Τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά 5
| |Τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V
τα(γ)ίνι: ta’yin, τροφή για τα ζώα, ταγή, τροφή
ταβάνι: tavan, οροφή
(ν)ταβάς: tava, αβαθές και στρογγυλό μαγειρικό σκεύος
ταβλαμπάς: tavlabas, παχύσαρκος ιερωμένος
ταζέδικος: taze, νωπός, φρέσκος
(ν)ταϊφάς: tayfa, φυλή, φάρα, στράτευμα ατάκτων, μπουλούκι
τακίμι: takım, σύνολο αντικειμένων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό
ταμαχ(κ)ιάρης: tamahkâr, πλεονέκτης, άπληστος
ταμάχι: tamah, απληστία, πλεονεξία
ταμπάκης: tabak, ο κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης
ταμπλάς: tabla, δίσκος ζυγαριάς
ταμπούρι: tabur (= τάγμα), προμαχώνας, οχύρωμα
ταξίμι: taksim, εισαγωγικό μουσικό κομμάτι, προανάκρουσμα που δημιουργεί ο μουσικός αυτοσχεδιάζοντας, πριν από το θέμα
ταπί: tapu, τουρκικός τίτλος ιδιοκτησίας
τάπια: tabya, προμαχώνας, ντάπια
ταραμάς: tarama, κόκκινο αβγοτάραχο
ταρσανάς: tersane, ναυπηγείο, ναύσταθμος
τάσι: tas, μεταλλικό πλατύστομο κύπελλο
τασκεμπάπ: tas-kebabi, είδος φαγητού από μικρά κομμάτια κρέατος
ταυραμπάς: tavlabas, παχύσαρκος ιερωμένος
ταφτάς: tafta, ύφασμα από λεπτό και πυκνοϋφασμένο μετάξι
ταχίνι: tahin, πολτός από αλεσμένο σουσάμι
ταψί: tepsi, στρογγυλό και άβαθο μαγειρικό σκεύος από σφυρηλατημένο μέταλλο
τεζάκι: tezgâh, ο πάγκος μαγαζιού, το τεζάχι
τεκές: tekke, ισλαμικό μοναστήρι
τελατίνι: telâtin, κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού
(ν)τελάλης: tellâl, τελάλης (ο) ουσ. διαλαλητής, δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας
τελεμές: teleme, είδος μαλακού λευκού τυριού
τέλι: tel, λεπτό μεταλλικό σύρμα, μεταλλική χορδή
τεμενάς: temennah, ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση, εκδήλωση δουλικής υποταγής
τεμπέλης: tembel, οκνηρός, φυγόπονος, αργόσχολος, χασομέρης
τεμπελχανάς: tempelhane(= κατοικία τεμπέληδων), πολύ τεμπέλης
τεμπελχανείο: tembelhane, κατοικία ή ομάδα τεμπέληδων, η τεμπελιά
τεμπεσίρι: tebesir, η κιμωλία
(ν)τενεκές: teneke, λευκοσίδηρος, δοχείο από λευκοσίδηρο
τενεκετζής: tenekeci, κατασκευαστής αντικειμένων από τενεκέ
τέντζερης: tencere, χάλκινη χύτρα,
τεπές: tepe, κορυφή
τερλίκι: terlik, παντούφλα από μαλλί ή χοντρό ύφασμα σε σχήμα κάλτσας
τερτίπι: tertip, τέχνασμα για αποπλάνηση, κόλπο
τεφαρίκι: tefarik, πράγμα εκλεκτό
τεφτέρι: tefter, τετράδιο λογαριασμών
τζάκι: ocak, κτιστός χώρος μέσα στο σπίτι για το άναμμα της φωτιάς, εστία, παραγώνι, παραστιά
τζαμ(ι)λίκι: camlik, η τζαμαρία
τζαμί: cami, μουσουλμανικός ναός
τζάμι: cam, γυαλί, υαλοπίνακας, ιδ. πόρτας ή παραθύρου
τζάμπα: caba, δωρεάν, χωρίς πληρωμή, χωρίς αποτέλεσμα, άδικα, ανώφελα
τζαμπάζης: cambaz, ζωέμπορος
τζαμπατζής/ού: cabacı, πρόσωπο που απολαμβάνει ή επιδιώκει να απολαμβάνει κάτι χωρίς πληρωμή
τζαναμπέτης: cenabet, κακότροπος, στριμμένος
τζάνεμ: canım (= ψυχή μου), καλέ μου, αγαπητέ μου, τουλάχιστον, (τζάνουμ, τζάνεμου)
τζάνερο: canerigi, ο καρπός της τζανεριάς
τζατζίκι: cacık, ορεκτικό παρασκεύασμα από γιαούρτι, σκόρδο, αγγούρι κτλ
τζελάτης: cellat, ο δήμιος
τζερεμές: cereme (= πρόστιμο), άδικη ζημιά, άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης
τζερτζελές: zelzele (= σεισμός), αναστάτωση, ιδ. ευχάριστη, αναταραχή
τζι(γ)έρι: ciger, το συκώτι
τζιβαέρι: cevahir, πολύτιμος λίθος, τζοβαΐρι
τζουμπές: cüppe, μακρύ πανωφόρι
τζούρα: cura, η τελευταία ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο, πριν το σβήσουμε, ρουφηξιά τσιγάρου, μικρή ποσότητα υγρού, γουλιά
τζουτζές: cüce, νάνος, γελοίος, ανόητος
τιμάρι: tımar, περιποίηση υποζυγίου, ξύστρισμα
τιτίζης: titiz (= ιδιότροπος), δύστροπος, εκνευριστικός
τοκάς: toka, είδος μεταλλικής πόρπης
τοκμάκι: tokmak, ξύλινο σφυρί, σιδερένιος, κοντός κόπανος των κρεοπωλείων, για το μαλάκωμα και την πλάτυνση κρέατος
τόπι: top (= σφαίρα), σφαίρα για παιχνίδι, μπάλα, σφαίρα πυροβόλου, το κανόνι
τοπούζι: topuz, ρόπαλο που απολήγει σε σφαιρωτό άκρο
τορίκι: torik, είδος παλαμίδας, λακέρδα
τουζλούκι: tozluk, είδος περικνημίδας συν. μάλλινης
τουλ(ου)πάνι: tülbend, λεπτό, μπαμπακερό ύφασμα, κεφαλόδεσμος, φακιόλι
τουλίπα: tülbend, είδος καλλωπιστικού φυτού
τουλούμι: tulum, ασκός
τουλούμπα: tulumba, αντλία, τρόμπα, είδος γλυκίσματος
τουμπεκί: tömbeki, ψιλοκομμένος καπνός κατάλληλος για ναργιλέ
τουμπελέκι: dümbelek, μικρό επίμηκες λαϊκό τύμπανο με πήλινο ηχείο
τουράς: tura, σουλτανικό μονόγραμμα, που επείχε θέση σφραγίδας ή εμβλήματος
τουρλού: türlü, φαγητό από ποικίλα είδη λαχανικών
τουρμπάνι: tülbend, λευκό λεπτό ύφασμα για περιτύλιξη του κεφαλιού
τουρσί: turu, λαχανικό διατηρούμενο σε ξίδι ή άρμη
τουφέκι: tüfek, φορητό πυροβόλο όπλο με στενόμακρη κάννη
τράμπα: trampa, ανταλλαγή
τσ(υ)όλι: cul, φθαρμένο χαλί ή ρούχο
τσάγαλο: cagla (bademi), το χλωρό αμύγδαλο
τσαγανός: caganoz, ο κάβουρας, η υποδοχή της ραπτομηχανής που δέχεται τη σαΐτα με το μασουράκι
τσαΐρι: cayır, λιβάδι
τσακ: cak, επίκαιρη, κατάλληλη στιγμή
τσακάλι: cakal, είδος σαρκοφάγου ζώου
τσακίρ: cakırkeyf (= μισομεθυσμένος), έντονο κέφι, ευφορία από διασκέδαση που συνοδεύεται από κατανάλωση αλκοολούχων ποτών
τσακίρης: cakır, ο γαλανομάτης
τσακμάκι: cakmak, είδος αναπτήρα από κομμάτι χάλυβα που τρίβεται σε πυριτόλιθο και παράγει σπίθες
τσαλί: calı, φρύγανο
τσαλίμι: calım, επιδέξια κίνηση στο χορό, στην πάλη κ.α, τσάκισμα, νάζι, κόλπο
τσαμασίρια: camasır (= ασπρόρουχα), τα κινητά προσωπικά είδη, αντικείμενα κάποιου
τσάμι: cam, το πεύκο
τσαμπουκαλής/ού: sabıkal (= καταδικασθείς, εγκληματίας, βαρυποινίτης), αυτός που είναι προκλητικός, που προκαλεί για καβγά, για φασαρία
τσαμπουκάς: sabıka (= καταδίκη για έγκλημα), μάγκικη και προκλητική συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι, νταηλίκι
τσανάκι: canak, πήλινο πιάτο
τσάντα: canta, σακίδιο σε διάφορα σχήματα και για διάφορες χρήσεις
τσαντίρι: cadır, σκηνή, τέντα
τσαούσης/σα: cavus, λοχίας του τουρκικού στρατού
τσαπαρί: caparı, είδος πετονιάς με πολλά άγκιστρα για το ψάρεμα αφρόψαρων
τσαπατσούλης: capacul, άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος
τσαπράζια: capraz, ασημένια κοσμήματα της παλιάς εθνικής ανδρικής ενδυμασίας, που φοριούνται σταυρωτά
τσαρδάκι: cardak, πρόχειρη καλύβα από κλαδιά | πρόχειρο υπόστεγο
τσάρκα: carka, επιδρομή, ιδ. για αρπαγή ζώων | περίπατος
τσαρούχι: carık, ελαφρό και χαμηλό παπούτσι των χωρικών, από ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο δέρμα
τσαρσί: carsi, η αγορά, το παζάρι
τσατάλι: catal, διχαλωτό ξύλο
τσατίζω: catismak (= συγκρούομαι), πειράζω, εξοργίζω με προσβλητικούς υπαινιγμούς, εκνευρίζω κάποιον
τσάτρα πάτρα: catra-patra, έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά
τσαχπίνης/α: capkın, πονηρός, κατεργάρης, ναζιάρης, σκερτσόζος
τσεβρές: cevre, κεντητό τσεμπέρι, είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα, το ίδιο το κέντημα
τσελε(μ)πής: celebi, ευπρεπής στο ντύσιμο, άρχοντας
τσελίκι: celik, ατσάλι, χάλυβας
τσεμπέρι: cember, κεφαλόδεσμος που χρησιμοποιούν οι γυναίκες της υπαίθρου
τσέπη: cep, εσωτερική ή εξωτερική θήκη σε γυναικείο ή ανδρικό ρούχο
τσερτσεβές: cerceve, πλαίσιο, κούφωμα πόρτας ή παραθύρου
τσέτης: cete, στρατιώτης άτακτου στρατού, μέλος ανταρτικής ομάδας
τσιβί: civi, ξύλινο καρφί, σφήνα
τσιγκέλι: cengel, σιδερένιο άγκιστρο, ιδ. για κρέμασμα κρεάτων, σιδερένιο εργαλείο με άγκιστρα για το τράβηγμα αντικειμένου από πηγάδι
τσιγκούνης: cingane (= τσιγγάνος), φιλάργυρος
τσικρίκι: cıkrık, είδος διπλής ηλακάτης
τσιλιβήθρα: cılız (= ισχνός), σουσουράδα, σεισοπυγίς
τσίλικος: cil, (για νομίσματα) νεόκοπος, στιλπνός
τσιμπούκι: cubuk, είδος πίπας
τσιμπούσι: cümbüs, συμπόσιο, φαγοπότι
τσιπλάκης: cıplak (= γυμνός), γυμνός, φτωχός, κακομοίρης
τσιράκι: cırak, μαθητευόμενος τεχνίτης
τσιρίσι: ciris, κόλλα των παπουτσήδων
τσίτα: cita (= στενή λωρίδα σανιδιού), ξύλινος πήχης, κομμάτι ξύλου με το οποίο κρατείται κάτι τεντωμένο
τσίτι: cit, είδος λεπτού βαμβακερού υφάσματος, με απλή ύφανση
τσιφλίκι: ciftlik, μεγάλο αγρόκτημα φεουδαρχικού τύπου
τσιφούτης/α: cıfıt (= Εβραίος), ο Εβραίος
τσιφτετέλι: ciftetelli, είδος ανατολίτικου χορού, η μουσική για το χορό αυτό
τσίφτης/ισσα: cift (= ζευγάρι), τέλειος, άψογος | ικανός, καπάτσος
τσο(μ)πάνης/ισσα: coban, βοσκός
τσογλάνι: icoglanı, επί τουρκοκρατίας, νεαρός Έλληνας στην υπηρεσία των σουλτάνων, παλιόπαιδο
τσορβάς: corba, η σούπα
τσορμπατζής: corba-cı, προύχοντας, άρχοντας, ευγενής, αριστοκράτης
τσότρα: cotra, ξύλινο δοχείο κρασιού
τσουβάλι: cuval, σακί από καννάβι ή τεχνητή ύλη, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σ’ αυτό
τσουλούφι: zülüf, τούφα μαλλιών
τσουράπι: corap, κοντή μάλλινη κάλτσα των χωρικών
τσουρέκι: cörek, είδος αφράτου ψωμιού ζυμωμένου με γάλα, αλεύρι, ζάχαρη, αβγά
τσουτσέκι: cicek (= λουλούδι), θρασύς, πονηρός, αυθάδης άνθρωπος
τσόχα: cuha, χοντρό μάλλινο ύφασμα, το κάλυμμα των τραπεζιών των τυχερών παιχνιδιών απ’ αυτό το ύφασμα, η χαρτοπαιξία
φάκα: fak, ποντικοπαγίδα
φαράσι: faras, μικρό φτυάρι για τα σκουπίδια
φαρσί: farsi (= περσικά), άπταιστα, στην εντέλεια
φαρφουρί: firfirî, κατεργασμένη πορσελάνη, σκεύος απ’ αυτή την πορσελάνη
φελάχος/α: fellâh, φελάχος ιθαγενής αγρότης της Αιγύπτου
φερετζές: ferace, μακρύ εξωτερικό ένδυμα των μουσουλμάνων γυναικών στο πάνω μέρος του οποίου φέρεται η καλύπτρα του προσώπου
φερμάνι: ferman, φιρμάνι, διάταγμα του σουλτάνου
φέσι: fes, είδος κόκκινου σκούφου με φούντα που φορούν οι ανατολίτες
φετβάς: fetva, γνωμοδότηση του μουφτή για ζήτημα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, φετφάς
φίλντισι: fildisi, το ελεφαντόδοντο, μάργαρος, σιντέφι
φιντάνι: fidan, νέο φυτό, βλαστάρι
φιρίκι: ferik, ποικιλία μήλου
φιρίφιρί: fırıl fırıl (= κυκλικά), επίμονα, σκόπιμα
φιρφιρίκος: fırfırı (= το παιδικό παιχνίδι ανεμόμυλος), αυτός που εύκολα επηρεάζεται και αλλάζει γνώμη, επιπόλαιος
φισέκι: fisek, το φυσίγγιο
φισεκλίκι: fiek-lik, η φυσιγγιοθήκη
φιστίκι: fıstık, ο καρπός της φιστικιάς
φιτίλι: fitil, χοντρό νήμα κεριού, λάμπας, καντηλιού κτλ. που ανάβει, ελλύχνιον
φλιτζάνι: filcan, κούπα, κύπελλο
φουκαράς/ού: fukara, φτωχός, δυστυχισμένος, ταλαίπωρος, κακομοίρης
φούλι: fulya, 1. είδος γιασεμιού. 2. είδος οσπρίου που ευδοκιμεί στις αραβικές χώρες
φουντούκι: fındık, ο καρπός της φουντουκιάς, που τρώγεται ως ξηρός καρπός
φουρφούρι: fırfırı, είδος παιδικού παιχνιδιού, ανεμόμυλος που περιστρέφεται με τον αέρα
φραντζόλα: francala, άσπρο, αφράτο ψωμί σε σχήμα κυλίνδρου
χαβαλές: havale, επίστρωμα, επικάλυμμα, φορτίο πλοίου τοποθετημένο πάνω στο κατάστρωμα, οχληρό βάρος, ευχάριστη κουβεντούλα για διασκέδαση
χαβάνι: havan, γουδί
χαβάς: hava, σκοπός, μελωδία
χαβούζα: havuz, χτιστή δεξαμενή, όπου ρίχνονται τα απορρίμματα και τα λύματα των πόλεων μακριά από κατοικημένη περιοχή
χαγιάτι: hayat, εσωτερικός υπόστεγος διάδρομος σπιτιού
χαζ(ε)νές: hazîne, ταμείο, θησαυροφυλάκιο, ιδ. το δημόσιο ταμείο, χαζινές
χάζι: haz (= ευχαρίστηση), ευχάριστο κοίταγμα ασήμαντων πραγμάτων
χαζίρι: hazır, έτοιμος
χαϊβάνι: hayvan, ζώο, αφελής άνθρωπος, βλάκας
χαϊμαλί: hamail, φυλαχτό, στολίδι που κρεμιέται από το λαιμό
χαΐρι: hayır, ευδοκίμηση
χαλάλι: helâl (= νόμιμος), ας είναι, δεν πειράζει
χαλβάς: helva, είδος ανατολίτικου γλυκίσματος από σιμιγδάλι, βούτυρο και ζάχαρη
χαλβατζής: helvacı, χαλβαδοποιός
χαλί: halı, τάπητας
χάλι: hal, άθλια, ελεεινή κατάσταση
χαλκάς: halka (= δαχτυλίδι), μεταλλικός κρίκος
χαμάλης: hamal, αχθοφόρος, βαστάζος
χαμαλίκι: hamallık, η δουλειά του χαμάλη | βαριά δουλειά, αγγαρεία
χαμάμ(ι): hamam, είδος ατμόλουτρου, τουρκικό λουτρό | ο χώρος όπου γίνεται αυτό το λουτρό
χαμπάρι: haber, χαμπέρι, είδηση
χάνι: han, πανδοχείο για στάθμευση οδοιπόρων
χάνος: han, ηγεμόνας σε μουσουλμανικά κράτη
χανούμισσα: hanım, μουσουλμάνα κυρία, χανούμη
χαντζάρι: hancer, μακρύ μαχαίρι
χαντούμης: hadım, ευνούχος
χάπι: hap, φαρμακευτικü παρασκεύασμα σε μορφή σφαιριδίου, καταπότι
χαράμι: haram, άδικα, ανώφελα
χαράτσι: harac, κεφαλικός φόρος επί τουρκοκρατίας, βαριά φορολογία ή υποχρεωτική εισφορά
χαρέμι: harem, ο γυναικωνίτης των μωαμεθανών, το σύνολο των γυναικών μωαμεθανού
χαρμάνα: harman, στέρηση και ιδ. από ναρκωτικό
χαρμάνι: harman, μείγμα καπνών διαφόρων ειδών και ποιοτήτων, κάθε είδος μείγματος για βιομηχανική κατεργασία
χαρμπί: harbi, βέργα για το γέμισμα εμπροσθογεμούς όπλου
χαρούπι: harup, ο καρπός της χαρουπιάς, ξυλοκέρατο
χαρτζιλίκι: harclık, μικρό χρηματικό ποσό για μικροέξοδα
χασάπης: kasap, κρεοπώλης
χασές: hase, λευκό βαμβακερό ύφασμα
χάσικος: has, καθαρός, διαλεχτός
χασίς: hasis, χασίσι, φυτό ινδική κάνναβις του οποίου τα φύλλα και οι ανθισμένες κορυφές, αφού αποξηρανθούν, χρησιμοποιούνται ως ναρκωτικό
χατζής: hacı (= προσκυνητής της Μέκκας), προσκυνητής των Αγίων Τόπων
χατίρι: hatır, χάρη, εξυπηρέτηση
χαφιές: hafiye, μυστικός αστυνομικός επιφορτισμένος την παρακολούθηση ατόμων, καταδότης
χάψη: hapsi, φυλακή
χότζας: hoca, μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος
χουβαρνταλίκι: hovardalık, γενναιοδωρία
χουβαρντάς/ού: hovarda, άνθρωπος που ξοδεύει απλόχερα για τους άλλους, γενναιόδωρος
χουζούρι: huzur, ανάπαυση ιδ. η θαλπωρή του κρεβατιού
χούι: huy, συνήθεια, ιδ. η κακή
χουνέρι: hüner (= δεξιοτεχνία), εξαπάτηση, πάθημα, κάζο
χουρμάς: hurma, ο καρπός της χουρμαδιάς/του φοινικοδέντρου
χράμι: ihram, μάλλινο στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα
Τούρκικες λέξεις που χρησιμοποιούνται στα Ελληνικά