Τούρκικες Λέξεις στα Ελληνικά 4
| |Τούρκικες Λέξεις στα Ελληνικά
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V
παζάρι: pazar, συνάθροιση πωλητών σε ορισμένο μέρος και ορισμένη μέρα της εβδομάδας για την πώληση των προϊόντων τους
παζαρλίκι: pazarlık, το παζάρεμα
πάλα: pala, πλατύ και κυρτό σπαθί ανατολικής προέλευσης
(μ)παλάσκα: palaska, δερμάτινη θήκη για φυσίγγια, ο σάκος του κυνηγού
παντζάρι: pancar, το φυτό τεύτλον το ερυθρόφυλλον, κοκκινογούλι
παντζούρι: pancur, ξύλινο εξωτερικό παραθυρόφυλλο
παξιμάδι: peksimet, φρυγανισμένο ψωμί, δίπυρος άρτος
παπάζι: papaz, 1. η φούντα του φεσιού και ιδ. των ναυτικών, το γυναικείο φέσι 2. στουπί που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του καταστρώματος των πλοίων
παπούτσι: papuc, υπόδημα
παρακεντές: parakente, που δουλεύει για λογαριασμό κολίγα, άνθρωπος τιποτένιος
παραλής/λού: paralı, που έχει πολλά χρήματα, λεφτάς
παράς: para, το ένα τεσσαρακοστό του τουρκικού γροσιού και το αντίστοιχο κέρμα
παρτάλι: partal, κουρέλι
παρτσάς: parca, καθένα από τα κομμάτια στα οποία τεμαχίζεται κάτι
πασάς: pasa, τίτλος ανώτερου Τούρκου ή Αιγύπτιου αξιωματούχου
πασούμι/άκι: pasmak, είδος γυναικείου παπουτσιού παλιότερης εποχής, γυναικεία παντόφλα με τακούνι
παστουρμάς: pastırma, παστό κρέας από βουβάλι ή καμήλα, με καρυκεύματα
πατιρντί: patırdı, μεγάλος θόρυβος, αναστάτωση
πατσάς: paca, το στομάχι και τα πόδια σφάγιου και το φαγητό που παρασκευάζεται απ’ αυτά
πατσατζής: pacacı, ο παρασκευαστής πατσά
πάφιλας: pafta, ορείχαλκος
πεζεβέγκης/ισσα: pezevenk, μαστροπός, ρουφιάνος
(μ)πελτές: pelte, πολτός από διάφορους καρπούς ή φρούτα, διατηρημένος χυμός τομάτας
περβάζι: pervaz, πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας
περουζές: firuze, είδος πολύτιμου λίθου με γαλαζοπράσινο χρώμα, κάλαϊς
πεσκέσι: peke, δώρο αποτελούμενο κυρίως από είδη φαγώσιμα
πεσκίρι: peşkir, προσόψι, πετσέτα
πετ(ι)μέζι: pekmez, γλυκό και πυκνόρρευστο υγρό που παράγεται με το βράσιμο του μούστου, σταφυλόμελι
πιλάφι: pilâv, φαγητό από ρύζι ζεματισμένο με βούτυρο ή λίπος
πίτσικος: pic, νόθος, μικρός, ασήμαντος
πολιτικατζής: politikacı, πολιτικάντης, άτομο επιτήδειο να εκμεταλλεύεται πολιτικές καταστάσεις ή γνωριμίες για προσωπικά του οφέλη
πούλι: pul, πεσσός, στο τάβλι | μικρό μεταλλικό πετάλιο, διακοσμητικό γυναικείων ενδυμάτων ή κεντημάτων, πούλια
πούσι: pus, ομίχλη, στρώμα από ξερές βελόνες πεύκου που σχηματίζεται κάτω από το δέντρο
πούστης: pust, ομοφυλόφιλος, κίναιδος, ξετσίπωτος
πρεβάζι: pervaz, πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας
πριτσίνι: percin, ειδικό καρφί για τη σύνδεση μεταλλικών ελασμάτων
ραβαΐσι: ξεφάντωμα, γλέντι
ραβέντι: ravend, η ρίζα του ποώδους και φαρμακευτικού φυτού ρήον, από την οποία παρασκευάζεται τονωτικό και ήπιο καθαρτικό φάρμακο, ρεβέντι
ραγιάς: raya, στα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήκοος του σουλτάνου χριστιανός, σκλάβος, δούλος
ραζακί: razakı, ποικιλία σταφυλιού
ραζακί: razakı, ποικιλία σταφυλιού
ρακή: rakı, απόσταγμα αλκοολούχων και αρωματικών ουσιών, είδος δυνατού ούζου, ρακί
ρακιτζής: αυτός που πουλά ή παράγει ρακί
ραμαζάνι: ramazan, ένατος μήνας των μωαμεθανών και η κατά τον μήνα αυτόν τηρούμενη αυστηρή νηστεία
ράφι: raf, σανίδα οριζόντια προσαρμοσμένη σε τοίχο, ντουλάπι ή βιβλιοθήκη, χρήσιμη για την τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων
ραχάτι: rahat, τεμπελιά, χουζούρι
ρεβανί: revani, είδος γλυκίσματος από αλεύρι, αβγά, βούτυρο και ζάχαρη, ραβανί
ρεζές: reze, μεντεσές, η στρόφιγγα πόρτας ή παραθύρου
ρεζίλι: rezil, γελοιοποίηση ή ντρόπιασμα
ρεζιλίκι: rezillik, πάθημα ή πράξη που προκαλεί ντροπή
ρεμάλι: remmal, άνθρωπος ανάξιος, τιποτένιος
ρεσπέρης: rencper, γεωργός, μικροκαλλιεργητής
ρετσέλι: recel, γλύκισμα από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι
ρουμάνι: orman, πυκνό δάσος, λόγκος
ρουμελιώτης/ισσα: Rumili (=χώρα των Ρωμιών), ο καταγόμενος από τη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα), ο κάτοικος της Ρούμελης
ρούπι: rup, το 1/8 του εμπορικού πήχη
ρουσφέτι: rüsvet, χαριστική κυβερνητική παροχή σε φίλο του κρατούντος κόμματος | οποιαδήποτε χάρη, εκδούλευση
σαγανάκι: saganak, μικρό σαγάνι, ανεμοστρόβιλος
σαγάνι: sahan, μικρό τηγάνι με δύο λαβές, σαχάνι
σάγι: τμήμα καλλιεργημένου στρέμματος
σαγιάκι: Sayak, χοντρό μάλλινο ύφασμα, κατάλληλο για κάπες χωρικών
σαγιάς: saya, χοντρό πανωφόρι των χωρικών με ιδιόρρυθμο σχήμα
σαγούλι: sakul, το μικρό σχοινί της στάθμης των οικοδόμων
σαγρέ(ς): sahre (= βράχος), κοκκώδης επιφάνεια επιχρίσματος οικοδομής, είδος ελαστικού και αδιάβροχου δέρματος με κοκκώδη επιφάνεια
σαζάνι: sazan, είδος ψαριού των γλυκών νερών, ο κυπρίνος
σάζι: saz, είδος ανατολίτικου μουσικού οργάνου, με απιοειδές σχήμα, μακρύ βραχίονα και τρία ζεύγη χορδών
σάι: τμήμα καλλιεργημένου στρέμματος
σαΐνης/ι: sahin, είδος γερακιού εξαιρετικά ευκίνητου, άνθρωπος εύστροφος, ικανός να επωφελείται από τις περιστάσεις
σακάτης: sakat, ανάπηρος
σαλβάρι: salvar, φαρδύ πανταλόνι, είδος βράκας που φορούν χωρικοί και ορισμένοι ασιατικοί λαοί
σαλέπι: salep, είδος φυτού με βολβώδεις ρίζες, παχύρρευστο θερμαντικό ποτό που παρασκευάζεται από τη ρίζα του φυτού αυτού
σαλεπιτζής: salepcı, πωλητής σαλεπιού
σάλι: sal, σχεδία
σάμαλι: samalı (= από τη Δαμασκό), ίδος γλυκίσματος από σιμιγδάλι, αβγά, ζάχαρη και βούτυρο που ψήνεται στο φούρνο και περιχύνεται με σιρόπι
σαματάς: samata, θόρυβος, ταραχή, φασαρία
σαμντάνι: samdan, κηροπήγιο
σαμούρι: samur, το ζώο ικτίς η ζιβελίνη και το γουναρικό του, νυφίτσα
σαντζάκι: sancak, παλιά διοικητική περιφέρεια της Τουρκίας, σημαία με κοντάρι
σαντούρι: santur, είδος έγχορδου ανατολίτικου μουσικού οργάνου
σαρά(γ)ι/ον: saray, παλάτι, ανάκτορο, σεράι
σαραγλί: saraylı, είδος γλυκού του ταψιού που παρασκευάζεται με φύλλα ζύμης που πασπαλίζονται με τριμμένα καρύδια, κανέλα και άλλα αρωματικά, τυλίγονται σε ρολό, ψήνονται και περιχύνονται με σιρόπι
σαρακατσάνοι: kara-kacan/kιr-kacan, ελληνική νομαδική φυλή ποιμένων
σαράτσης: sarac, αυτός που κατασκευάζει σέλες, σελοποιός
σαράφης/ισσα: sarraf, αργυραμοιβός, κολλυβιστής που εξαργυρώνει ξένα νομίσματα
σαρίκι: sarık, λευκό λεπτό ύφασμα που τυλίγουν οι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι
σαρμάς: sarma/sarmak (= τυλίγω), είδος φαγητού από λιανισμένο κρέας και ρύζι ή σκέτο ρύζι, που έχουν τυλιχτεί σε αμπελόφυλλα ή λαχανόφυλλα
σαστίζω: sastim/sasmak, δημιουργώ σε κάποιον σύγχυση, τον κάνω να τα χάσει
σαχνισί: sahnisin, κλειστός στεγασμένος χώρος που προεξέχει από τον κορμό του κτιρίου, αρχιτεκτονική προεξοχή
σεβντάς: sevda, ερωτικός καημός
σεΐζης: seyis, ο ιπποκόμος
σεΐχης: eyh, μουσουλμάνος φύλαρχος, αραβικός τίτλος τιμής που απονέμεται σε πρόσωπα σεβαστά
σεκλε(ν)τίζω: sıkıldım/sıkılmak, στενοχωρώ, λυπώ, κάνω κάποιον να υποφέρει, θλίβομαι, στενοχωρούμαι, ιδ. από έρωτα
σεκλέτι: sıklet (= βάρος), σικλέτι, στενοχώρια, θλίψη, μαρασμός, ιδ. από έρωτα
σελάχι: silâh, δερμάτινη ζώνη και συνάμα θήκη φορητών όπλων των φουστανελοφόρων
σελέμης/ισσα: selem, άνθρωπος παράσιτος, που ζει σε βάρος άλλων
σεντέφι: sedef, μαργαριτάρι, το σιντέφι
σεντούκι: sandık, κασέλα, μπαούλο της παλιάς εποχής
σερασκέρης: serasker, στρατιωτικός διοικητής στην Τουρκία
σεργιάνι: seyran (=εκδρομή), περίπατος
σερέτης/ισσα: irret, στρεψόδικος, δύστροπος, ζόρικος
σερμαγιά: sermaye, το πρώτο, απαραίτητο κεφάλαιο επιχείρησης, χρηματικό κεφάλαιο
σερμπέτι: serbet, ζαχαρούχο, αρωματικό ποτό, καθετί γλυκό
σερσέμης/ισαα: sersem, ανόητος, χαζός
σέρτης/ισσα: sert, άνθρωπος οξύθυμος και εκδικητικός
σέρτικος: sert, για καπνά βαρύς, οξύθυμος και εκδικητικός
σεφέρι: sefer, στράτευμα
σεφερτάσι: sefertası, σκεύος αποτελούμενο από επάλληλα δοχεία για τη μεταφορά φαγητού
σεφτές: siftah, η πρώτη πώληση της ημέρας και τα χρήματα που εισπράττονται απ’ αυτήν
σιλτές: silte, λεπτό στρώμα κρεβατιού
σιμιτζής: simitci, που πουλά σιμίτια
σιμίτι: simit, είδος μαλακού κουλουριού
σινάφι: esnaf, συντεχνία, κοινωνική τάξη
σινί: sini, στρογγυλό χάλκινο ταψί
σιντέφι: sedef, μαργαριτάρι
σιντριβάνι: sadirvan, φυσικός ή τεχνητός πίδακας νερού, αναβρυτήριο
σιρίτι: sirit, μεταξωτή ή χρυσοΰφαντη ταινία διακοσμητική
σιρμαγιά: sermaye, το πρώτο, απαραίτητο κεφάλαιο επιχείρησης
σιρμακέζης: sirmakes, τεχνίτης που κεντά υφάσματα με χρυσό ή ασημένιο σύρμα, σιρμακέσης
σιχτίρ: siktir, άει σιχτίρ, ως χυδαία βρισιά
σκεμπές: iskembe, κοιλιά ζώου, στομάχι σφάγιου από το οποίο παρασκευάζεται πατσάς
σκιάς: eskiya (= ληστής), άνθρωπος απότομος, τραχύς, κακοποιός
σκιτζής: eskici, αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής
σο(υ)βα(ν)τίζω: sıvadım/sιvamak, επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά
σο(υ)βάς: sıva, επίχρισμα τοίχου από ασβεστοκονίαμα
σο(υ)βατζής: sıvacı, εργάτης οικοδομής που σοβατίζει
σοι: soy, γένος, καταγωγή, το σύνολο των συγγενών, το συγγενολόι, ράτσα
σοϊλής: soylu, ο ευγενικής καταγωγής, άνθρωπος «από τζάκι»
σοκάκι: sokak, δρομάκι συνοικίας
σομακί: somaki, είδος πολύχρωμου μαρμάρου
σόμπα: soba, θερμάστρα
σορολόπ: sorolop, αδιαφορία, νωθρότητα:
σουλαντίζω: sulamak, καταβρέχω, ποτίζω, σουλαντώ
σουλιμάς: sülümen, καλλυντικό, φτιασίδι, ο διχλωριούχος άργυρος που χρησιμοποιείται ως δηλητήριο
σουλούπι: üslûp, εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό
σουλτάνος: sultan, τίτλος των ηγεμόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
σουνέτι: sünnet, η περιτομή
σουρμές: sürme, μαύρη χρωστική ουσία για βαφή των βλεφάρων και βλεφαρίδων
σουρουκλεμές: sürüklemek (= σύρω), αλάνης, σουρτούκης
σουρτούκης/α: sürtük, σουρτούκω αυτός που γυρίζει άσκοπα στους δρόμους
σουτζούκι: sucuk (= λουκάνικο), γλύκισμα από ξερή μουσταλευριά και καρύδια σε σχήμα λουκάνικου
σοφάς: sofa, χαμηλός καναπές ή κρεβάτι
σοφράς: sofra, χαμηλό στρογγυλό τραπέζι του παλιού καιρού
σπαχής: sipahi, ιππέας άτακτου τουρκικού στρατιωτικού σώματος
στουπέτσι: üstübec, ανθρακικός μόλυβδος που χρησιμεύει για παρασκευή λευκών χρωμάτων
στράφι: israf (= σπατάλη), μάταια, άδικα
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V
Τούρκικες Λέξεις στα Ελληνικά