Γαλλικές Λέξεις Που Χρησιμοποιούμε Καθημερινά
| |Γαλλικές Λέξεις Που Χρησιμοποιούμε Καθημερινά
ΜΕΡΟΣ 1 ΜΕΡΟΣ 2 ΜΕΡΟΣ 3 ΜΕΡΟΣ 4 ΜΕΡΟΣ 5
σαβαγιάρ savoyard είδος μπισκότων που χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική ως βάση για την παρασκευή γλυκισμάτων
σαβαρέν savarin είδος γλυκίσματος από αραιή ζύμη που, αφού ψηθεί στο φούρνο, διαποτίζεται με σιρόπ
σαβουάρ βιβρ savoir vivre κανόνες ευγενείας, καλή συμπεριφορά, καλοί τρόποι
σαγκουίνι sanguin είδος πορτοκαλιού με κοκκινωπό χρώμα
σαδισμός sadisme γενετήσια διαστροφή κατά την οποία προκαλείται διέγερση μόνο με την πρόκληση πόνου σε άλλο άτομο ή με τη θέα αίματος | νοσηρή ικανοποίηση που δίνει ο βασανισμός άλλου
σαδιστής/τρια sadiste ο κατεχόμενος από σαδισμό, που αισθάνεται ευχαρίστηση όταν βασανίζει
σακ βουαγιάζ sac de voyage τσάντα ταξιδιού
σακχαρίνη saccharine ζαχαρίνη
σαλέ chaletσπίτι από ξύλα στις ορεινές περιοχές της Ελβετίας | ορεινή εξοχική κατοικία
σαλμί salmis είδος σάλτσας που συνοδεύει, ιδ. φαγητά με κρέας κυνηγιού
σαμουά chamois κατεργασμένο δέρμα αγριοκάτσικου
σαμπάνια champagne αφρώδες κρασί που παράγεται στην Καμπανία, καμπανίτης οίνος
σαμπανιζέ champagnisé(για κρασί) αφρώδης
σαμπό sabot ξύλινο πέδιλο, τσόκαρο
σαμποτάζ sabotage επιβράδυνση ή παρακώλυση εργασιών | καταστροφή υλικού ή εγκαταστάσεων του εχθρού με κρυφές ενέργειες
σαμποτάρω saboter κάνω σαμποτάζ
σαμποτέρ saboteur αυτός που κάνει σαμποτάζ, δολιοφθορέας
σαμπουάν shampooing υγρό απορρυπαντικό σκεύασμα για τον καθαρισμό του τριχωτού της κεφαλής
σαμπρέλα chambre a air αεροθάλαμος τροχού αυτοκινήτου ή ποδηλάτου
σανσκριτικός sanskrit ο αναφερόμενος στην αρχαία ινδική γλώσσα | κλασική γλώσσα των αρχαίων Ινδών
σαντιγί chantilly είδος κρέμας
σαντούκ shantoung είδος μεταξωτού υφάσματος
σαντρέ cendré που έχει το χρώμα της στάχτης, σταχτής
σανφασόν sans facon χωρίς αυστηρή τήρηση των εθιμικών τύπων
σανφασονισμός συμπεριφορά που αγνοεί τους εθιμικούς τύπους
σαξ bleu de Saxe γαλαζοπράσινος
σαξοφωνίστας saxophoniste μουσικός που παίζει σαξόφωνο
σαξόφωνο saxophone είδος πνευστού μουσικού οργάνου
σάρπα écharpe εσάρπα, σάλι
σασί châssis πλαίσιο, περιθώριο | το μέρος του σκελετού αυτοκινήτου που στηρίζεται στους άξονες
σασμάν changement το κιβώτιο ταχυτήτων του αυτοκινήτου
σατέν satin είδος λεπτού και στιλπνού υφάσματος
σατινάρω satiner (για χαρτί, ύφασμα, φωτογραφία κτλ.) κάνω κάτι λείο και γυαλιστερό σαν το σατέν
σατινέ satinéγυαλιστερός
σατομπριάν Chateaubriand βοδινό φιλέτο στη σχάρα
σεβρόchevreau λεπτό και μαλακό δέρμα κατσικιού, με το οποίο κατασκευάζονται γάντια, παπούτσια κτλ
σεζλόνγκ chaise longue είδος πολυθρόνας
σεζόν saisonεποχή του έτους | το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ή διαρκεί κάτι
σεκάνς séquence σειρά πλάνων που αποτελούν μια σκηνή, μιαν αφηγηματική ή αισθητική ενότητα
σεμέν chemin εργόχειρο, κομμάτι υφάσματος κεντημένο που τοποθετείται πάνω σ’ ένα τραπέζι
σεμέν ντε φερ chemin de fer είδος χαρτοπαίγνιου
σενιάν saignant (για κρέας) ο ελαφρά ψημένος
σενσουαλισμός sensualisme αισθησιαρχία
σεξ sexe η γενετήσια ορμή | η γενετήσια πράξη
σεξισμός sexisme αντίληψη, νοοτροπία διακρίσεων εις βάρος κάποιου, με βάση το φύλο του | νοοτροπία, αντίληψη, συμπεριφορά που επιβάλλει διακρίσεις εις βάρος του γυναικείου φύλου | συμπεριφορά, συνθήκες ή πρακτικές που καλλιεργούν στερεότυπα κοινωνικών ρόλων, με βάση το φύλο
σεξιστής/τρια sexiste αυτός που ο τρόπος σκέψης και η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από σεξισμό
σεξουαλισμός sexualisme η γενετήσια ορμή
σέπαλο sépaleκαθένα από τα φυλλάρια που σχηματίζουν τον κάλυκα του άνθους
σεπαρέ séparéιδιαίτερος χώρος για οικείες συναντήσεις
σεπτέτο septuor μουσική σύνθεση για επτά όργανα ή επτά φωνές
σερβάντα servante έπιπλο τραπεζαρίας, ο μπουφές
σερβί servi χαρτοπαικτικός όρος που σημαίνει: «δεν αλλάζω χαρτί»
σερβιέτα serviette βιομηχανικό προϊόν, λωρίδα από απορροφητικό υλικό, που χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά την περίοδο της εμμηνορρυσίας
σερβίρω servir παραθέτω φαγητά ή ποτά | υπηρετώ πρόσωπα που γευματίζουν ή πίνουν
σερβίς service αθλητικός όρος που δηλώνει την πρώτη βολή της μπάλας, την πρώτη μπαλιά στα παιχνίδια του τένις, του βόλεϊ-μπολ, του πινγκ πονγκ
σερζ serge πυκνοϋφασμένο, μάλλινο ή μεταξωτό ύφασμα
σερί serie στη σειρά, συνέχεια
σερπαντίνα serpentin χρωματιστή χάρτινη κορδέλα τυλιγμένη σε κουλούρα
σεσουάρ séchoir όργανο κομμωτηρίου για το στέγνωμα των μαλλιών
σεφ chef αρχιμάγειρας ξενοδοχείου ή εστιατορίου
σιέλ ciel το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα
σικ chic κομψότητα, χάρη
σικέ chiqué προσποιητός, στημένος | αγώνας σικέ, που το αποτέλεσμά του έχει προσυμφωνηθεί
σικλαμέν cyclamen το χρώμα του κυκλάμινου
σιλανσιέ silencieux σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου
σιλό silo αποθήκη σιτηρών με μηχανικές εγκαταστάσεις για τη γρήγορη φόρτωση ή εκφόρτωση
σιλουέτα silhouette το περίγραμμα προσώπου ή πράγματος, σκιαγράφημα | οι γραμμές ενός σώματος στο σύνολό τους | κομψό γυναικείο σώμα
σιμούν simoun καυτός και ορμητικός άνεμος που πνέει στις ερήμους της Ασίας και Αφρικής
σινεμά cinéma ο κινηματογράφος
σινιέ signé (για προϊόν) που φέρει γνωστό και αναγνωρισμένο για την ποιότητά του εμπορικό έμβλημα, σήμα κατατεθέν
σινιόνchignon κότσος
σιρκουί circuit πίστα όπου διεξάγονται αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, ποδηλάτων | αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων, μοτοσικλετών, ποδηλάτων κατά τον οποίο εκτελείται κυκλική διαδρομή και ο τερματισμός γίνεται στο σημείο εκκίνησης
σιρόπι sirop πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης | φαρμακευτικό προϊόν σε μορφή ζαχαρούχου διαλύματος που πίνεται, σορόπι
σισπανσιόν suspension ύστημα εξαρτημάτων για την ελαστική σύνδεση του αμαξώματος ενός οχήματος στους άξονες των τροχών του
σιφονιέρα chiffonniere μικρό έπιπλο με συρτάρια για είδη ρουχισμού
σιωνισμός sionisme πολιτική κίνηση των Εβραίων για την εθνική τους αποκατάσταση στην Παλαιστίνη
σιωνιστής/τρια sioniste οπαδός του σιωνισμού
σκαμπίλι brusquembille δυνατό χαστούκι
σκαμπό escabeau σκαμνί
σκάφανδρο scaphandre αδιάβροχη στολή δύτη | ολόκληρη η καταδυτική συσκευή | στολή κοσμοναύτη
σκεπτικισμός scepticisme φιλοσοφικό σύστημα που αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης γενικά ισχυουσών αληθειών | αμφιβολία, δυσπιστία, απαισιοδοξία
σκι ski χιονοπέδιλο | χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα
σκιέρ skieurο αθλούμενος στο σκι
σοβιέτ sovietσυμβούλιο των αντιπροσώπων των εργαζομένων τάξεων ως όργανο εξουσίας στη μετεπαναστατική Ρωσία
σοβινισμός chauvinismeη φανατική εξύμνηση κάθε όψης της εθνικής ζωής και η υποτίμηση και καταπολέμηση κάθε ξένου στοιχείου, τυφλός εθνικισμός
σοβινιστής/τρια chauviniste οπαδός του σοβινισμού, φανατικός εθνικιστής
σοκ choc το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από μια βίαιη μεταβολή της κατάστασης του οργανισμού, π.χ. από τραυματισμό, απώλεια αίματος, έντονη συγκίνηση κτλ.
σοκάρω choquer ενοχλώ με απρεπή λόγο ή πράξη | σοκάρομαι, παθαίνω σοκ
σολιψισμός solipsisme φιλοσοφική θεωρία άκρατου υποκειμενισμού, κατά την οποία τίποτα δεν υπάρχει πέρα από την ατομική συνείδηση
σολφέζ solfége ανάγνωση μελωδίας με εκφώνηση των ονομάτων των διαφόρων φθογγοσημάτων | το σχετικό βιβλίο ασκήσεων
σομιέ(ς) sommier μετάλλινο πλέγμα όπου ακουμπά το στρώμα κρεβατιού
σομόνsaumon αυτός που έχει χρώμα που μοιάζει με το χρώμα της σάρκας του σολομού
σοσιαλισμόςιsocialisme κοινωνικοοικονομική θεωρία που αποβλέπει στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο
σοσιαλιστής/τρια socialiste οπαδός του σοσιαλισμού
σοσόνι chausson είδος παπουτσιού | μάλλινο πλεχτό καλτσάκι
σοτάρω sauterτσιγαρίζω φαγητό
σοτέ sauté φαγητό από κρέας ή λαχανικά ψημένα σε καυτό βούτυρο
σου chou ίδος μικρού γλυκίσματος, που συν. είναι γεμιστό με κρέμα
σουά σοβάζ soie sauvage είδος μεταξιού που προέρχεται από το νηματώδες υλικό που παράγουν ορισμένα είδη κάμπιας που αναπτύσσονται στην Ινδία, την Κίνα και την Ιαπωνία
σουαρέ soiréeεσπερίδα, βεγγέρα
σουβενίρ souvenir αναμνηστικό αντικείμενο, ενθύμιο
σουέτ suede κατεργασμένο δέρμα πολυτελείας, το καστόρι
σουίτα suite είδος μουσικής σύνθεσης για ορχήστρα | ιδιαίτερο διαμέρισμα σε ξενοδοχείο, πλοίο κτλ
σουκρούτ choucroute λεπτοκομμένο λάχανο διατηρημένο σε άρμη
σουμπλιμέ(ς) sublimé διχλωριούχος υδράργυρος, άχνη υδραργύρου
σουμπρέτα soubrette ρόλος υπηρέτριας ή ακολούθου σε οπερέτα και η ηθοποιός που υποδύεται τέτοιους ρόλους | γυναίκα πεταχτή, έξυπνο θηλυκό
σουξέ succesεπιτυχία, ιδ. σε θεατρική εμφάνιση | για τραγούδι, που έχει γίνει γνωστό σε πολυάριθμο κοινό, που το ακούνε με ευχαρίστηση πάρα πολλοί, επιτυχία | επιτυχία σε καλλιτεχνική παράσταση, ακρόαμα, θέαμα κτλ., κοσμική εμφάνιση
σουπέsouper μεταμεσονύκτιο δείπνο
σουρεαλισμός surréalisme υπερρεαλισμός
σουρεαλιστής/τρια surréaliste υπερρεαλιστής
σουτιέν soutien στηθόδεσμος
σουφλέ soufflé είδος φαγητού ή γλυκίσματος που φουσκώνει με το ψήσιμο
σουφραζέτα suffragette γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα ψήφου | φεμινίστρια
σοφάρω chauffer οδηγώ αυτοκίνητο
σοφέρ/ίνα chauffeur οδηγός αυτοκινήτου
σοφιστικέ sophistiqué ξεζητημένος, επιτηδευμένος | διανοουμενίστικος
σπεσιαλιτέ spécialité φαγητό ή γλύκισμα που παρασκευάζεται με ιδιαίτερο τρόπο
σπινθηρογράφημα scintigramme απεικόνιση σε φωτογραφική πλάκα των ραδιενεργών ακτίνων που εκπέμπουν όργανα του σώματος αφού εισαχθεί στον οργανισμό ραδιενεργός ουσία
σπληνογραφία splénographie ακτινολογική απεικόνιση της σπλήνας
σπληνομεγαλία splénomégalie διόγκωση ή υπερτροφία της σπλήνας
στατιστικός statistique ο αναφερόμενος στη συλλογή και κατάταξη διαφόρων φαινομένων του φυσικού κόσμου ή της κοινωνικής ζωής και τη συναγωγή σχετικών συμπερασμάτων που εκφράζονται συνήθως με αριθμούς
στερεογραφία stéréographie η αναπαράσταση των στερεών σωμάτων σε επίπεδη επιφάνεια με προβολή
στερεοσκόπιο stéréoscope οπτική συσκευή με την οποία, παρατηρώντας συγχρόνως δύο στερεογραφικές εικόνες του ίδιου αντικειμένου, έχει κανείς την εντύπωση ότι βλέπει το αντικείμενο ανάγλυφο
στερεότυποςstéréotype που έγινε με στερεοτυπία, στερεοτυπικός | ο εκτυπωμένος με στερεοτυπία
στερεοφωνία stéréophonie τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών
στερεοφωτογραφίαstéréophotographieταυτόχρονη λήψη δύο φωτογραφιών του ίδιου αντικειμένου για στερεοσκοπική χρήση
στερεοχημεία stéréochimie κλάδος της οργανικής χημείας που μελετά τα φαινόμενα των χημικών συνθέσεων στο χώρο
στερεοχρωμία stéréochromie τεχνική μέθοδος στερεώσεως των χρωμάτων στις τοιχογραφίες
στιλ style καλλιτεχνικός ρυθμός, τεχνοτροπία | λογοτεχνικό ύφος | χαρακτηριστικός τρόπος εμφάνισης, συμπεριφοράς κτλ. ατόμου
στιλίστας styliste συγγραφέας που διακρίνεται για το περίτεχνο ύφος του | αυτός που σχεδιάζει ενδύματα, σχεδιαστής μόδας | αυτός που ασχολείται με την επιλογή των ενδυμάτων για τα πρόσωπα δημοσίου θεάματος
στιλό stylo όργανο γραφής, στυλογράφος
στιλογράφοςstylographe όργανο γραφής με μελάνι
στιλογράφοςstylographe όργανο γραφής με μελάνι
στρατόσφαιρα stratosphereζώνη της γήινης ατμόσφαιρας, ανάμεσα στην τροπόσφαιρα και τη μεσόσφαιρα
στρεπτόκοκκος streptocoqueπαθογόνο μικρόβιο στο οποίο οφείλονται πολλές αρρώστιες του ανθρώπου
στριπτιζέζ strip-teaseuse αυτή που κάνει στριπτίζ, στριπτιζού
στρυχνίνη strychnine δηλητήριο που εξάγεται από το φυτό στρύχνος
συλφίδα sylphide νεράιδα της κελτικής μυθολογίας | ωραία, λυγερόκορμη γυναίκα
συναισθηματισμός sentimentalisme η κυριαρχία του συναισθήματος, η τάση ενός ανθρώπου να ενεργεί με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική
συνδικαλίζομαι syndical ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό
συνδικαλισμός συνδικαλισμός η κίνηση οργανώσεως των εργαζομένων για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους | η δράση που αναπτύσσουν τα μέλη συνδικάτου | θεωρία για τον πολιτικό και οικονομικό ρόλο των συνδικάτων
συνδικαλιστής/τρια syndicaliste ο ασχολούμενος με τον συνδικαλισμό | μέλος συνδικάτου
συνδικάτο syndicat ένωση εργαζομένων για την προάσπιση των κοινών επαγγελματικών τους συμφερόντων | ομάδα επιχειρηματιών που συνασπίζονται για την προώθηση των οικονομικών τους συμφερόντων
σχετικισμός relativisme φιλοσοφική θεωρία που δέχεται τη σχετικότητα της γνώσης και της αλήθειας
ταγέρ tailleur γυναικείο ένδυμα από φούστα και ζακέτα
ταινιοθήκη cinématheque οργανισμός που διαθέτει αρχείο κινηματογραφικών έργων ιδ. αυτών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (επιστημονικό, καλλιτεχνικό κτλ.)
τακτ tact λεπτότητα, διακριτικότητα στη συμπεριφορά
ταλκ talc είδος αντισηπτικής σκόνης
ταμπάtabac χρώμα καφέ, που μοιάζει με το χρώμα των αποξηραμένων φύλλων του καπνού
ταμπλ ντοτ table d’ hôte πλήρες γεύμα, που αποτελείται από διάφορα πιάτα και προσφέρεται σε καθορισμένη τιμή
ταμπλό tableau πίνακας ανακοινώσεων | πίνακας ζωγραφικής
ταμπλό βιβάν tableau vivant θέαμα που δημιουργείται από μια ομάδα προσώπων τα οποία παίρνουν τέτοιες θέσεις πάνω στη σκηνή, ώστε να αναπαράγουν ή να ανακαλούν στη μνήμη μια γνωστή ή ιστορική σκηνή
ταμπόν tampon πώμα, βούλωμα, τάπα | θήκη με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη για τις σφραγίδες
ταμπούρ(λ)οtambour μεταλλικό τύμπανο που περιστρέφεται μαζί με τον τροχό οχήματος και αποτελεί μέρος του συστήματος των φρένων
τανίνη tannin ονομασία οργανικών ενώσεων που απαντούν στο φλοιό, τα φύλλα, τους καρπούς, τις ρίζες πολλών φυτών, και χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία, τη χρώση υφασμάτων, την παραγωγή μελάνης, διαύγαση κρασιού, στη φαρμακευτική κτλ
ταξί taxi αγοραίο επιβατικό αυτοκίνητο
ταξίμετρο taximetre όργανο στα ταξί, όπου αναγράφεται το ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κάθε διαδρομή ανάλογα με την διανυθείσα απόσταση
τάπα tape πώμα, βούλωμα ιδ. από φελλό | ο πολύ κοντός άνθρωπος | στο μπάσκετ, κίνηση με την οποία ο αντίπαλος παίκτης σταματά την πορεία της μπάλας προς το καλάθι
ταπετσιέρης tapissier τεχνίτης ειδικός για ταπετσαρίες
ταπισερί tapisserie πέτασμα υφαντό που αναρτάται σε τοίχο και φέρει διάφορα σχέδια
τάρταtarte είδος γλυκίσματος από ζύμη που ψήνεται στο φούρνο, και περιέχει κρέμα και διάφορα φρούτα
ταρταρίνος tartarin ήρωας ανύπαρκτων κατορθωμάτων, ψευτοπαλικαράς
τατουάζ tatouage η χάραξη διαφόρων ανεξίτηλων σχεδίων πάνω στο ανθρώπινο δέρμα, δερματοστιξία
τελεσιέζ télésiege μέσο εναέριας μεταφοράς προσώπων, που αποτελείται από μία σειρά καθισμάτων, κρεμασμένων από ένα συρματόσκοινο πάνω στο οποίο μετακινούνται
τελεφερίκ télépheriqueεναέριο μεταφορικό μέσο αποτελούμενο από θαλαμίσκο που μετακινείται πάνω σε καλώδια
τέρα terre οικογένεια φυσικών μεταλλικών χρωστικών που λαμβάνονται από πετρώματα, έχουν τόνο γενικώς λιγότερο ζωντανό απ’ αυτόν των συνθετικών χρωστικών, και αποτελούνται συν. από οξείδια του σιδήρου που στερεώνονται με αργιλικά ορυκτά
τερμίτης termite είδος εντόμου που είναι γνωστό και ως άσπρο μυρμήγκι, ανήκει στην τάξη των ισοπτέρων, απαντάται σε θερμές περιοχές, τρέφεται κυρίως με ξύλο και ζει σε κοινωνίες
τερορισμός terrorisme τρομοκρατία
τετατέτ tête a tête συνέντευξη, συνομιλία, κατ’ ιδίαν, δύο ατόμων
τηλε- télé- πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, που δίνει σ’ αυτές την έννοια του πολύ μακριά· σ’ ορισμένα σύνθ. το β΄ συνθετ. αναφέρεται στην τηλεόραση
τηλεγραφία télégraphie σύστημα τηλεπικοινωνίας για τη μεταβίβαση πληροφοριών από απόσταση με τις κατάλληλες μεθόδους και συσκευές
τηλέγραφος télégraphe σύστημα επικοινωνίας εξ αποστάσεως και το σύνολο των σχετικών μηχανικών μέσων
τηλεκάρτα télécarte ειδική μαγνητική κάρτα που χρησιμοποιεί κάποιος για να μπορεί να τηλεφωνήσει από καρτοτηλέφωνο
τηλεόραση télévision η μεταβίβαση, σε μακρινές αποστάσεις, εικόνων ή σκηνών με ηλεκτρικά μέσα | ειδική συσκευή, δέκτης όπου προβάλλονται οι μεταβιβαζόμενες εικόνες | η υπηρεσία των τηλεοπτικών προγραμμάτων | πρόγραμμα τηλεοράσεως
τηλεπάθεια télépathie παραψυχολογικό φαινόμενο επικοινωνίας ατόμων χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων
τηλεπληροφορική téléinformatique συνδυασμός των τεχνικών και μεθόδων πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών για μεταβίβαση πληροφοριών από απόσταση
τηλεσκόπιο téléscope οπτικό όργανο με ισχυρούς φακούς για την παρατήρηση ουράνιων σωμάτων ή μακρινών αντικειμένων
τηλέφωνο téléphone συσκευή για τη μεταβίβαση της φωνής σε μακρινές αποστάσεις
τικ tic μυϊκός σπασμός του προσώπου, που επαναλαμβάνεται κατά διαστήματα
τιράζ tirage ο αριθμός των εκτυπούμενων αντιτύπων εντύπου
τιρκουάζ turquoise ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του χαλκού και του αργιλίου, με χρώμα ανοιχτό μπλε ή πράσινο, που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος | έντονο ανοιχτό μπλε χρώμα |
τιρμπουσόν tire-bouchon εργαλείο για το ξεβούλωμα μπουκαλιών, εκπώμαστρον
τονάζ tonnage η χωρητικότητα των πλοίων
τόνος tonneμέτρο βάρους ίσο με 1.000 κιλά | μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος
τοξικομανία toxicomanie η τακτική χρήση ναρκωτικών ουσιών που προκαλούν σωματική και ψυχική εξάρτηση
τοξίνηtoxineτοξική ουσία που προέρχεται από ζωντανό οργανισμό (βακτήρια, μύκητες, αρθρόποδα, ερπετά κτλ.) και μπορεί να προκαλέσει παθολογικές καταστάσεις
τορπίλα torpille υποβρύχιο αυτοκινούμενο βλήμα που ανατινάζει ό,τι χτυπήσει | υποβρύχια νάρκη, τορπίλη
τορπιλοπλάνο τορπίλη + planer αεροπλάνο που ρίχνει τορπίλες σε θαλάσσιους στόχους
τοτέμ totemζώο, φυτό, αντικείμενο ή φυσικό φαινόμενο που θεωρείται, από πρωτόγονους λαούς, ότι συγγενεύει μυστηριακά με άτομο ή άτομα, τα οποία και προστατεύει
τοτεμισμός totémisme η πίστη στα τοτέμ, η λατρεία των τοτέμ
τουαλέτα toilette έπιπλο όπου τοποθετούνται αντικείμενα καλλωπισμού | σωματική περιποίηση | η πολυτελής ενδυμασία των γυναικών | λουτρό, αποχωρητήριο
τούγια thuya είδος κυπαρισσιού
τούλι tulle ύφασμα αραχνοΰφαντο
τούνελ tunnel η σήραγγα
τουπέtoupet αλαζονική στάση ή εμφάνιση | θράσος, αναίδεια
τουρμπάνι turban λευκό λεπτό ύφασμα για περιτύλιξη του κεφαλιού
τουρμπίνα turbine μηχανή για την εκμετάλλευση της κινητήριας δύναμης του νερού, ατμού ή αερίου, στρόβιλος
τουρνέ tournée εριοδεία, ιδ. θιάσου
τουρνικέ tourniquet συσκευή που τίθεται σε περιστροφική κίνηση από δύναμη αντιδράσεως
τουρνουά tournoi διεξαγωγή αθλητικών αγώνων ορισμένου αθλήματος σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο
τούρτα tourteίδος γλυκίσματος σε μεγάλο κυκλικό συνήθ. μέγεθος
τραβεστί travesti ομοφυλόφιλος που ντύνεται με γυναικεία ρούχα
τραγικωμωδία tragicomédie θεατρικό είδος που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη τραγικών και κωμικών στοιχείων
τρακ trac φόβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν εμφανίζεται σε πολύ κόσμο ή όταν πρόκειται να κριθεί ή να έρθει σε επαφή με κάτι πρωτόγνωρο
τρακτέρ tracteur όχημα που ρυμουλκεί γεωργικά μηχανήματα, που δίνει κίνηση σε καλλιεργητικές ή αλωνιστικές μηχανές, ελκυστήρας
τραλαλά tralala επιφώνημα χαράς
τραμ tram όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές, τροχιόδρομος
τρανς tranche το κρέας που βρίσκεται στην εσωτερική πλευρά του μηρού των βοοειδών
τραντές entre-deux δαντέλα που παρεμβάλλεται σε ύφασμα
τραπιστής trappiste μέλος τάγματος καθολικών μοναχών, που ιδρύθηκε στη Γαλλία το 1661, και στο οποίο ίσχυαν αυστηροί κανόνες σιωπής
τραχειίτιδα trachéite φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας
τραχειοβρογχικός τραχειοβρογχικός αναφερόμενος στην τραχεία και τους βρόγχους
τραχειοβρογχίτιδα trachéobronchite φλεγμονή της τραχείας και των βρόγχων
τραχειοσκόπηση trachéoscopie εξέταση της τραχείας με το λαρυγγοσκόπιο
τραχειοτομή trachéotomie τραχειοτομία, χειρουργική διάνοιξη της τραχείας για διευκόλυνση της αναπνοής
τρενάρω traîner παρατείνω, καθυστερώ
τρένο train σιδηρόδρομος, αμαξοστοιχία, τραίνο
τρέσαtresseταινιωτό πλέγμα
τριγωνομετρία trigonométrie το μέρος των μαθηματικών που ασχολείται με τον υπολογισμό των άγνωστων στοιχείων τριγώνου από άλλα γνωστά στοιχεία
τρικ truc τέχνασμα, κόλπο, τρόπος σκηνοθεσίας που αποδίδει παραπλανητικά την πραγματικότητα
τρικό tricot πλεχτό ρούχο ή ύφασμα
τριολέτο trioletτρίηχο, ομάδα τριών φθογγοσήμων που εκτελούνται ισόχρονα με δύο φθογγόσημα της ίδιας αξίας
τροβαδούρος troubadour περιπλανώμενος ραψωδός του μεσαίωνα | τραγουδιστής
τροτέζα trotteuse γυναίκα του πεζοδρομίου, πόρνη
τρουακάρ trois quarts (τρία τέταρτα) για ένδυμα που το μήκος του φτάνει περίπου μέχρι το μέσον του μηρού· για κάλτσες, που φτάνουν μέχρι το γόνατο
τρούφα truffe είδος γλυκίσματος από σοκολάτα
τσαπέλα chapelet αρμαθιά με ξερά σύκα
τσιντσιλά chinchilla τρωκτικό της Ν. Αμερικής που το δέρμα του δίνει εξαιρετικής ποιότητας γουναρικό
τσιτάτο citation παράθεση χωρίου, φράσης συγγραφέα ή σημαίνοντος προσώπου
τυπογραφία typographie η τέχνη, το επάγγελμα του τυπογράφου | οι μέθοδοι και τα τεχνικά μέσα της εκτυπώσεως βιβλίων, εφημερίδων κτλ.
τυπογράφος typographe ιδιοκτήτης ή εργάτης τυπογραφείου
υβρίδιο hybride το αποτέλεσμα της διασταύρωσης ανάμεσα σε γενετικά ανόμοια ζώα ή φυτά | λέξη σύνθετη της οποίας τα συνθετικά μέρη προέρχονται από διαφορετικές γλώσσες (π.χ. υπερρεαλισμός) | οτιδήποτε αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία διαφορετικής φύσης, από δύο ή περισσότερα γένη, ρυθμούς, σύνολα κτλ. | ως χαρακτηρισμός για σύγγραμμα ή λογοτεχνικό έργο στο οποίο συμφύρονται ετερογενή στοιχεία
υδατοδιαλυτός hydrosoluble αυτός που μπορεί να διαλυθεί στο νερό
υδρογεωλογία hydrogéologie τμήμα της γεωλογίας που ασχολείται με την ανεύρεση και άντληση υπόγειων νερών
υδρογραφία hydrographie κλάδος της γεωφυσικής που μελετά την υδρόσφαιρα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες) και τη μορφολογία της
υδροθεραπεία hydrothérapie η χρησιμοποίηση κοινού ή μεταλλικού νερού για θεραπευτικούς σκοπούς
υδροκεφαλία hydrocéphalie συγκέντρωση ορώδους υγρού στο κεφάλι που προκαλεί παραμόρφωση του κρανίου και παρεμποδίζει τη διανοητική ανάπτυξη
υδροκλιματολογία hydroclimatologie εξέταση της επίδρασης των μεταλλικών ή θερμών νερών, σε συνδυασμό με το κλίμα, επί των οργανισμών και η χρησιμοποίησή τους για θεραπεία διαφόρων παθήσεων
υδρολογία hydrologie επιστήμη που μελετά τις μηχανικές, φυσικές και χημικές ιδιότητες των υδάτων | η μελέτη των θεραπευτικών ιδιοτήτων των μεταλλικών νερών
υδρομασάζ υδρο+massage μασάζ που ασκεί στο σώμα το νερό που πέφτει υπό πίεση
υδροπλάνο hydroplane τύπος αεροπλάνου με πλωτήρες αντί τροχών, ώστε να προσθαλασσώνεται και να αποθαλασσώνεται
υδροστατικός hydrostatique ο σχετικός με την ισορροπία των υγρών και την ασκούμενη απ’ αυτά πίεση στα τοιχώματα των δοχείων που τα περιέχει
υπαρξισμός existentialisme σύγχρονη φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία ο άνθρωπος δεν αποτελεί μέρος ενός μεταφυσικού σχεδίου, αλλά ιδιάζουσα οντότητα, και πρέπει ως άτομο να δημιουργεί τη δική του ύπαρξη ανάλογα με τις συνθήκες και το περιβάλλον του
υπερίτης ypérite χημικό αέριο δηλητηριώδες
υπεριώδης ultra-violet ο πέρα από το ιώδες χρώμα του φωτεινού φάσματος | η λ. για να χαρακτηρίσει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με μήκη κύματος μικρότερα απ’ αυτό των ορατών φωτεινών ακτινοβολιών και μεγαλύτερα από των ακτίνων Χ
υπερρεαλισμός surréalisme λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα του 20ού αιώνα που βασίστηκε στη φροϊδική θεωρία και επιδίωξε την έκφραση του υποσυνείδητου κόσμου, χωρίς λογικό έλεγχο, χωρίς ηθικούς και αισθητικούς περιορισμούς
υπερρεαλιστής/τρια surréaliste οπαδός του υπερρεαλισμού
υπνωτίζω hypnotiser αποκοιμίζω κάποιον με τεχνητά μέσα, προκαλώ ύπνωση
υπνωτισμός hypnotisme το σύνολο των φαινομένων που χαρακτηρίζουν τον τεχνητό ύπνο | το σύνολο των τεχνικών για την πρόκληση ύπνωσης
υποβιταμίνωση hypoavitaminose ελαφριά μορφή αβιταμινώσεως που οφείλεται στην ανεπαρκή λήψη μιας ή περισσοτέρων βιταμινών
υποθάλαμος hypothalamus τμήμα του εγκεφάλου
υπόκοσμος demi-mondeτο σύνολο των προσώπων που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας, έξω από τους ηθικούς νόμους
υποχλωρυδρία hypochlorhydrie μείωση της οξύτητας του γαστρικού υγρού του στομάχου
υστερία hystérie νεύρωση που εκδηλώνεται με διάφορα μόνιμα χαρακτηριστικά ή με περιοδικές διαταραχές της κίνησης, της σκέψης ή ευαισθησίας, χωρίς οργανικές αλλοιώσεις
υψηλή ραπτική haute couture η κατασκευή ενδυμάτων από τους γνωστούς σχεδιαστές
φαβορί favori αυτός που σε διαγωνισμό συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας | το πρώτο άλογο στις ιπποδρομίες
φαβορίτα favoris τα γένια στα πλάγια του προσώπου, παραγναθίδες
φαβοριτισμός favoritisme η χαριστική μεταχείριση ευνοουμένου σε κρατικές υπηρεσίες, ευνοιοκρατία
φαβορίτος favorite ο ευνοούμενος
φαγιάνς(α) φαγιάνς σκεύος ή κομψοτέχνημα από πορσελάνη, κατασκευασμένο σύμφωνα με την τέχνη της φαγιάνς, με στιλπνή ζωγραφισμένη επιφάνεια ή ανάγλυφη σμαλτωμένη διακόσμηση | πιατέλα
φανατισμός fanatisme υπερβολική αφοσίωση σε ιδέες, αντιλήψεις κτλ., που εξωθεί στον παραλογισμό και στην έχθρα προς τους αντιφρονούντες
φαντασιακός fantasmatique ο αναφερόμενος στη φαντασία, που αναπτύσσεται στη φαντασία
φαντασμαγορία fantasmagorie η δημιουργία φανταστικών παραστάσεων με οπτικά τεχνάσματα | σκηνική δημιουργία όπου κυριαρχεί το φανταστικό και θεαματικό στοιχείο | καθετί το εντυπωσιακά θεαματικό
φαντεζί fantaisie φανταχτερός, χτυπητός
φαντομάς fantôme αόρατος κακοποιός
φαρμακογνωσία pharmacognosie η επιστήμη που ερευνά τις ιδιότητες των φαρμακευτικών ουσιών
φαρμακολογία pharmacologie η επιστήμη που μελετά τη χρήση, τα αποτελέσματα και τους τρόπους δράσης των φαρμάκων
φαρσέρ farceur που του αρέσει να σκαρώνει φάρσες σε βάρος άλλων
φαρυγγίτιδαpharyngite φλεγμονή των τοιχωμάτων του φάρυγγα
φαρυγγολαρυγγίτιδα pharyngolaryngite φαρυγγίτιδα με επιπλοκή λαρυγγίτιδας
φαρυγγοτομία pharyngotomie χειρουργική διάνοιξη του φάρυγγα
φασαμέν face a main ματογυάλια με μικρή λαβή
φασίζω fasciser είμαι ή γίνομαι φασίστας, έχω φασιστικές αντιλήψεις
φασματοσκόπιο spectroscopeόργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές
φασόν facon η αρχική δημιουργία, πρότυπο, μοντέλο, βάσει του οποίου κατασκευάζεται μια σειρά ενδυμάτων· κατ’ επέκταση πρότυπο, μοντέλο για κάθε προϊόν | μέρος της διαδικασίας παραγωγής ενός προϊόντος κατά το οποίο η εταιρεία παραγωγής του προϊόντος διαθέτει τα υλικά κατασκευής, και αναθέτει σε άλλους, άτομα ή εταιρείες, ορισμένα στάδια της παραγωγής του προϊόντος ή και ολόκληρη την παραγωγή του προϊόντος
φαταλισμός fatalisme η μοιρολατρία
φαταλιστής/τρια fataliste ο μοιρολάτρης
φέιγβολάν feuille volante διαφημιστικό έντυπο που μοιράζεται ή σκορπίζεται στους δρόμους
φεμινισμός féminisme κίνημα που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άνδρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής
φεμινιστής/τρια féministe οπαδός του φεμινισμού
φερμουάρ fermoir είδος που αποτελείται από δύο ταινίες υφάσματος με μεταλλικές ή πλαστικές οδοντώσεις, και ράβεται κατά μήκος σε δυο κομμάτια ενδύματος, τσάντας, βαλίτσας κτλ. για το ανοιγοκλείσιμό τους
φερφορζέ fer forgé έπιπλα για βεράντες, κήπους που είναι κατασκευασμένα από σίδερο
φεστιβάλ festival πανηγυρική καλλιτεχνική εκδήλωση ή σειρά εκδηλώσεων
φεστόνι festonείδος κεντήματος | γλυπτή διακόσμηση που παριστάνει γιρλάντα από φύλλα ή καρπούς
φετίχ fétiche αντικείμενο ή ζώο που λατρεύουν διάφοροι πρωτόγονοι λαοί και του αποδίδουν μαγική ή υπερφυσική δύναμη | αντικείμενο που θεωρείται ότι φέρνει τύχη στον κάτοχό του | οτιδήποτε είναι αντικείμενο άκριτης λατρείας και θαυμασμού | αντικείμενο που διεγείρει σεξουαλικά τον φετιχιστή
φετιχισμός fétichisme η λατρεία των φετίχ | υπερβολικός θαυμασμός, που φτάνει στο επίπεδο της άκριτης λατρείας, για πρόσωπο ή πράγμα | σεξουαλική απόκλιση κατά την οποία η σεξουαλική διέγερση προκαλείται με το άγγιγμα ή και την απλή θέα αντικειμένων που, φυσιολογικά, στερούνται ερωτικής σημασίας
φετιχιστής/τρια fétichiste λάτρης των φετίχ | δεισιδαίμων | που πάσχει από φετιχισμό
φθόριο phthore αέριο με χρώμα κιτρινοπράσινο
φιλέ(ς) filet διχτυωτό πλέγμα για συγκράτηση των γυναικείων μαλλιών | δικτυωτό πλέγμα για κατασκευή παραπετασμάτων | (τυπογρ.) μικρή διαχωριστική γραμμή σε έντυπο | το δίχτυ που χωρίζει το γήπεδο και τις αντίπαλες ομάδες του βόλεϊ μπολ, του τένις κτλ. | δικτυωτός σάκος με λαβή για να μεταφέρονται τα ψώνια
φιλελληνισμός philhellénisme η αγάπη για την Ελλάδα και τους Έλληνες | ιδεολογική και πολιτική κίνηση που αναπτύχθηκε σε ξένες χώρες για την ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας
φιλιγκράν filigrane διάτρητο δικτυωτό κόσμημα ή τεχνούργημα από λεπτά φύλλα ή σύρματα χρυσού ή αργύρου | υδατόσημο
φιλμ νουάρ film noir είδος κινηματογραφικής ταινίας, συν. ασπρόμαυρης, με θέμα αστυνομικό, κυνικούς χαρακτήρες, απειλητική ατμόσφαιρα και υποβλητική μουσική
φιμέ fumé αυτός που έχει γκρίζο χρώμα, σαν τον καπνό
φιναλίστ finaliste αυτός που έχει προκριθεί σ’ έναν τελικό αγώνα, διαγωνισμό κτλ. μιας διοργάνωσης
φιξ fixe ορισμένος
φις fiche ρευματολήπτης
φλεβίτιδα phlébite φλεγμονή του τοιχώματος των φλεβών
φλος flocheγια νήμα, που έχει κατασκευαστεί με ελαφρό στρίψιμο, ο ελαφρά συνεστραμμένος.
φλοτέρ flotteur ο πλωτήρας | συσκευή που κλείνει την παροχή νερού σε υδαταποθήκη και εμποδίζει το ξεχείλισμα
φλου flou αυτός που δεν έχει σταθερή φόρμα
φο μπιζού faux bijou ψεύτικο κόσμημα, που, στην πραγματικότητα, δεν αποτελείται από το υλικό που φαίνεται ότι αποτελείται, που είναι απομίμηση χρυσού, διαμαντιών κτλ
φοβίαphobie παθολογικός αγχώδης και παράλογος φόβος για αντικείμενα, ενέργειες, καταστάσεις ή ιδέες | φόβος
φοβισμός fauvisme καλλιτεχνικό κίνημα ζωγράφων (τέλη 19ου αι. – 1907 Ματίς, Μπρακ, Βαν Ντόγκεν κ.ά.) οι οποίοι αντιδρώντας στην εμπρεσιονιστική ανάλυση διαγράφουν, συχνά, το περίγραμμα των αντικειμένων με μαύρη γραμμή και παραθέτουν καθαρούς χρωματικούς τόνους
φοβιστής fauviste για ζωγράφο, οπαδός, που ακολουθεί τις αρχές του φοβισμού
φονξιοναλισμός fonctionnalisme λειτουργισμός
φονταμενταλισμός fondamentalisme κίνημα του προτεσταντισμού που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αι. στις ΗΠΑ, και υποστήριζε την αυστηρή και κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής ως θεμέλιο της χριστιανικής ζωής και διδασκαλίας | θρησκευτική τάση και αντίληψη συντηρητική και αντιδραστική, που αρνείται κάθε νεοτερισμό στη θρησκεία
φονταμενταλιστής/τρια fondamentaliste οπαδός του φονταμενταλισμού, ο φανατικά προσηλωμένος στην κατά γράμμα ερμηνεία κειμένων στα οποία στηρίζονται τα δόγματα μιας θρησκείας | ο φανατικά προσκολλημένος σε αρχές κίνησης, δόγματος, κόμματος κτλ., που αρνείται κάθε απόκλιση από ένα πλαίσιο αρχών και θέσεων, και απορρίπτει κάθε νεοτερισμό
φοντάν fondant είδος ζαχαρόπηκτου γλυκίσματος
φοξ τεριέ fox-terrier είδος κυνηγετικού σκυλιού
φορμαλισμός formalisme τάση που στηρίζεται στην άποψη ότι η μορφή και η τεχνική είναι το μέσο και ο σκοπός της καλλιτεχνικής δημιουργίας | σχολαστική προσήλωση στους εξωτερικούς τύπους, στους κανόνες της κοινωνικής, θρησκευτικής κτλ. ζωής | άποψη, αρχή κατά την οποία οι ενέργειες οφείλουν να γίνονται σύμφωνα μ’ ορισμένους τύπους
φορμαλιστής/τρια formaliste οπαδός του φορμαλισμού, ιδιαίτερα ο καλλιτέχνης που φροντίζει περισσότερο τη μορφή από το περιεχόμενο, την ουσία του έργου
φουαγιέ foyer αίθουσα θεάτρου, συνήθ. με κυλικείο, όπου μπορούν να παραμένουν οι θεατές στα διαλείμματα των παραστάσεων
φουάγκρα foie gras ορεκτικό έδεσμα από συκώτι χήνας
φουλάρι foulard είδος μεταξωτού υφάσματος | μαντίλι από μεταξωτό ή άλλο ύφασμα
φουνξιοναλισμός fonctionnalisme λειτουργισμός
φουρό fourreau γυναικείο μεσοφόρι
φουτουρισμός futurisme λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που πρωτοεμφανίστηκε κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα στην Ιταλία και που επιδίωξε να εκφράσει με μοντέρνα μέσα τον δυναμισμό της σύγχρονης ζωής
φουτουριστής/τριαfuturiste οπαδός του φουτουρισμού
φράκο frac επίσημο ανδρικό ένδυμα
φραμπαλάς falbala φαρδιά πτύχωση στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος
φραμπουάζ framboise στρογγυλό κόκκινο βατόμουρο, καρπός της σμεουριάς, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, το σμέουρο
φραξιονισμός fractionnisme η ύπαρξη και δράση φράξιας
φραξιονιστής/τρια fractionnisteμέλος φράξιας
φραπέ frappé καφές που παρασκευάζεται με κρύο νερό και χτυπώντας το μείγμα αυτό για να σχηματισθεί αφρός
φρέζαfreesia γένος καλλωπιστικών φυτών, με εύοσμα και με έντονα χρώματα άνθη, φρέζια
φρένοfrein μηχανισμός που μειώνει την ταχύτητα κινούμενου τροχού ή τον ακινητοποιεί, τροχοπέδη | καθετί που ανακόπτει την κίνηση
φρίζα frise η ζωφόρος
φριζάρω friser πλέκω σε βοστρύχους, κατσαρώνω τα μαλλιά
φρικασέ fricassée είδος φαγητού με κρέας, λαχανικά και αβγολέμονο
φριτέζα friteuse μαγειρικό σκεύος για τηγάνισμα
φρου φρου froufrou ο ελαφρός ήχος από το φόρεμα γυναίκας στο βάδισμά της | φραμπαλάς | γρήγορα
φρουί γ(κ)λασέ fruit glacé ζαχαρωτό από φρούτα
φυγοκέντριση centrifugation ο διαχωρισμός των συστατικών ενός μείγματος με τη χρήση μηχανής που υποβάλλει το μείγμα σε ταχεία περιστροφική κίνηση
φυγόκεντροςcentrifuge που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο
φυλλοξέρα phylloxéra έντομο που καταστρέφει τα φύλλα των φυτών, και ιδ. του αμπελιού | η αρρώστια του αμπελιού που προκαλείται από το παρασιτικό αυτό έντομο
φυσικοχημεία physicochimie εφαρμογή των φυσικών θεωριών και μεθόδων στη μελέτη των χημικών φαινομένων
φυτολογία phytologie κλάδος της βιολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των φυτών
φωνογράφοςphonographe συσκευή για την εγγραφή και αναπαραγωγή ήχων, το γραμμόφωνο, φωνόγραφος
φωνομετρία phonométrie η μέτρηση της εντάσεως των ήχων και της φωνής
φωνόμετρο phonometre όργανο για τη μέτρηση της οξύτητας της φωνής
φωσφόρος phosphore αμέταλλο στοιχείο κίτρινου χρώματος, εύφλεκτο, που φέγγει στο σκοτάδι
φωταέριο gaz d’éclairage εύφλεκτο αέριο που παράγεται από απόσταξη γαιανθράκων, και χρησιμεύει για φωτισμό και θέρμανση, το γκάζι
φωτοβιολογία photobiologie κλάδος της βιολογίας που μελετά τις επιδράσεις του φωτός στους ζωντανούς οργανισμούς
φωτογραφίαphotographie η τέχνη της παραγωγής μόνιμων εικόνων με την επίδραση του φωτός σε χημικά παρασκευασμένη επιφάνεια | η εικόνα που παίρνεται μ’ αυτόν τον τρόπο
φωτογράφοςphotographeπρόσωπο που έχει ως επάγγελμα τη λήψη φωτογραφιών
φωτοευαισθησία photosensibilité η ευπάθεια που δείχνουν ορισμένα σώματα στο φως
φωτοευαίσθητος photosensible αυτός που είναι ευαίσθητος, ευπαθής, που υφίσταται αλλοιώσεις όταν εκτεθεί σε φωτεινή ακτινοβολία
φωτοηλεκτρικός photoélectrique ο σχετικός με το ηλεκτρικό φως
φωτομετρία photométrieκλάδος της οπτικής που μελετά τα μεγέθη τα σχετικά με το φως
φωτόμετρο photometre συσκευή που μετρά την ένταση του φωτός που εκπέμπεται από ορισμένη πηγή
φωτομοντάζ photomontage ύνθετη εικόνα από διάφορες φωτογραφικές παραστάσεις | η μέθοδος συνθέσεως εικόνων από φωτογραφίες
φωτορομάντζο photoromanλαϊκό ρομάντζο, ερωτική ιστορία που δημοσιεύεται σε εικόνες με λεζάντα
φωτοτηλεγραφία phototélégraphie αποστολή και λήψη φωτογραφιών, ακτινογραφιών κτλ., με φωτοηλεκτρικά μέσα
φωτοτυπία phototypie μέθοδος παραγωγής αντιγράφων με φωτογραφικά μέσα | το φωτοαντίγραφο
φωτοχημεία photochimieη επιστήμη των χημικών αντιδράσεων που παράγονται με την επίδραση του φωτός
χακί kaki ύφασμα σταχτί προς το πράσινο ή κίτρινο, που χρησιμοποιείται για στρατιωτικές στολές
χαλκογραφία chalcographie η χαρακτική σε χαλκό | χαλκογράφημα, γκραβούρα | χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο με ποικίλες τεχνικές μεθόδους
χαμίνιgaminπαιδί του δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι
χημειοθεραπεία chimiothérapie μέθοδος θεραπείας με χημικές ουσίες, με φάρμακα
χημειοσύνθεση chimiosynthese παραγωγή οργανικών ουσιών υπό την επήρεια μιας πηγής χημικής ενέργειας
χημειοτακτισμός chimiotactisme η μετακίνηση μικροοργανισμών προς ή από μια χημική ουσία
χιλιόγραμμο kilogramme μονάδα βάρους ίση με χίλια γραμμάρια, το κιλό
χιλιογραμμόμετρο kilogrammetre μονάδα μετρήσεως ενέργειας ίση με όση απαιτείται για να ανυψωθεί μάζα ενός χιλιογράμμου σε ύψος ενός μέτρου υπό σταθερή βαρύτητα
χιλιόμετρο kilometre μονάδα μήκους ίση με χίλια μέτρα
χιουμορίστας humoriste που μιλά ή γράφει με χιούμορ| ο ευθυμογράφος, χιουμοριστής
χλωροφόρμιο chloroformeάχρωμο υγρό με ιδιάζουσα οσμή, που χρησιμοποιείται ως αναισθητικό σε εγχειρήσεις
χλωροφύλλη chlorophylleχρωστική ουσία των πράσινων μερών του φυτού, που έχει την ικανότητα να μετατρέπει την ηλιακή ενέργεια σε χημική
χοληστερίνη cholestérine λιπώδης ουσία που απαντά στους ιστούς και στο πλάσμα του αίματος ενός ζωντανού οργανισμού
χολοκυστεκτομή cholécystectomie χειρουργική αφαίρεση της χοληδόχου κύστης
χολοκυστίτιδα cholécystite φλεγμονή της χοληδόχου κύστεως
χολοκυστογραφία cholécystographie ακτινογραφία της χοληδόχου κύστεως
χροναξία chronaxie χρόνος που απαιτείται για τη διέγερση νευρικής ή μυϊκής ίνας, από ηλεκτρικό ερεθισμό με τάση διπλάσια από τη μικρότερη που προκαλεί διέγερση
χρωμολιθογραφία chromolithographie εκτύπωση πολύχρωμων εντύπων από λιθογραφικές πλάκες, έγχρωμη λιθογραφία
ψευδάρθρωση pseudarthrose ψευδής άρθρωση, συμπτωματική ένωση των δύο άκρων ενός κατάγματος που δεν έχει σταθεροποιηθεί καλά
ψυχασθένεια psychasthénie νεύρωση που χαρακτηρίζεται από άγχος, κατάθλιψη, ορισμένο αριθμό αναστολών και φοβίες
ψυχιατρική psychiatrie κλάδος της ιατρικής που μελετά τις ψυχικές παθήσεις και τους τρόπους της θεραπείας τους
ψυχίατρος psychiatre γιατρός ειδικός στη διάγνωση και τη θεραπεία των ψυχασθενειών
ψυχοαναληπτικός psychoanaleptique που επιδρά και διεγείρει τις εγκεφαλικές λειτουργίες
ψυχογένεση psychogenese η μελέτη της αρχής και της εξέλιξης των ψυχικών λειτουργιών | η μελέτη των φυσικών αιτίων που μπορεί να θεωρηθούν ύποπτα για την εμφάνιση μιας διαταραχής
ψυχοθεραπεία psychothérapie το σύνολο των θεραπευτικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων
ψυχοκινητικός psychomoteur αναφερόμενος στις κινητικές και ψυχικές λειτουργίες
ψυχοκοινωνιολογίαpsychosociologie μελέτη των κοινωνικών διαδικασιών, με τις οποίες διαμορφώνεται η προσωπικότητα του ατόμου, αναπτύσσονται οι προσωπικές σχέσεις, καθιερώνεται η συλλογική συμπεριφορά κτλ
ψυχοληπτικός psycholeptique (για φάρμακο ή ουσία) που ασκεί κατευναστική επίδραση στον ψυχισμό
ψυχολογία psychologie επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών του ανθρώπου | βιβλίο, σύγγραμμα που πραγματεύεται σχετικά θέματα
ψυχομετρία psychométrie η διαδικασία της μέτρησης, με τη χρήση δοκιμασιών (τεστ), των νοητικών ικανοτήτων και των στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια προσωπικότητα, καθώς και τη διάρκεια και ένταση νοητικών καταστάσεων ή διαδικασιών
ψυχονεύρωση psychonévrose ψυχική διαταραχή κατά την οποία κυριαρχούν στην προσωπικότητα αισθήματα άγχους, έμμονες ιδέες, ψυχαναγκασμοί, χωρίς να υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις ασθενείας
ψυχοπάθεια psychopathieκατάσταση ατόμου χαρακτηριζόμενη από το ακαταλόγιστο των ενεργειών, αντικοινωνική ή επιθετική συμπεριφορά, ανικανότητα σύναψης φυσιολογικών σχέσεων με τους άλλους
ψυχοπαθολογία psychopathologie κλάδος της ψυχιατρικής που μελετά τις ψυχολογικές διαταραχές, την προέλευση και τη θεραπεία τους
ψυχοπαιδαγωγικόςpsychopedagogiqueαναφερόμενος στην ψυχολογία και την παιδαγωγική
ψυχοτεχνικός psychotechnique που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα των ψυχικών φαινομένων με τεχνικά μέσα | το σύνολο των επιστημονικών μεθόδων για τη μελέτη των ψυχολογικών και φυσιολογικών αντιδράσεων των ατόμων, ψυχοτεχνική
ψυχοτονικόςpsychotonique που διεγείρει τις ψυχικές λειτουργίες
ψυχοτρόπος psychotrope που επιδρά στις ψυχικές λειτουργίες και την ψυχική διάθεση του ανθρώπου
ψυχοφυσικός psychophysique ο σχετικός με τις φυσικές και ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου
ψυχοφυσιολογία psychophysiologie επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των σχέσεων ψυχισμού και φυσιολογικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων
ψυχοχειρουργική psychochirurgie μέθοδος θεραπείας των ψυχικών παθήσεων με χειρουργικές επεμβάσεις στον εγκέφαλο
ψυχρομετρία psychrométrie προσδιορισμός της υγρασίας της ατμόσφαιρας με ψυχρόμετρο
ψυχρόμετρο psychrometre συσκευή που καταμετρά την υγρασία της ατμόσφαιρας
ψυχρόφιλος psychrophile(για φυτά) που ευδοκιμεί σε ψυχρά κλίματα
ψύχωση psychose διανοητική νόσος, διαταραχή κατά την οποία παρατηρείται απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα, συχνά δημιουργία παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων και μεταβαλλόμενες νοητικές διαδικασίες | αγωνιώδης κατάσταση κατά την οποία επικρατεί μια αντίληψη, ιδέα, εικόνα
ωογένεση ovogenese παραγωγή θηλυκών γεννητικών κυττάρων στο σώμα των διαφόρων οργανισμών, ωογονία
ωσμόμετρο osmometre όργανο για τη μέτρηση της ωσμωτικής πιέσεως
ώσμωση osmosis διαπίδυση
ωτορινολαρυγγολογία otorhinolaryngologie κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των αφτιών, της μύτης και του λάρυγγα
ωτοσκλήρυνση otosclérose χρόνια πάθηση του μέσου αφτιού ή του λαβυρίνθου που οδηγεί σε κώφωση, ωτοσκλήρωση
ωτοσκόπησηotoscopie εξέταση του αφτιού με το ωτοσκόπιο, ωτοσκοπία
ωτοσκόπιο otoscope όργανο για την εξέταση του έξω ακουστικού πύρου και του τυμπάνου του αφτιού
ωφελιμισμόςutilitarisme φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία αγαθό είναι ό,τι ωφελεί τον άνθρωπο ή την πλειονότητα των ανθρώπων
Γαλλικές Λέξεις Που Χρησιμοποιούμε Καθημερινά
ΕΪ…..”ΕΞΥΠΝΟΠΟΥΛΑ”!………. ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΙΝΕΜΑΣ, ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ, ΟΤΟΣΚΟΠΙΟ (…και ποιος ξερει και ποσες αλλες τετοιες εχετε – βλακωδος – γραψει εδω μεσα!) ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΛΙΚΕΣ! ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΑΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΤΙΣ ΠΗΡΑΝΕ ΑΠΟ ΕΜΑΣ, ΚΙ ΟΧΙ ΕΜΕΙΣ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ! ΓΡΑΦΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΟΧΙ ΟΠΩΣ ΣΑΣ ΤΑ ΚΑΤΕΒΑΖΕΙ ΤΟ ΞΕΡΟ ΣΑΣ, ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ!
Φίλε μην παρασύρεσαι, δεν είπε κανείς πως η ετυμολογία τους δεν είναι ελληνική, απλώς αυτά που λες ονομάζοναι αντιδάνεια. Για παράδειγμα οι λέξεις τηλέφωνο, ωτοσκόπιο κ.α. ναι μεν είναι Ελληνικότατες αλλά το θέμα είναι πως αυτές οι λέξεις δημιουργήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν πρώτα στην Γαλλία και οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν την Ελληνική για την ονομασία τους.
Κανείς λάθος Βλαχαδερο!