Ιταλικές Λέξεις που έχουμε στα Ελληνικά
| |Ιταλικές Λέξεις που έχουμε στα Ελληνικά
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V Μέρος VI
ραβίνος: rabbino, θρησκευτικός λειτουργός σε εβραϊκή κοινότητα
ραβιόλια: ravioli, φαγητό από ζυμαρικά γεμισμένα με κρέας και καρυκεύματα
ράδα: rada, ανοιχτό και ευρύχωρο αγκυροβόλιο, ανοιχτός προλιμένας
ραδίκι: radicchio, κοινό όνομα πολλών χορταρικών
ρακέτα: racchetta, όργανο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα της σφαίρας στις αθλοπαιδιές του τένις και του πινγκ πονγκ
ραμολιμέντο: rammollimento, εγκεφαλική μαλάκυνση, γεροντική άνοια
ραπόρτο: rapporto, αναφορά, υπόμνημα
ράσπα: raspa, οδοντωτή λίμα
ράτσα: razza, γενιά, φυλή
ρατσισμός: razzismo, θεωρία που υποστηρίζει την ανωτερότητα μιας φυλής και αποβλέπει στη διατήρηση της “καθαρότητάς” της και στην κυριαρχία της επί των άλλων
ραφινάρω: raffinare, καθαρίζω χημική ουσία από ακαθαρσίες ή προσμίξεις, διυλίζω, λαμπικάρω
ραφινάτος: raffinato, ραφιναρισμένος, διυλισμένος, εκλεπτυσμένος, φίνος
ρεβεράντζα: reverenza, βαθιά υπόκλιση σε ένδειξη σεβασμού
ρεγάλο: regalo, δώρο, φιλοδώρημα
ρεζέρβα: riserva, καθετί που φυλάγεται για μελλοντική χρήση, απόθεμα
ρεμούλα: rimula (=ρήγμα), διαρπαγή, λεηλασία, κλεψιά
ρεντίκολο: γελοίος
ρεπλίκα: replica, αντίγραφο έργου τέχνης φιλοτεχνημένο από τον ίδιο τον καλλιτέχνη του πρωτοτύπου, ακριβές αντίγραφο, πανομοιότυπο
ρεπούμπλικα: repubblica, είδος ανδρικού καπέλου
ρεσάλτο: risalto, έφοδος αγήματος για κατάληψη εχθρικού πλοίου, τολμηρή ή απεγνωσμένη απόπειρα
ρεστάρω: restare, παύω, σταματώ
ρέστος: υπολειπόμενος, υπόλοιπος
ρετάλι: ritaglio, το τελευταίο υπόλοιπο από τόπι υφάσματος που πουλιέται σε πολύ φθηνή τιμή
ρετσέτα: ricetta, ιατρική συνταγή
ρετσινόλαδο: ricino + λάδι, είδος λαδιού που παράγεται από φυτό των τροπικών χωρών και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό καθώς και στη σαπωνοποιία
ρετσιτατίβο: recitativo, είδος μουσικής απαγγελίας στο μελόδραμα
ρίγα: Riga, ξύλινος ή μεταλλικός χάρακας, ευθεία γραμμή σε ύφασμα ή άλλη επιφάνεια
ριζικό: risico, η μοίρα, η τύχη
ριζότο: risotto, είδος φαγητού με ρύζι
ρίμα: rima, η ομοιοκαταληξία
ριμάρω: rimare, φτιάχνω ρίμες, στιχουργώ, ομοιοκαταληκτώ
ριμάτα: rimata, εκτενές ποίημα με ομοιοκατάληκτα δίστιχα
ρίσκο: rischio, κίνδυνος, δυσμενές ενδεχόμενο, παρακινδυνευμένη ενέργεια
ροβολώ: rubellare, κατεβαίνω γοργά από ύψωμα
ροδέλα: rondella, μικρός κύκλος από δέρμα, καουτσούκ ή μέταλλο που χρησιμεύει για το καλύτερο σφίξιμο της βίδας
ροζέτα: rosetta, δαχτυλίδι με μικρά πετράδια σε σχήμα ρόδου, γλυπτό ρόδο, έμβλημα παρασήμου σε σχήμα μικρού ρόδου που φοριέται στο πέτο
ρόκα: rocca, 1. λεπτό ξύλινο ραβδί με την άκρη διαμορφωμένη έτσι ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο, 2. κοινή ονομασία εδώδιμου φυτού
ρομάντζα: romanza, τραγούδι με τρυφερό και συγκινητικό θέμα | μικρή και απλή μουσική σύνθεση με λυρικό χαρακτήρα, ρεμβασμός, ονειροπόληση
ρομαντζάρω: romanzare, ρεμβάζω, ονειροπολώ
ρομάντζο: romanzo, είδος μυθιστορήματος, ερωτική ιστορία σε έντεχνο πεζό λόγο
ρομαντικός: romantico, τάση προς το ιδανικό, οπαδός του καλλιτεχνικού ρομαντισμού, ο υπερβολικά συναισθηματικός, ο μακριά από την πραγματικότητα προς την ονειροπόληση
ρομαντισμός: romantismo, τεχνοτροπία που χαρακτηρίζεται από πλούσια φαντασία
ρομβία: rombia, είδος έγχορδου μουσικού οργάνου που χρησιμοποιείται από πλανόδιους μουσικούς
ρόμπα: roba, πρόχειρο, γυναικείο εξωτερικό ένδυμα
ρομπατσίνα: robaccina, επίπληξη
ροσόλι: rosolio, ηδύποτο, λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα τριαντάφυλλου
ρόστο: arrosto, κρέας κοκκινιστό
ρότα: rota, η πορεία του πλοίου
ροτόντα: rotonda, κυκλικü οικοδόμημα με θόλο και περιστύλιο, κυκλικό τραπέζι
ρουκέτα: rocchetta, ικρό βλήμα που προωθείται με πυραυλικό σύστημα, είδος πυροτεχνήματος
ρουφιανεύω: ruffianare, διαβάλλω, συκοφαντώ
ρουφιάνος/α: ruffiano (=οπαδός του Εφέσιου αφροδισιολόγου Ρούφου), μαστροπός, προαγωγός, σπιούνος, καταδότης
ρουφιάνος/α: ruffiano, μαστροπός, προαγωγός, σπιούνος, καταδότης
σαβόρε: savore, ξινή σάλτσα ως καρύκευμα ψαριών
σακαράκα: carcassa (= σκελετός πλοίου), παλιό και άχρηστο σπαθί, οτιδήποτε αχρηστευμένο από την πολυκαιρία
σάλα: sala, αίθουσα υποδοχής, σαλόνι, μεγάλη αίθουσα για δημόσιες συγκεντρώσεις
σαλαμάστρα: salmastra, σχοινί πλοίου
σαλάμι: salame, είδος αλλαντικού από αλεσμένο κρέας και διάφορα καρυκεύματα
σαλάτα: insalata (= αλατισμένη), δύσκολη η τακτοποίηση
σαλιέρα: saliera, αλατιέρα
σαλόνι: salone, αίθουσα υποδοχής, σάλα, η επίπλωση της αίθουσας υποδοχής
σαλπάρω: salpare, σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω
σαλτάρω: saltare, άγγιξα τα όρια της απόγνωσης, τρελάθηκα, βρέθηκα σε κατάσταση συγχύσεως
σαλτιμπάγκος: saltimbanco (salta in banco), υπαίθριος ταχυδακτυλουργός ή ακροβάτης, άνθρωπος χωρίς αρχές, κατεργάρης
σάλτο μορτάλε: salto mortale, πήδημα θανάτου
σάλτο: salto, άλμα, πήδημα, παράτολμο εγχείρημα
σάλτσα: salsa, ρευστό άρτυμα φαγητών από βούτυρο, λάδι και διάφορα καρυκεύματα
σαντακρούτα: seta-cruta, είδος υφάσματος από ακατέργαστο μετάξι
σάντολο: sandolo, είδος αραβικού αλιευτικού πλοιαρίου
σαρδέλα: sardella, είδος ψαριού, σαρδίνη
σβέλτος: svelto, ευκίνητος, γρήγορος
σε(γ)κοντάρω: secondare, σιγοντάρω, κάνω σεκόντο, συνοδεύω ως δεύτερη φωνή, υποστηρίζω κάποιον σε προσπάθειά του
σε(γ)κόντο: secondo, σιγόντο, η δεύτερη φωνή σε διωδία ή τετραωδία
σέκος: secco (= ξηρός), ξερός
σελίνι: scellino, υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας, νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών
σενάριο: scenario, αναλυτική περιγραφή της υπόθεσης και πλοκής κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου
σεντίνα: sentina, εσωτερικό μέρος ενός πλοίου στο οποίο συγκεντρώνονται τα βρόμικα νερά, άντλος
σέρα: serra, θερμοκήπιο
σερβιτόρα/ισσα/ος: servitore, υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου, ζαχαροπλαστείου
σερβίτσιο: servizio, τα επιτραπέζια σκεύη που χρησιμοποιεί ο κάθε συνδαιτυμόνας σε γεύμα, σύνολο από επιτραπέζια σκεύη
σερενάδα/τα: serenata, ερωτικό τραγούδι που τραγουδιέται τη νύχτα κάτω από το παράθυρο αγαπημένου προσώπου, καντάδα
σέσουλα: sessola, καφίδι για το άδειασμα των νερών από βάρκα, μικρό κοίλο φτυαράκι που χρησιμοποιούν οι παντοπώλες
σεστέτο: sestetto, μουσική σύνθεση για έξι όργανα ή φωνές
σία: scia, σία, κάνε πίσω με τα κουπιά
σιγαρέτο: sigaretta, το τσιγάρο
σιγάρο: cigaro, το τσιγάρο
σίγουρος: sicuro, βέβαιος, ασφαλής, σταθερός, ακίνδυνος
σινιάλο: segnale, συνθηματικό σημάδι, σήμα
σινιόρ: signore, κύριος, σιορ
σινιόρα: signora, κυρία, σιόρα
σινιορίνα: signorina, δεσποινίδα
σιρόκος: scirocco, νοτιοανατολικός άνεμος, σορόκος
σκάκι: scacco, επιτραπέζιο παιχνίδι για δύο άτομα, ζατρίκιο, η σκακιέρα
σκαλτσούνι: calzone, είδος αμυγδαλωτού γλυκού
σκαμπαβία: scappavia, είδος πλοίου
σκαμπανεβάζω: scampare + ανεβάζω, ταλαντεύομαι, κλυδωνίζομα, πηγαίνω από δω κι από κει, ταλαντεύομαι
σκαμπρόζικος: scabroso, που είναι προκλητικός
σκαμπρόζος: scabroso, που προκαλεί ερωτική επιθυμία
σκαντάγιο: scandaglio (= βολίδα), σκαντάλιο, όργανο για τη μέτρηση του βάθους ή την εξέταση του βυθού των θαλασσών
σκαντζάρω: scansare (= αποφεύγω), αλλάζω βάρδια
σκαπετίζω: scappare, διαφεύγω, το σκάω, σκαπετώ
σκαπουλάρω: scapolare, ξεφεύγω από κίνδυνο, γλιτώνω
σκαρμούτσο: scaramuccia, στήλη από μεταλλικά κέρματα περιτυλιγμένα σε χαρτί
σκαρπέλο: scarpello, είδος ξυλουργικού εργαλείου, κοπίδι
σκαρπίνι: scarpino, είδος χαμηλού παπουτσιού
σκαρτάρω: scartare (= απορρίπτω), αφαιρώ από την τράπουλα τα περιττά, για το παιχνίδι που πρόκειται να παιχθεί, αποβάλλω από ένα σύνολο πραγμάτων τα άχρηστα ή τα κατώτερης ποιότητας
σκάρτος: scarto, άχρηστος, ακατάλληλος
σκερτσάρω: scherzare, κάνω σκέρτσα, ακκίζομαι
σκέρτσο: scherzo, ακκισμός, νάζι, χαριτωμένη κίνηση
σκερτσόζος: scherzoso, ναζιάρης, που κάνει πολλά σκέρτσα, κομψός, χαριτωμένος
σκέτος: schietto, ανόθευτος, καθαρός, αμιγής, απέριττος, απλός, απόλυτος, ολοκληρωτικός
σκιτσάρω: schizzare, σκιαγραφώ, δίνω το περίγραμμα προσώπου ή πράγματος
σκίτσο: schizzo, πρόχειρο σχεδίασμα, απεικόνιση προσώπου ή πράγματος με απλές γραμμές, σκιαγράφημα
σκόντο: sconto, έκπτωση στην τιμή εμπορεύματος
σκορβούτο: scorbuto, αρρώστια που προκαλείται από έλλειψη βιταμίνης C
σκορδαλιά: σκόρδο + agliata, πολτώδες καρύκευμα από σκόρδο, ψωμί ή πατάτες και λάδι, αλιάδα
σκότα: scotta, σκοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου
σκούδο: scudo, παλιό γαλλικό και ιταλικό νόμισμα
σκουλαμέντο: scolamento, η βλενόρροια
σκούνα: scuna, είδος ιστιοφόρου πλοίου
σκουντρώ: scontrare, σπρώχνω, απωθώ βίαια κάποιον, σκοντάφτω
σκουρέτο: scuretto, λεπτή σανίδα
σκούρος: oscuro, σκοτεινόχρωμος, βαθύχρωμος
σκούφια: scuffia, πάνινο κάλυμμα της κεφαλής
σμάλτο: smalto, υαλώδες επίχρισμα σε σκεύη, κομψοτεχνήματα, ουσία των δοντιών, η αδαμαντίνη
σμπαράλια: sbaraglio (= σκόρπισμα), τρίμματα, θρύψαλα, συντρίμμια
σμπάρος: sbarro, εκπυρσοκρότηση, πυροβολισμός
σμπίρος: sbirro, αστυνομικός υπάλληλος
σμυρίγλι: smeriglio, η σμύριδα
σοβεντάρω: καταφεύγω σε απάνεμο μέρος (για πλοία)
σοβερτάρω: sovertire (=ανατρέπω), ανατρέπομαι (για πλοία)
σοβράνος: sovrano, προσάνεμος (για πλοία), κόντρα στον άνεμο
σόδα: soda, το ανθρακικό νάτριο του εμπορίου, αναψυκτικό που περιέχει ανθρακικό νάτριο
σολινταρισμός: solidarismo, η θεωρία της κοινωνικής ή επαγγελματικής αλληλεγγύης
σολίστ(ας): solista, που εκτελεί μουσικό κομμάτι μόνος του
σόλο: solo, μουσικό κομμάτι για φωνή ή για όργανο που ερμηνεύεται ή εκτελείται από ένα άτομο
σονάρω: sonare, ηχώ, είμαι ηχηρός, παίζω μουσικό όργανο
σονάτα: sonata, μουσική σύνθεση για ένα ή δύο όργανα, αποτελούμενη από τρία ή τέσσερα μέρη διαφορετικής ρυθμικής αγωγής
σονέτο: sonetto, ποίημα αποτελούμενο από δύο τετράστιχα και δύο τρίστιχα
σοπράνο: soprano, τραγουδίστρια υψίφωνος
σόργο: sorgo, είδος φυτού από τα αγρωστοειδή
σούζα: suso, η στάση τετράποδου ζώου που στηρίζεται μόνο στα πίσω πόδια
σουλατσαδόρος/ισσα: sollazzatore, αυτός που κάνει σουλάτσα, που κόβει βόλτες, αργόσχολος
σουλατσάρω: sollazzare (=διασκεδάζω), περίπατο, κόβω βόλτες, σεργιανώ, σουλατσέρνω
σουλάτσο: sollazzo (=διασκέδαση), περίπατος, σεργιάνι
σούμπιτος: subito, ξαφνικός, αιφνίδιος, ολόκληρος
σούπα: suppa, ρευστό φαγητό ή ζωμός
σουπιέρα: zuppiera, πιατέλα για το σερβίρισμα της σούπας
σουρντίνα: sordina, μικρό εργαλείο που εφαρμόζεται σε μουσικά όργανα για να μειώσει την ένταση του ήχου, πνιγέας
σούσουρο: sussuro, ψίθυρος, θόρυβος
σούστα: susta, ελατήριο
σοφίτα: soffitto, μικρό δωμάτιο κάτω από τη στέγη ή στην ταράτσα
σπαγγέτι: spaghetti, λεπτά ατρύπητα μακαρόνια
σπάγκος: spago, λεπτότατο σκοινί
σπάλα: spalla, η ωμοπλάτη του σφαγίου
σπατσάρω: spacciare, τελειώνω κάτι
σπέκουλα: speculare, κερδοσκοπία
σπεκουλαδόρα/ος: speculatore, κερδοσκόπος
σπεκουλάρω: speculare, κερδοσκοπώ
σπερματσέτο: sperma ceti (=σπέρμα κήτους), είδος κεριού από λίπος
σπετσ(ι)έρης: spezieri, φαρμακοποιός
σπετσαρία: spezieria, φαρμακείο
σπιανάδα: spianata (= πλατεία), η παραλιακή και η πλατεία στα Επτάνησα
σπικάτο: spiccato, η παραγωγή φθόγγων με σκιρτήματα του τόξου στις χορδές του οργάνου (στη μουσική)
σπιουν(ι)άρω: spionare, βάζω σπιουνιές, διαβάλλω ή καταδίδω
σπιούνα/ος: spione, κατάσκοπος | καταδότης, χαφιές
σπιρούνι: sperone, μεταλλικό εξάρτημα στη φτέρνα των παπουτσιών του ιππέα για το κέντημα του αλόγου, πτερνιστήρας
σπίρτο: spirto, οινόπνευμα, αλκοόλη, ποτό που περιέχει σημαντική ποσότητα οινοπνεύματος, λεπτό ξυλαράκι με κόκκο εύφλεκτης ύλης, στο άκρο του, αναφλεγόμενο με τριβή, πυρείο
σπιρτόζος: spirtoso, έξυπνος, πνευματώδης
σπόντα: sponda (= χείλος γέφυρας, παραπέτο), η εσωτερική πλευρά σφαιριστηρίου, που αποτελείται από ελαστικό
σπόρκα: sporco, στην φράση ‘μου ήρθαν σπόρκα’, αντιμετωπίζω απρόβλεπτες δυσκολίες
σταβέντο: sottovento, υπήνεμα, απάνεμα (στα πλοία)
στακάτο: staccato (= διακεκομμένα), όρος και σημείο που δηλώνει ότι οι φθόγγοι πρέπει να εκτελούνται ξεχωριστά, όχι δεμένοι μεταξύ τους (στη μουσική)
στάμπα: stampa, σφραγίδα, βούλα, ξύλινο καλούπι με λέξεις, σχέδια
σταμπάρω: stampare, σφραγίζω, βάζω τη στάμπα
στανιάρω: stagnare, συνέρχομαι, αναλαμβάνω δυνάμεις, δυναμώνω
στέκα: stecca, μακρύ ραβδί που χρησιμοποιούν οι παίκτες του μπιλιάρδου
στερλίνα: sterlina, η αγγλική λίρα
στιλέτο: stiletto, αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό
στιλιζάρω: stilizzare, δίνω σε καλλιτεχνικό έργο τη σφραγίδα ορισμένης τεχνοτροπίας, τα σχηματικά χαρακτηριστικά ορισμένου ρυθμού
στίμα: stima, εκτίμηση, υπόληψη
στιμάρω: stimare, υπολογίζω, μετρώ, τιμώ, σέβομαι
στοίβα: stiva, σωρός από ομοειδή πράγματα τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο
στοκάρω: stoccare, επιχρίω με στόκο, συγκεντρώνω διαθέσιμα προϊόντα, εμπορεύματα κτλ., δημιουργώ στοκ
στόκος: stocco, εύπλαστη μάζα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση υαλοπινάκων, πολτώδης μάζα από γύψο και άλλα υλικά που χρησιμοποιείται για την κάλυψη οπών, ρωγμών κτλ. των τοίχων, γυψομάρμαρο
στορ(ι): stora, μπαλκονόπορτας ή παραθύρου, παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα
στούντιο: studio, εργαστήριο καλλιτέχνη, σπουδαστήριο, μικρό διαμέρισμα μ’ ένα κύριο δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα και μπάνιο
στόφα: stoffa, κουρτίνες
στραμπουλίζω: strambare+strangolare, εξαρθρώνω μέλος του σώματος με συστροφή, στραγγαλίζω
στραπατσάρω: strapazzare, προκαλώ στραπάτσο, ζημιές, βλάβη, εξευτελίζω
στραπάτσο: strapazzo, φθορά, ζημία, ηθική βλάβη, εξευτελισμός
στρέτο: stretto, μουσικός όρος που σημαίνει επιτάχυνση της ρυθμικής αγωγής στο μέγιστο
στρωμάτσο: stramazzo, στρώμα, κατασκεύασμα που κρεμιέται στα πλευρά του πλοίου, για να το προφυλάγει από συγκρούσεις
σφαλιάρα: sfaglio, δυνατό ράπισμα, χαστούκι
σφολιάτα: sfogliata, είδος ζύμης που ανοίγεται φύλλο και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στην μαγειρική
Ιταλικές Λέξεις που έχουμε στα Ελληνικά