Τούρκικες Λέξεις που λέμε καθημερινά 2
| |Τούρκικες Λέξεις που λέμε καθημερινά
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V
καβάκι: kavak, είδος λεύκας
καβάσης: kavas (= φύλακας, φρουρός), φρουρός πρεσβείας ή προξενείου της παλιάς Τουρκίας και Αιγύπτου
καβάφης: kavaf, κατασκευαστής ή πωλητής παπουτσιών δεύτερης ποιότητας | κακός, αδέξιος τεχνίτης, σκιτζής
καβγάς: kavga, φιλονικία, τσακωμός
καβγατζής/τζού: kavgacı, άνθρωπος που του αρέσουν οι καβγάδες
καβούκι: kabuk, όστρακο
καβουρδίζω: kavurdim/kavurmak, καβουρντίζω, τσιγαρίζω, ξεροψήνω, κατακαίω
καβουρμάς: kavurma, είδος φαγητού από τσιγαρισμένο κρέας, λίπος και κρεμμύδια
καγιανάς: kaygana, ομελέτα με ντομάτα, κρεμμύδι και ψιλοκομμένο κρέας
καδής: kadi, κατής
καζάνι: kazan, μεγάλη μετάλλινη χύτρα, λέβητας
καζαντίζω: kazandim, αποκομίζω κέρδη, πλουταίνω
καζίκι: kazık, πάσσαλος, δύσκολη, δυσάρεστη περίσταση
καζμάς: kazma, σκαπάνη, αξίνα, σκαπτικό εργαλείο
καΐκι: kayık, μικρό ιστιοφόρο πλοίο
καϊκτσής: kayıkcı, ο ιδιοκτήτης καϊκιού, ο κυβερνήτης καϊκιού
καϊμακάμης: kaymakam, προϊστάμενος διοικητικής υπηρεσίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας
καϊμάκι: kaymak, ανθόγαλα, αφρόγαλα, πυκνό στρώμα αφρού, που σχηματίζεται στον καφέ, όταν βράζει
καϊσί: kaysı, το βερίκοκο
καλάι: kalay, κασσίτερος
καλαϊτζής: kalaycı, ασσιτερωτής χαλκωμάτων, γανωματής
καλαμπαλίκι: kalabalık, συρροή πλήθους ανθρώπων που θορυβούν, οχλαγωγία
καλέμι: kalem, πένα από ινδοκάλαμο, που χρησιμοποιόταν παλαιότερα, εργαλείο λάξευσης που χρησιμοποιούν οι λιθοξόοι, ξυλουργοί, μαρμαρογλύπτες
καλκάνι: kalkan, είδος ψαριού, ρόμβος ο κοινός, η επάνω άκρη της πρύμνης
καλντερίμι: kaldırım, λιθόστρωτο με ανώμαλη επιφάνεια
καλούπι: kalıp , κοίλο στερεό σώμα όπου χύνονται ρευστές ύλες, για να πάρουν ορισμένο σχήμα, μήτρα, πρότυπο, φόρμα
καλπάκι: kalpak, μάλλινος ή δερμάτινος σκούφος
κάλπης/ισσα: kalp, απατεώνας, άνθρωπος αναξιόπιστος
καλπουζάνης/άνα: kalpazan, που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, πλαστογράφος, παραχαράκτης
καλτάκα: kaltak (= σέλα), ιερόδουλος δηλωμένη, πόρνη
κάλφας: kalfa, ο μαθητευόμενος τεχνίτης (ιδ. ράφτη ή παπουτσή)
καμιτσίκι: kamcı, μαστίγιο, καμουτσί, καμτσίκι
καμουχάς: kemhu, υφαντό μεταξωτό ύφασμα με ποικίλματα κλαδιών και ανθέων, καμουκάς
καμπούρης: kambur, κυφός, που έχει καμπούρα
κανταΐφι: kadayıf, είδος γλυκίσματος του ταψιού
καντάρι: kantar, είδος ζυγαριάς
κανταρτζής: kantarcı, ο κατασκευαστής κανταριών
καπάκι: kapak, σκέπασμα σκεύους ή δοχείου
καπαμάς: kapama, είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας με τομάτα και μπαχαρικά
καπλαμάς: kaplama, λεπτό φύλλο ξύλου ή μετάλλου για επένδυση επιφανειών
καπλάνι: kaplan, η τίγρη
καπλαντίζω: kapladım, καλύπτω επιφάνεια με καπλαμά
καρα-: kara (= μαύρος), ως α΄ συνθετικό δίνει στο β΄ τη σημασία του μαύρου
καραβάν σαράι: karavan-saray, χάνι όπου καταλύει καραβάνι
καραβάν σαράι: karavan-saray, χάνι όπου καταλύει καραβάνι
καραβάνα: karavana, μεταλλικό σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών
καραγάτσι: kara agac (= μαύρο δέντρο), κοινή ονομασία του ξύλου της φτελιάς
καράγιαλης: karayel, ονομασία βορειοδυτικού ανέμου, η μαϊστροτραμουντάνα
καραγιαπί: οικοδόμημα που δεν τέλειωσε ακόμη, γιαπί
καραγκιόζης: karagöz (= μαυρομάτης), ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών, τύπος τεμπέλη, πειναλέου, κακοφτιαγμένου και παμπόνηρου ανθρώπου, γελωτοποιός
καραγκιόζμπερντές: karagöz + perde, το θέατρο του καραγκιόζη
καρακατσάνοι: kara-kacan (= αυτός που φεύγει από το δάσος), σαρακατσαναίοι, ελληνική νομαδική φυλή ποιμένων
καρακόλι: karakol, αστυνομική περίπολος
καραμπογιά: karaboya, μαύρη βαφή
καραμπουζουκλής: καρα- + μπουζούκι, μάγκας, επιτήδειος, καπάτσος
καραούλι: karakol (= φρουρά), βάρδια, σκοπιά, παρατηρητήριο
καρας: kara, μαύρο άλογο
καρατζόβας: αγροίκος
κάργα: karga, είδος πουλιού, η καλιακούδα
καρντάσης/σινα: kardas, αδελφός, σύντροφος, αδελφικός φίλος
καρπούζι: karpuz, ο καρπός της καρπουζιάς, υδροπέπων
καρσί: karsı, αντίκρυ
καρσιλαμάς: karsılama, είδος λαϊκού αντικριστού χορού
καρτάλι: kartal, είδος αετού
κασέρι: kaser, είδος σκληρού τυριού
καταντίπ: dip, εντελώς, ολωσδιόλου
κατής: kadı, Τούρκος ιεροδικαστής
κάτι: kat, καθένα από τα μέρη που αποτελούν πτυχή
κατιμάς: katmak (= προσθέτω), κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας, που υποχρεωτικά πουλιέται μαζί μ’ εκείνο που διάλεξε ο αγοραστής
κατιμέρι: katmer (= διπλωτός), είδος ανατολίτικου γλυκίσματος, μικρή πίτα που διπλώνεται και στην οποία χύνεται λιωμένο λάδι, βούτυρο και αβγό, και πασπαλίζεται με ζάχαρη ή μέλι
κατιφές: kadıfe, βελούδο, είδος λουλουδιού
κατμάς: katmak (= προσθέτω), κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας, που υποχρεωτικά πουλιέται μαζί μ’ εκείνο που διάλεξε ο αγοραστής
κατσαμάκι: kacamak, χυλός από καλαμποκάλευρο, υπεκφυγή, πρόφαση
καφάσι: kafes, ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα των τουρκικών σπιτιών
καφάσι: kafa, κρανίο
καφέ-αμάν: kahve-aman, καφωδείο όπου τραγουδούν, κατά τη νύχτα, αμανέδες
καφένες: kahve-hane, το καφενείο
καφές: kahve, τα σπέρματα της καφέας και το αφέψημα απ’ αυτά
καφετζής/τζού: kahvecı, ο ιδιοκτήτης καφενείου, καφεπώλης
καφτάνι: kaftan, ένδυμα των ανατολικών λαών πλούσια διακοσμημένο και ντυμένο με γούνα
κελεπούρι: kelepir, ανέλπιστο εύρημα, εμπόρευμα σε τιμή ευκαιρίας
κεμέρι: kemer, βαλάντιο
κεμπάπ(ι): kebab, είδος ψητού κρέατος
κεμπάπ(ι): kebab, είδος ψητού κρέατος
κερχανάς: kerhane, ο κιρχανάς, το πορνείο
κεσάτι: kesat, εμπορική απραξία, αναδουλειά
κεσέμι: kösem, κριάρι που προπορεύεται στο κοπάδι
κεσές: kese, μικρό δοχείο όπου πήζεται το γιαούρτι
κετσές: kece, είδος υφάσματος από μαλλί ή τρίχες συμπιεσμένες, πίλημα
κέφι: keyıf (= ευθυμία), ευθυμία, καλή διάθεση
κεφτές: köfte, ίδος φαγητού από κιμά και άλλα υλικά
κεχαγιάς: kahya (= προϊστάμενος), οικονόμος ή διαχειριστής σε μεγάλο σπίτι, επίτροπος, τοποτηρητής
κεχριμπάρι: kehrıbar (= αυτό που έλκει άχυρα), το ήλεκτρο
κιλίμι: kilim, είδος απλού χαλιού, χωρίς πέλος
κιμάς: kıyma, κρέας λεπτοκομμένο με μηχανή, ώστε να αποτελεί πολτώδη μάζα
κιμπάρης/ισσα: kibart (= ευγενής, πλούσιος), χαρακτηρίσει κάποιον με αρχοντική εμφάνιση και συμπεριφορά
κιμπαρλίκι: kibarlik (=ευγένεια καταγωγής), αρχοντιά, αριστοκρατικότητα
κινά: kina, χρωστική ουσία, κοκκινωπή, που εξάγεται από το τροπικό φυτό λαουσόνια
κιόσκι: kösk, περίπτερο, πρόχειρο στέγαστρο σε κήπο
κιοτής: kötü (= κακός), δειλός
κιούγκι: künk, σωλήνας οχετού, υδροσωλήνας
κιούπι: küp, πιθάρι
κιοφτές: köfte, είδος φαγητού από κιμά και άλλα υλικά, κεφτές
κιρκινέζι: kerkenes, το αρπακτικό πουλί κίρκος ο πελειοφάγος
κιρχανάς: kerhane, το πορνείο
κισμέτ(ι): kısmet, το πεπρωμένο, το μοιρόγραφτο
κιτάπι: kıtap, βιβλίο
κολάι: kolay, ευχέρεια
κολαούζος: kılavuz, οδηγός σε δρόμο
κολομπαράς: kulampara, ο συνουσιαζόμενος με άντρα έχοντας ρόλο ενεργητικό, αρσενοκοίτης
κομιτατζής: komitacı, μέλος αντάρτικου ή επαναστατικού κομιτάτου
κονάκι: konak, κατοικία, κατάλυμα
κόπ(ι)τσα: kopca, μικρή πόρπη, θηλύκωμα
κοράνι: Kuran, το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού
κοτζάμ(άν/ού): kocaman, τόσο μεγάλος
κοτζάμπασης: koca-basi, επί τουρκοκρατίας, προεστός κοινότητας
κοτσάνι: kocan, μίσχος φύλλου, άνθους, καρπού
κουβαρνταλίκι: hovarda-lιk, γενναιοδωρία
κουβαρντάς/ντού: hovarda, γενναιόδωρος
κουβάς: kova, αγγείο ανοιχτό, συν. μετάλλινο, για άντληση ή μεταφορά νερού
κουβούσι: kovus, τετράγωνο άνοιγμα στο κατάστρωμα πλοίου που χρησιμεύει για τον αερισμό του πλοίου
κουλαντρίζω: kullanmak, κατορθώνω να επαρκώ στις ανάγκες, τα καταφέρνω, διευθετώ, εξομαλύνω
κούλας/α: kule, πύργος, μικρό φρούριο
κουμάρι: kumar, τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα
κουμαρτζής: kumar, ο επαγγελματίας χαρτοπαίκτης
κουμπαράς: kumbara, μικρό δοχείο για αποταμίευση χρημάτων
κουμπές: kubbe, τρούλος, θόλος, θολωτή στέγη
κουμπούρα: kubur, (= θήκη πιστολιού σε κουμπωτό περιστήθιο), πιστόλι
κουντούρα/ι: kundura, είδος χαμηλού παπουτσιού που φορούσαν οι χωρικές
κουντουρντίζω: kudurdim/kudurmak (=τρελαίνω κάποιον), με πιάνει τρέλα, μανία, συμπεριφέρομαι σαν τρελός
κουραμπιές: kurabiye, είδος γλυκίσματος από βούτυρο, αλεύρι και άχνη ζάχαρη, στρατιώτης απόλεμος
κουρασάνι: horasan, κονίαμα από τριμμένο κεραμίδι, άμμο και ασβέστη
κουρμπάνι: kurban (= θύμα), το ζώο που σφάζεται σε πανήγυρη
κουρμπάτσι: kιrbac, μαστίγιο
κουρμπέτι: gurbet, η ξενιτιά, εξορία
κουσούρι: kusur, ελάττωμα, μειονέκτημα
κουτούκι: kütük, κορμός δέντρου, κούτσουρο
κουτουρού: götürü, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό
κωλοχανείο: κωλο+hane, χαρακτηρίσει χώρο (κατάστημα, υπηρεσία κτλ.) όπου επικρατεί αταξία και ασυδοσία
λαγούμι: lâgım, υπόνομος, οχετός
λαγουμιτζής: lâgımcı, ο κατασκευαστής λαγουμιών, υπονόμων
λακιρντί: lâkırdı (=συνομιλία, φλυαρία), κουβεντολόι
λαπάς: lapa, φαγητό από ρύζι χυλοποιημένο
λαχούρι: lahuri, είδος λεπτού, μεταξωτού υφάσματος, με αργυρά ή χρυσά κεντήματα, κατάλληλο για γυναικείο σάλι
λεβέντης/ισσα: levend, αρρενωπός, γενναίος, παλικαράς, γενναιόδωρος
λεγένι: legen, η λεκάνη του νιπτήρα
λεκές: leke, κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία
λέλεκας: leylek, το πουλί πελαργός, λελέκι
λελές: lâle (= τουλίπα), αβροδίαιτος, λεπτεπίλεπτος γόνος αριστοκρατικής οικογένειας
λεμές: elleme (= τα άχρηστα υλικά που δεν περνούν από το κόσκινο), αλήτης, παλιάνθρωπος
λεμπλεμπίδια: leblebi, τα στραγάλια
λέσι: les, πτώμα ζώου αποσυνθεμένο, δυσωδία
λιμάνι: liman, προστατευμένη περιοχή σε παραλία, ή σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή πλοίων
λίμπα: limba (= είδος βάρκας), τα έκανε λίμπα, τα έκανε άνω κάτω, τα έσπασε όλα
λούκι: oluk, νεροσωλήνας, κιούγκι, αυλάκι σε ξύλινη ή μετάλλινη επιφάνεια
λουκουμάς: lokma, είδος πρόχειρου λαϊκού γλυκίσματος από ζύμη σε σβόλους, που ψήνονται σε καυτό λάδι και επαλείφονται με μέλι
λουκούμι: lokum, είδος γλυκίσματος από άμυλο και ζάχαρη
λουλάς: lula, η εστία του ναργιλέ ή της σύριγγας για το κάπνισμα του όπιου και του χασίς
λουφές: ulufe (= μισθός), μισθός που έπαιρναν επί τουρκοκρατίας οι αρματολοί
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V
Τούρκικες Λέξεις που λέμε καθημερινά