμνό οφθαλμό
μικροφωτογραφία microphotographie φωτογραφία πολύ μικρών διαστάσεων | φωτογραφία αντικειμένου που είναι ορατό με μικροσκόπιο
μιλιμετρέ millimétré βιομηχανοποιημένο χαρτί που φέρει διαγραμμίσεις ανά χιλιοστόμετρο
μιλιταρισμός militarisme η διακυβέρνηση μιας χώρας (είτε φανερά, είτε παρασκηνιακά) από στρατιωτικούς | η επικράτηση του στρατιωτικού πνεύματος στην πολιτική ζωή μιας χώρας, στρατοκρατία
μιλιταριστής/τρια militariste οπαδός του μιλιταρισμού
μιλφέιγ mille-feuille είδος γλυκίσματος από λεπτά φύλλα ζύμης με κρέμα ανάμεσά τους
μινιμαλισμός minimalisme τεχνοτροπία ή τεχνική στη μουσική και το σχέδιο που χαρακτηρίζεται από τη χρήση λίγων και απλών στοιχείων| περιορισμός των κυβερνητικών λειτουργιών και παρεμβάσεων στο ελάχιστο | συμπεριφορά, τακτική κτλ. που χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη του ελάχιστου
μινιόν mignonμικρός, λεπτοκαμωμένος | ευαίσθητος
μιξάζ mixageη τεχνική του συνδυασμού των ηχητικών στοιχείων που συνθέτουν ένα μουσικό έργο, μίξη
μιραμπό είδος ημίσκληρου ανδρικού καπέλου της παλιάς εποχής
μοβ mauve ιώδης, μενεξεδής
μοδίστρα modiste ράφτρα γυναικείων ρούχων
μοκέταmoquette είδος χαλιού, συν. με κομμένο πέλος ή με κόμπους, που τοποθετείται μόνιμα στο δάπεδο και συν. καλύπτει όλη τη επιφάνειά του
μολυβδένιο molybdéne λευκό, σκληρό και εύθραυστο μέταλλο
μονόκλmonocle στρογγυλός φακός που προσαρμόζεται στο ένα μάτι, ο μονύελος
μονοπλάνο monoplan είδος αεροπλάνου παλιού τύπου
μοντάζ montage το μοντάρισμα, η επιλογή και σύνδεση των εικόνων που γυρίστηκαν κατά τη λήψη | σύνθεση από διάφορες φωτογραφίες, ανεξάρτητες ή σχετικές μεταξύ τους | συνένωση τμημάτων από διάφορες φωτογραφίες που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας νέας φωτογραφίας που να φαίνεται αυθεντική
μοντελισμός modélisme η κατασκευή πρότυπων μοντέλων για επαγγελματικούς σκοπούς
μοντελίστ modéliste πρόσωπο που σχεδιάζει ενδύματα μόδας
μορμονισμός mormonisme μια από τις αιρέσεις του προτεσταντισμού
μορμόνος mormon οπαδός του μορμονισμού
μορφίνη morphine το κυριότερο αλκαλοειδές του οπίου, ναρκωτικό και υπνωτικό
μορφολογία morphologie μελέτη της εξωτερικής μορφής των όντων | (γεωλ.) κλάδος της γεωγραφίας που μελετά τη διάπλαση του εδάφους | (γραμμ.) μέρος της γραμματικής που εξετάζει τις μεταβολές των λέξεων
μοτέρ moteurο κινητήρας
μοτοκρός motocross τύπος αγώνα ταχύτητας με μοτοσικλέτες κατά τον οποίο εκτελούνται διαδρομές έξω από τους υπάρχοντες δρόμους, σε ανοιχτό έδαφος
μοτοσικλέτα motocyclette δίκυκλο βενζινοκίνητο όχημα
μοτοσικλετιστής/τρια motocycliste οδηγός μοτοσικλέτας
μουαρέ moiré είδος υφάσματος, συνήθ. μεταξωτού, με στιλπνή και κυματοειδή όψη | | (τυπογρ.) κακή εκτύπωση που έχει ως αποτέλεσμα την οπτικά λεκιασμένη κατά τόπους εικόνα
μουλινέ(ς) moulinée είδος κλωστής για κέντημα
μους mousse καλλυντικό προϊόν της κομμωτικής σε μορφή αφρού που χρησιμοποιείται για το φορμάρισμα των μαλλιών | έδεσμα ή επιδόρπιο από ένα κύριο συστατικό που αναμιγνύεται με κρέμα ή ασπράδια αβγών και χτυπιέται ώστε να πάρει τη μορφή πυκνού αφρού
μουσελίνα mousseline είδος λεπτού και αραιού υφάσματος από μαλλί, μπαμπάκι ή μετάξι
μούσι mouche μικρό γένι στο σαγόνι, υπογένειο
μουσώνας mousson ισχυροί άνεμοι που δημιουργούνται κατά το χειμώνα και το καλοκαίρι στους ωκεανούς κοντά στις μεγάλες ηπείρους
μουφλόν mouflon είδος άγριων προβάτων | είδος υφάσματος
μπαγιαντέρα bayadere Ινδή χορεύτρια
μπαγκέτα baguette μικρό ραβδί στο χέρι αρχιμουσικού που διευθύνει την ορχήστρα | μακριά και λεπτή φραντζόλα ψωμί
μπαζάρ bazar έκθεση διαφόρων προϊόντων προς πώληση που γίνεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε χώρους μουσείων, κολεγίων, συλλόγων κτλ
μπακαράς baccarat είδος τυχερού παιχνιδιού
μπαλ μασκέ bal masqué χορός μεταμφιεσμένων
μπαλαντέζα baladeuse καλώδιο μεγάλου μήκους για τη σύνδεση συσκευών και μηχανών με την ηλεκτρική πηγή
μπαλαντέρ baladeur (στη χαρτοπαιξία) χαρτί της τράπουλας που μπορεί να αντικαταστήσει οποιοδήποτε άλλο χαρτί
μπαλαρμάς balle ramée είδος βλήματος που χρησιμοποιούνταν παλιότερα και αποτελούνταν από δύο σφαίρες που συνδέονταν μεταξύ τους με σύρμα
μπαλόνι ballon ελαστική σφαίρα που γεμίζεται με αέρα, φούσκα | αερόστατο
μπαμπάς baba είδος γλυκίσματος με σιρόπι και σαντιγί
μπαράζ barrage υπερένταση των δυνάμεων, υπερπροσπάθεια πριν από το τελικό στόχο | καταιγισμός | αθλητικός αγώνας κατά τον οποίο η ομάδα που θα χάσει αποκλείεται από το έπαθλο ή δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής στους επόμενους αγώνες της ίδιας διοργάνωσης
μπαρόκ baroque καλλιτεχνικός ρυθμός, ιδ. στην αρχιτεκτονική, του 16ου ως 18ου αι., που χαρακτηρίζεται από τις ελικοειδείς γραμμές και την πληθωρική διακόσμηση
μπας κλας basse classe κατώτερος σε αξία, ικανότητα, ποιότητα, παρακατιανός
μπατίκ batik τεχνική διακόσμησης υφασμάτων με κερί
μπατόν σαλέ bâton salé είδος αλμυρού μπισκότου
μπεζ beige χρώμα που μοιάζει με το φυσικό χρώμα του μαλλιού
μπεζές baiser γλύκισμα από ασπράδι αβγών με ζάχαρη
μπεκ bec εξάρτημα των κινητήρων εσωτερικής καύσεως που ρυθμίζει την παροχή του υγρού καυσίμου υπό μορφή λεπτότατων σταγονιδίων, εγχυτήρας
μπελ επόκ belle époque στη Γαλλία, η περίοδος των πρώτων χρόνων του εικοστού αιώνα (μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) κατά την οποία η ζωή ήταν ευχάριστη και ανάλαφρη, περίοδος καλοζωίας
μπεμόλbémol η ύφεση στην μουσική
μπεν μαρί bain-marie τρόπος θερμάνσεως ή μαγειρέματος κατά τον οποίο μέσα σε δοχείο με ζεστό νερό, που είναι κατευθείαν πάνω στη φωτιά, τοποθετείται άλλο δοχείο για να ζεσταθεί ή βράσει το περιεχόμενό του
μπενζίνα benzine καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων, προϊόν του πετρελαίου, βενζίνα
μπερέςbéret είδος σκούφου χωρίς γείσο
μπέρταberthe πανωφόρι χωρίς μανίκια
μπεσαμέλ béchamel είδος λευκής σάλτσας με βάση το γάλα που χρησιμοποιείται κυρίως σε φαγητά φούρνου
μπετό(ν) béton δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, σκυρόδεμα
μπετόνι bidon φορητό δοχείο, μεταλλικό ή πλαστικό, για υγρά
μπετονιέρα bétonniere μηχάνημα για την παρασκευή σκυροδέματος
μπιέλα bielle μεταλλικό εξάρτημα των μηχανών εσωτερικής καύσης που συνδέει μεταξύ τους τα στοιχεία κατά τη μεταφορά ή μετατροπή μιας κίνησης, διωστήρας
μπιενάλε biennale καλλιτεχνική εκδήλωση, σχετική με τον κινηματογράφο και τις καλές τέχνες, που γίνεται, στον ίδιο τόπο, κάθε δύο χρόνια
μπιζού bijou κόσμημα
μπικουτί bigoudiτα μπικουτί, μικροί, πλαστικοί ή μεταλλικοί κύλινδροι στους οποίους τυλίγονται τούφες από τα μαλλιά για να κατσαρώσουν
μπιμπελό bibelot μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, που συνήθως τοποθετείται σε εταζέρα
μπιμπερό biberon το θήλαστρο
μπιμπλό bibelot μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, που συνήθως τοποθετείται σε εταζέρα
μπιντέςbidet χαμηλός νιπτήρας για τα απόκρυφα μέλη του σώματος
μπιτόνιbidon φορητό δοχείο, μεταλλικό ή πλαστικό, για υγρά
μπιφτέκι bifteck ψητή ή τηγανητή φέτα βοδινού κρέατος | παρασκεύασμα από κιμά και καρυκεύματα που ψήνεται συνήθως στη σχάρα
μπλαζέblasé αυτός που δεν βρίσκει ευχαρίστηση σε τίποτε, κουρασμένος και χορτάτος από τη ζωή
μπλε bleu γαλάζιος
μπλεμαρέν bleu marine θαλασσής
μπλοκ bloc δέσμη φύλλων χαρτιού σε σχήμα βιβλίου
μπλούζα blouse γυναικείο ρούχο που σκεπάζει το επάνω μέρος του σώματος | εξωτερικό ένδυμα εργασίας για το πάνω μέρος του σώματος
μπλουζόν blouson είδος κοντού και φαρδιού φορέματος που φτάνει ως τους γοφούς
μποά boa γυναικείο περιλαίμιο από γουναρικό ή φτερά
μποέμ bohéme ο αδιάφορος ή αδύναμος να φροντίσει για το αύριο| καλλιτέχνης ή λόγιος που ζει φτωχικά αλλά ξένοιαστα
μποϊκοτάζ boycottage εκούσια διακοπή κάθε οικονομικής σχέσης ή συναλλαγής με άτομο, επιχείρηση ή χώρα
μπολ bol κύπελλο ημισφαιρικό
μπολερό boléro γυναικείο ζακετάκι στενό, κοντό, ως τη μέση | είδος ισπανικού χορού
μπομπόνι bonbon ζαχαρωτό
μπον φιλέ bon filet εκλεκτό τμήμα βοδινού κρέατος από την περιοχή του σφαγίου γύρω από τα νεφρά
μποξέρboxeurπυγμάχος
μπορ bord η προεξέχουσα περιφέρεια του καπέλου
μπορντό Bordeaux είδος κρασιού από τους αμπελώνες του Μπορντό | σκούρο κόκκινο χρώμα | που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα, βυσσινής
μπορντούρα bordure παρυφή υφάσματος ή φορέματος | κεντημένη λουρίδα | πρασιά, παρτέρι στην άκρη ή σε χώρισμα κήπου
μπότα botte ανδρικό ή γυναικείο παπούτσι που φτάνει ψηλά ως το γόνατο
μποτίνιbottineχαμηλή μπότα
μπουά boa γυναικείο περιλαίμιο από γουναρικό ή φτερά
μπουαζερί boiserie επικάλυψη τοίχου με ξύλο
μπουάτ boîte μικρό κέντρο διασκεδάσεως
μπουγιαμπέσαbouillabaisse είδος φαγητού, σούπα από διάφορα αλιεύματα
μπουγιότα bouillotte η θερμοφόρα
μπουζί bougie αναφλεκτήρας των μηχανών εσωτερικής καύσης
μπουκέτο bouquet ανθοδέσμη
μπούκλα boucle κατσαρωμένη τούφα μαλλιών, βόστρυχος
μπουλβάρ boulevard ελαφρά κωμωδία με έξυπνο διάλογο, ερωτικές ίντριγκες και χαρακτήρες, κυρίως, από τον κόσμο της αστικής τάξης, βουλεβάρτο
μπουλόνι boulon μετάλλινο κυλινδρικό στέλεχος που συνδέει τα μέρη μηχανισμού ή κατασκευής, βλήτρον
μπουντουάρ boudoir δωμάτιο καλλωπισμού για τις κυρίες
μπουρζουαζία bourgeoisie η αστική τάξη
μπουρζουάς bourgeois ο αστός ως προς την κοινωνική τάξη | εύπορος
μπουρλέσκ(ο) burlesque λογοτεχνική ή θεατρική σύνθεση με χοντροκομμένους χαρακτήρες ηρώων που αποβλέπει στην πρόκληση γέλιου | εύθυμη μουσική σύνθεση
μπουτίκ boutique μικρό κατάστημα ειδών πολυτελείας
μπουτόν boutonδιακόπτης, κουμπί
μπουφάν bouffant ίδος κοντού σακακιού που κλείνει με φερμουάρ, και είναι σφιχτό στη μέση
μπουφές buffet έπιπλο για τα σερβίτσια | τμήμα κέντρου αναψυχής όπου σερβίρονται ποτά ή εδέσματα | τραπέζι με ποτά και φαγητά για καλεσμένους
μπρα ντε φερ bras de fer παιχνίδι κατά το οποίο δύο παίκτες κάθονται αντικριστά, στηρίζουν το χέρι στο τραπέζι με τον αγκώνα, πιάνονται από τις παλάμες και ασκούν δύναμη ώστε να λυγίσουν τον πήχη του αντιπάλου
μπρασελέ bracelet κόσμημα με μορφή κρίκου που φοριέται γύρω από τον καρπό ή γύρω από τον αστράγαλο | μεταλλικό εξάρτημα στο οποίο στερεώνεται το ρολόι χεριού
μπρελόκ breloque κρίκος ή θήκη για τη μεταφορά κλειδιών
μπρετέλα bretelle η τιράντα
μπριγιάν(τι) brillant το μπριλάντι
μπριγιαντίνη brillantine αρωματισμένη αλοιφή για τα μαλλιά
μπριγιόλ brillole αρωματισμένο παραφινέλαιο για τα μαλλιά
μπριγκέτα briquette πλίνθος από σκόνη πετροκάρβουνου
μπριός briocheείδος τσουρεκιού
μπροκάρ brocartείδος πολυτελούς μεταξωτού υφάσματος με ανάγλυφα σχέδια που υφαίνονται με χρυσή ή ασημένια κλωστή
μπροντερί broderie κέντημα
μπροσούρα brochure έντυπο φυλλάδιο
μυδράλιο mitraille βλήμα πυροβόλου
μυελοβλάστη myéloblaste ασχημάτιστο κύτταρο του μυελού των οστών, πρόδρομος μυελοκυττάρων που, σε ορισμένες παθήσεις, ανιχνεύεται στο αίμα
μυελόγραμμα myélogramme το αποτέλεσμα της κυτταρολογικής εξέτασης του μυελού των οστών
μυελογραφία myélographie ακτινολογική εξέταση του νωτιαίου σωλήνα μετά από έγχυση αδιαφανούς στις ακτίνες Χ υγρού ή αερίου
μυοκλονία myoclonie αιφνίδια, ακούσια συστολή ομάδας μυών
μυοπάθεια myopathie γενικός όρος για τις φλεγμονώδεις ή εκφυλιστικές παθήσεις των μυών· ειδικότερα η μυϊκή δυστροφία
μυστικισμός mysticisme επιδίωξη, τήρηση μυστικότητας | η τάση προς το μυστηριώδες | φιλοσοφικό και θρησκευτικό δόγμα που δέχεται ότι η τελειότητα κατορθώνεται με συνεχή διαλογισμό, με την κατάδυση της ψυχής στη θεία της αρχή
νάγια naja δηλητηριώδες φίδι της Ασίας και της Αφρικής
ναΐφ naif λέξη για αυτοδίδακτο ζωγράφο που δημιουργεί τα έργα του έξω από τα επίσημα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά πλαίσια | φυσικός, απλοϊκός, αυθόρμητος
ναπολεόνι napoléon παλιό χρυσό γαλλικό νόμισμα
νατουραλισμός naturalisme λογοτεχνική και καλλιτεχνική σχολή, που θεωρεί την πιστή μίμηση της φύσης ως βασική αρετή των έργων τέχνης
νατουραλιστής/τρια naturaliste οπαδός του νατουραλισμού
ναφθαλίνη naphtaline λευκή κρυσταλλική ουσία με ιδιάζουσα οσμή
νεγκλιζέ négligéατημέλητος, απεριποίητος
νεκρά φύση nature morte ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων (λουλουδιών, καρπών κτλ.
νεκρό σημείο νεκρό σημείο θέση του μοχλού ταχυτήτων ενός αυτοκινήτου κατά την οποία δεν μεταδίδεται από το κιβώτιο ταχυτήτων καμιά κίνηση στον κεντρικό άξονα | το ανώτατο ή το κατώτατο σημείο της διαδρομής του εμβόλου μηχανής στο οποίο μηδενίζεται η ταχύτητά του
νεοεμπρεσιονισμός neoimpressionnisme καλλιτεχνική κίνηση που προήλθε από το Γάλλο ζωγράφο Σερά (Georges Seurat, 1859-91) ως αντίδραση στον εμπειρικό ρεαλισμό του εμπρεσιονισμού, και βασίστηκε στον συστηματικό υπολογισμό και την επιστημονική θεωρία και γνώση για την επίτευξη των οπτικών αντιθέσεων
νέον néon χημικό στοιχείο της ομάδας των ευγενών αερίων που απαντά στην ατμόσφαιρα, παράγεται βιομηχανικά με κλασματική απόσταξη του υγροποιημένου αέρα και χρησιμοποιείται σε λαμπτήρες, σε φωτεινές επιγραφές κτλ
νεσεσέρ nécessaire φορητή θήκη για τη μεταφορά των αναγκαίων για τον καλλωπισμό ειδών
νετρόνιο neutron σωματίδιο του ατομικού πυρήνα, ηλεκτρικά ουδέτερο, ουδετερόνιο
νευρογλοία nevroglie βασική ουσία του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, που χρησιμεύει για στήριξη των νευρικών κυττάρων και ινών
νικοτίνη nicotine αλκαλοειδής ουσία, τοξική, που περιέχεται στα φύλλα του καπνού
νιόβιο niobium χημικό στοιχείο της κατηγορίας των μετάλλων
νομιναλισμός nominalisme θεωρία που δέχεται ότι οι καθολικές έννοιες είναι απλά λεκτικά σύμβολα χωρίς πραγματική υπόσταση | θεωρία που δέχεται ότι το χρήμα έχει την αξία η οποία συμβατικά του έχει δοθεί
νομιναλιστής/τρια nominaliste οπαδός του νομιναλισμού
νόμος πλαίσιο loi-cadre νόμος που ορίζει γενικές αρχές και εξουσιοδοτεί τη διοίκηση να προβεί σε ρυθμίσεις αρμοδιότητος του νόμου αυτού με προεδρικά διατάγματα
νορμάλ normal κανονικός, ομαλός, φυσιολογικός
νουβέλ βαγκ nouvelle vagueνέα καλλιτεχνική τάση, ροπή· ειδικότερα, για τον κινηματογράφο, η λ. για τους Γάλλους σκηνοθέτες της δεκαετίας του 1950, οι οποίοι αντιδρώντες στις μέχρι τότε δομές του γαλλικού κινηματογράφου, γύρισαν τις δικές τους ταινίες υπερασπιζόμενοι «τον κινηματογράφο του δημιουργού»
νουγκάnougat είδος γλυκίσματος από αμύγδαλα (καρύδια ή φουντούκια), ζάχαρη και ασπράδι αβγού
νουγκατίνα nougatine είδος πάστας
ντάλια dahlia είδος καλλωπιστικού φυτού και το άνθος του
ντανταϊσμός dadaisme λογοτεχνική και καλλιτεχνική σχολή που εμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη κατά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας με πρόγραμμα την αυθόρμητη έκφραση του ασυνειδήτου
νταντέλα dentelle διάφανο πλέγμα από λεπτές κλωστές, χρησιμοποιούμενο για τη διακόσμηση υφασμάτων
ντεγκραντέ dégradé προοδευτική εξασθένιση ή μεταβολή από σκούρο προς το αχνό ενός χρώματος, ή από το έντονο προς το απαλό φωτισμού
ντεϊσμός déismeδόγμα του 17ου και 18ου αιώνα, κατά το οποίο υπάρχει ένας θεός που δημιούργησε τον κόσμο αλλά, σε αντίθεση με το θεϊσμό, δεν δέχεται ότι ο θεός επεμβαίνει στον κόσμο αυτό
ντεκαπάζ décapage στην κομμωτική, η διαδικασία αποχρωματισμού των μαλλιών προκειμένου να εφαρμοσθεί νέα βαφή
ντεκλαρέ déclaréαπερίφραστα
ντεκοβίλ decauville είδος μικρής σιδηροδρομικής φορτηγάμαξας που κυκλοφορεί σε στενή σιδηροδρομική γραμμή
ντεκολτέ décolleté έξωμος | το γυμνό του στήθους σε γυναικείο ρούχο
ντεκόρ décor διακόσμηση χώρου
ντεκορατέρ décorateur διακοσμητής
ντεκουπάζ (ρισμα) découpage εργασία κατά την οποία τμήμα εικόνας αποχωρίζεται με γραφικά μέσα από τον περίγυρό της, το φόντο της, ξεγύρισμα
ντεκουπαριστός découper τμήμα εικόνας που έχει αποχωρισθεί, με γραφικά μέσα, από το φόντο της
ντεκουπάρω découper διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο
ντελαπάρω déraper γλιστρώ καθώς κινούμαι στο δρόμο (για όχημα)
ντεμακιγιάζ démaquillage αφαίρεση του μακιγιάζ από το πρόσωπο με ειδικά για το σκοπό αυτό καλλυντικά προϊόντα
ντεμαράζ ντεμαράζ ο δρομέας που κατορθώνει να προπορευθεί από τους συναθλητές του εντείνοντας τον ρυθμό του προς το τέλος της διεξαγωγής ενός αγώνα δρόμου
ντεμί σεζόν demi saison για ενδύματα από λεπτü ύφασμα για την άνοιξη και το φθινόπωρο
ντεμοντέ démodé όχι σύμφωνος με τη μόδα | απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος
ντεμπιτάντ débutante γυναίκα ηθοποιός που κάνει το ντεμπούτο της, εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σκηνή θεάτρου ή στον κινηματογράφο | νεαρά που κάνει την πρώτη της κοινωνική εμφάνιση, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην υψηλή κοινωνία
ντεμπούτο début έναρξη, πρώτη εμφάνιση σ’ έναν τομέα δραστηριότητας | πρώτη εμφάνιση ηθοποιού στη σκηνή θεάτρου ή στον κινηματογράφο
ντεμπραγιάζ débrayage μέρος του μηχανισμού του αυτοκινήτου, για αλλαγή ταχυτήτων, συμπλέκτης
ντενιέ denier αρχικά, μονάδα βάρους για το μετάξι, ίση με 1.181 γραμμάρια | σήμερα, διεθνής μονάδα για τη λεπτότητα του νήματος
ντεπιέςdeux pieces γυναικείο ένδυμα αποτελούμενο από φούστα και μπλούζα ή σακάκι από το ίδιο ύφασμα που φοριούνται ως σύνολο
ντεπό dépôt ποσότητα εναποθηκευμένη | αποθήκη
ντεσέν dessin λέξη για τα σχέδια υφάσματος
ντεσιμπέλ décibelμονάδα μετρήσεως της εντάσεως των ήχων
ντεφετισμός défaitisme ηττοπάθεια
ντεφετιστής défaitiste ηττοπαθής
ντεφιλέ défilé παρουσίαση των ενδυμάτων της υψηλής ραπτικής, επίδειξη μόδας
ντεφορμέ déformé αυτός που δεν βρίσκεται σε φόρμα, σε καλή φυσική κατάσταση, αφορμάριστος
ντιζέζ diseuse τραγουδίστρια σε κέντρο διασκεδάσεως
ντιζέρ diseur τραγουδιστής σε κέντρο διασκεδάσεως
ντιρεκτίβα directive οδηγία, εντολή που εκδίδει πολιτική, θρησκευτική ή στρατιωτική αρχή
ντισκοτέκ discotheque κέντρο ψυχαγωγίας, όπου χορεύουν με συνοδεία μουσικής από δίσκους
ντιστεγκές distingué κομψευόμενος | κομψός, χαριτωμένος
ντοκιμαντέρ documentaire ταινία κινηματογραφική, μικρού ή μεσαίου μήκους, βασισμένη αποκλειστικά σε ντοκουμέντα, σε στοιχεία της πραγματικότητας, ντοκυμανταίρ
ντοκτορά doctorat πρωτότυπη πραγματεία μεταπτυχιακού επιστήμονα, η διδακτορική διατριβή
ντολμέν dolmen μεγαλιθικό μνημείο αποτελούμενο από επίπεδες λίθινες πλάκες που στηρίζονται σε ογκόλιθους κάθετους στο έδαφος, και σχηματίζουν νεκρικό θάλαμο που, πιθανόν, να καλύπτονταν από σωρό χώματος
ντοπέ dopé ντοπαρισμένος
ντοσιέ dossierμεγάλος φάκελος για έγγραφα
ντουί douille υποδοχή ηλεκτρικών λαμπτήρων
ντουμπλ φας double face με δυο όψεις
ντουμπλάρω doubler καλύπτω το εσωτερικό ενδύματος με ύφασμα | αντικαθιστώ ηθοποιό σε κάποιο ρόλο ή αντικαθιστώ τη φωνή ηθοποιού
ντουμπλές double μέταλλο με λεπτότατο επίχρισμα από χρυσό ή άργυρο | το επαναλαμβανόμενο δύο φορές ή το αποτελούμενο από δύο πράγματα
ντουραλουμίνιο duralumin κράμα από αλουμίνιο, μαγγάνιο, μαγνήσιο και χαλκό το οποίο, μετά από κατάλληλη θερμική κατεργασία, αποκτά σκληρότητα και αντοχή και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία κατασκευής αεροπλάνων, αυτοκινήτων, φωτογραφικών μηχανών κτλ.
ντους doucheλουτρό με κρύο νερό | μπάνιο, πλύσιμο του σώματος με εξακόντιση νερού | ειδική υδραυλική εγκατάσταση στο χώρο του μπάνιου που εξακοντίζει νερό
ντραπέdrapé για ένδυμα που είναι ραμμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ύφασμα να σχηματίζει αρμονικές πτυχές
ντρεσάρω dresserεκγυμνάζω άλογο | εκπαιδεύω, εξασκώ κάποιον
ντρίλι drille φτηνό μπαμπακερό ύφασμα
οβάλ ovale ελλειψοειδής, που έχει το σχήμα αβγού
οβίδα obus βλήμα πυροβόλου
ογκρατέν au gratin τρόπος μαγειρέματος κατά τον οποίο το φαγητό πριν μπει στη φωτιά ή στο φούρνο καλύπτεται μ’ ένα στρώμα τριμμένου τυριού
οδαλίσκη odalisque θαλαμηπόλος των χαρεμιών, ευνοουμένη Οθωμανών αξιωματούχων ή ηγεμόνων
όζη ose ονομασία των απλών σακχάρων που δεν υδρολύονται σε απλούστερα
οικολογία écologie κλάδος της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των ζωικών οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον | η μελέτη των σχέσεων μεταξύ ανθρώπινων ομάδων ή πληθυσμών και του φυσικού, ιδίως, περιβάλλοντος
οικονομετρία économétrie κλάδος της οικονομικής επιστήμης που εφαρμόζει τις μεθόδους της οικονομικής ανάλυσης στα στατιστικά δεδομένα για τη διάγνωση και ερμηνεία ενός οικονομικού φαινομένου
οικοσύστημα écosysteme φυσική ενότητα αποτελούμενη από έμβια όντα και ανόργανη ύλη, που με τις αλληλεπιδράσεις τους αποτελούν ένα σταθερό σύστημα στο οποίο τα πάντα βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους
οκαζιόν occasion σε τιμή ευκαιρίας, πολύ φτηνά
ολόγραμμα hologramme ο πίνακας, η φωτογραφία που λαμβάνεται με τη μέθοδο της ολογραφίας
ολογραφία holographie φωτογραφική μέθοδος με ακτίνες λέιζερ κατά την οποία τα αντικείμενα παριστάνονται ανάγλυφα ή ολόγλυφα
ολοκληρωτισμός totalitarisme μονοκομματικό δικτατορικό σύστημα διακυβερνήσεως
ομελέτα omelette φαγητό από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο
οντισιόν audition δοκιμαστική ακρόαση ή παράσταση υποψηφίου, ο οποίος θέλει να προσληφθεί ως ηθοποιός, τραγουδιστής, μουσικός κτλ
οντουλάρω onduler κατσαρώνω τα μαλλιά
οντουλασιόν ondulation τεχνητό κατσάρωμα των μαλλιών
ονυχοκόμος manicuriste αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση των νυχιών, μανικιουρίστας
οξαλικός oxalique που ανήκει ή αναφέρεται στο οξύ της οξαλίδας
οξόνη acéton ακετόνη
οξυγόνο oxygéne χημικό στοιχείο, αέριο, άχρωμο και άοσμο, ένα από τα κύρια συστατικά του νερού και του ατμοσφαιρικού αέρα
οξυζενέ oxygénée οξυγονούχο νερό
οπερατέρ operateur ο ειδικός που χειρίζεται τη μηχανή λήψεως κατά το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας
οπορτουνισμός opportunisme καιροσκοπισμός, η τάση που δέχεται την, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες, αλλαγή της τακτικής και του σκοπού του κομουνιστικού κινήματος
οπορτουνιστής/τρια opportuniste οπαδός του οπορτουνισμού
οπτιμισμός optimisme φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο κόσμος έχει άριστα, αισιοδοξία
οπτιμιστής/τρια optimiste οπαδός του οπτιμισμού, αισιόδοξος
ορ τεξτhors – texte όρος της τυπογραφίας που δηλώνει την εικόνα που είναι τυπωμένη σε σελίδα πρόσθετη, η οποία δεν περιλαμβάνεται στις αριθμημένες σελίδες εντύπου, βιβλίου ή περιοδικού
οργαντίνα organdiλεπτό και διάφανο βαμβακερό ύφασμα
οριενταλισμός orientalisme η μελέτη των γλωσσών και γεν. του πολιτισμού των λαών της Ανατολής | ίδος της ζωγραφικής με πρόσωπα, τοπία και σκηνές από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή
ορλόν orlon συνθετική υφαντική ίνα με αυξημένη μηχανική αντοχή που χρησιμοποιείται για την κατασκευή υφασμάτων αναμεμιγμένη με μαλλί ή άλλες υφαντικές ίνες
ορμόνη hormone έκκριμα των ενδοκρινών αδένων, που ρυθμίζει την ισορροπία μεταξύ των βασικών φυσιολογικών δραστηριοτήτων του οργανισμού
ορντέβρ hors d’oeuvre εδέσματα που σερβίρονται πριν από το κυρίως φαγητό, ορεκτικά
ορολογία terminologie ενασχόληση περί τους επιστημονικούς, φιλοσοφικούς, τεχνικούς όρους | συναγωγή όρων επιστήμης, τέχνης ή τεχνικής
ορφισμός orphisme μια από τις τάσεις της αφηρημένης ζωγραφικής, που ξεκίνησε από τον κυβισμό και απέβλεπε, κυρίως, στη ρυθμική
όσκολοhausse-col μεταλλική πλάκα σε σχήμα μισοφέγγαρου, που κρεμούσαν παλιότερα οι αξιωματικοί του στρατού στο λαιμό, όταν βρίσκονταν σε υπηρεσία
όσμιο osmium χημικό στοιχείο, μέταλλο της ομάδας του λευκόχρυσου, το βαρύτερο απ’ όλα τα σώματα
οτομοτρίς automotrice αυτοκινητάμαξα
οτοστόπ auto-stop η ενέργεια πεζοπόρου κατά την οποία σταματά διερχόμενο όχημα για να ζητήσει από τον οδηγό τη δωρεάν μεταφορά του
ουβερτούρα ouverture εισαγωγή, μουσική σύνθεση, συν. ορχηστρική, σε μουσικό έργο | ανεξάρτητο έργο ενόργανης μουσικής
ουδετερόδυνος neutrodyne λέξη που χαρακτηρίζει ενισχυτή ή ασυρματικό δέκτη ο οποίος προορίζεται για την απόσβεση των ταλαντώσεων
ουλάνος uhlan λογχοφόρος ιππέας του παλιού γερμανικού, αυστριακού, πολωνικού και ρωσικού στρατού
ουνιβερσαλισμός universalisme θεολογική θεωρία που πρεσβεύει τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας | φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η πραγματικότητα αποτελεί ενιαίο μοναδικό όλον και τα άτομα αποτελούν στοιχεία του όλου
ουρανισμός uranisme παθητική ομοφυλοφιλία, ιδ. του αρσενικού, που εκδηλώνεται με μίμηση της συμπεριφοράς του άλλου φύλου
ουρμπανισμός urbanisme αστυφιλία | πολεοδομία
οφικλείδα ophicléide χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο
οψιόν option διεθνής οικονομικός όρος για να δηλώσει το δικαίωμα ενός προσώπου να συνιστά σύμβαση ή οποιαδήποτε έννομη σχέση με μονομερή δήλωσή του προς τον έτερο των αντισυμβαλλομένων, δικαίωμα προαιρέσεως | (χρηματιστ.) συμφωνία αγοράς ή πωλήσεως μετοχών σε καθορισμένη τιμή επί προθεσμία
Γαλλικές Λέξεις που Χρησιμοποιούμε στη Ελλάδα