Γερμανικές λέξεις στην Ελληνική γλώσσα

 

Γερμανικές λέξεις στην ελληνική γλώσσα
Γερμανικές λέξεις στην ελληνική γλώσσα

 

αλτ         halt        στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα· στάσου, σταθήτε

αξιόγραφο         Wertpapier         απόδ. έγγραφο στο οποίο είναι ενσωματωμένο ιδιωτικό δικαίωμα για την ενάσκηση του οποίου είναι απαραίτητη η κατοχή του εγγράφου

βαλπούργεια νύχτα       Walpurgisnacht νύχτα γεμάτη οργιαστικά συμβάντα (κατά τη γερμανική λαϊκή παράδοση, τα όργια των μαγισσών τη νύχτα της 30ης Απριλίου προς την 1η Μαΐου, εορτή της Αγίας Βαλπούργης)

βούρτσα              burstja  όργανο από τρίχες, φυτικές ίνες ή λεπτά σύρματα στερεωμένα σε κατάλληλη βάση, για καθαρισμό, γυάλισμα

γκεσταπίτης/ισσα           Gestapo               βραχυγραφία της επωνυμίας Geheime Staatspolizei (= Μυστική Αστυνομία του Κράτους)  μέλος της Γκεστάπο

εγκιβωτισμός    Einschachtelung               απόδ. τοποθέτηση σε κιβώτιο | αποκλεισμός του νερού με στεγανό περίφραγμα για θεμελίωση

εντελβάις            Edelweiss            πολυετές, ποώδες φυτό με λογχοειδή, τριχωτά, άσπρα φύλλα, που ευδοκιμεί στις αλπικές περιοχές της Ευρώπης και Ν. Αμερικής

εντροπία             Entropie               μαθηματική συνάρτηση που περιγράφει τα χαρακτηριστικά της καταστάσεως ενός συστήματος | συνάρτηση που χαρακτηρίζει την κατάσταση αταξίας ενός συστήματος

ερζάτς  Ersatz    προϊόν διατροφής που αντικαθιστά ένα άλλο ανώτερης ποιότητας αλλά που σπανίζει, υποκατάστατο

ζέπελιν Zeppelin              μεγάλο πηδαλιοχούμενο αερόπλοιο που χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και για εμπορικές μεταφορές μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο

κάιζερ   Kaiser    τίτλος Γερμανού αυτοκράτορα

καμεραλισμός  kameralismus    εμποροκρατικό σύστημα που επικράτησε στη Γερμανία και Αυστρία κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, κατά το οποίο τα δημόσια έσοδα και η ανάπτυξη της βιομηχανίας θεωρούνται η κυριότερη πηγή ευημερίας του έθνους

καρστ   Karst      ασβεστολιθική περιοχή όπου επικρατεί η χημική διάβρωση στους ασβεστόλιθους και, κατ’ επέκτ., στα άλλα διαλυτά πετρώματα

κιτς        kitsch    δηλώνει ένα στιλ ή μια αισθητική αντίληψη που χαρακτηρίζεται από τη χρησιμοποίηση ετερόκλητων στοιχείων, την καλλιτεχνική προχειρότητα και την έλλειψη έμπνευσης, κακογουστιά

κοβάλτιο             kobalt   χημικό στοιχείο από τα μέταλλα

κραχ      Krach     ραγδαία πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου | πτώχευση μεγάλης επιχειρήσεως

λάιτμοτίφ           Leitmotiv             μουσικό οδηγητικό θέμα | φράση ή σχήμα που επανέρχεται πολλές φορές στο λόγο ή σε λογοτεχνικό έργο

λούμπεν              lumpen                λούμπεν προλεταριάτο κατά τη μαρξιστική ορολογία, το αποτελούμενο από πρόσωπα που δεν έχουν πόρο ζωής ούτε πολιτική συνείδηση

μάρκο   Mark     νομισματική μονάδα της Γερμανίας

μεσευρωπαϊκός               Mitteleuropa     ο αναφερόμενος στη Μεσευρώπη, στο πολιτικό σύστημα που απέβλεπε στα τέλη του 19ου αι. και αρχές του 20ού στη συνένωση Γερμανίας και Αυστρίας σε ισχυρή οικονομική δύναμη

μπόξερ Boxer    ράτσα μεγαλόσωμων σκυλιών

ναζί        Nazi       na(tional-so)-zi(alist), μέλος του χιτλερικού κόμματος, οπαδός του ναζισμού

νεογραμματικός              Junggrammatiker             ομάδα Γερμανών γλωσσολόγων και φιλολόγων στη Λιψία περί το 1875, που υποστήριζαν ότι οι φωνητικοί νόμοι ισχύουν χωρίς εξαίρεση

ντελικατέσεν     Delikatessen      προϊόντα διατροφής που πωλούνται παρασκευασμένα, έτοιμα για κατανάλωση

ορθολογισμός   Rationalismus    απόδ. σκέψη, κρίση σύμφωνη με τον ορθό λόγο | φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η γνώση αποκτάται όχι τόσο με την εμπειρία όσο με τη νόηση | (θρησκ.) θεωρία που δέχεται ότι ιερές παραδόσεις και τα αναφερόμενα στην Αποκάλυψη μπορούν να ερμηνευθούν με τη λογική

οστπολιτίκ          Ostpolitik             όρος για τη δυτικογερμανική εξωτερική πολιτική

παρλαπίπα         Paperlapapp      ανοητολογία

πλακάτ Plakat    πρόχειρη πινακίδα σε κοντάρι, με προπαγανδιστικά συνθήματα ή εικόνες

πρόσληψη          Rezeption           στη θεωρία της λογοτεχνίας, μετατόπιση του βάρους της εξέτασης ενός λογοτεχνικού έργου από τον συγγραφέα στον αναγνώστη και του τρόπου με τον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται το έργο

ράιχ       Reich     το γερμανικό κράτος

ράστερ Raster   άθροισμα κουκκίδων που δημιουργούν οπτική εντύπωση αυξομειούμενου ή συνεχούς γκρίζου για την παράσταση όγκου, σχημάτων κτλ.

ρεάλπολιτίκ       Realpolitik           πολιτικός ρεαλισμός, άσκηση πολιτικής με βάση την πραγματικότητα και τις υλικές ανάγκες και όχι την ηθική ή τα ιδανικά

σβίγκο  Swinge είδος γλυκίσματος σε βόλους ζύμης

σναπς   Schnapps             ονομ. για μια κατηγορία λικέρ, με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ

σνίτσελ                Schnitzel              λεπτές φέτες κρέατος, που τηγανίζονται αφού τις βουτήξουμε σε χτυπημένο αβγό και τις πασπαλίσουμε με τριμμένη φρυγανιά

σοσιαλδημοκράτης/ισσα            Sozialdemokrat οπαδός της σοσιαλδημοκρατίας

σοσιαλδημοκρατία        Sozialdemokratie             πολιτική ιδεολογία που επιδιώκει τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές του σοσιαλισμού με βαθμιαίες μεταρρυθμίσεις

σούκο   Schuko είδος πρίζας με γείωση (SCHUutz – KOntact=επαφή ασφαλείας)

στούκα(ς)           Stuka     τύπος γερμανικού βομβαρδιστικού κάθετης εφόρμησης αεροπλάνου, που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

σφάντζικα          Zwanziger           παλιό αυστριακό νόμισμα που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα επί Καποδίστρι

ταχυπιεστήριο  Schnellpresse    κυλινδρικό πιεστήριο που εκτυπώνει με μεγάλη ταχύτητα

υπερεγώ              Uber-Ich              μτφρ. στη φροϊδική θεωρία, τμήμα της προσωπικότητας του ατόμου στο οποίο δρα κατασταλτικά στις παρορμήσεις και επιθυμίες του εγώ

υποκατάστατο Ersatz    απόδ. προϊόν διατροφής ή ουσία που παρασκευάζεται, για να μπορεί να αντικαταστήσει ένα άλλο

χρωματόσωμα  Chromosom       (αντιδάνειο) στοιχείο της πυρηνικής ουσίας των κυττάρων που αποτελεί τον υλικό φορέα της κληρονομικότητας, χρωμόσωμα

ψυχανάλυση     Psychoanalysis  (αντιδάνειο) το σύνολο των θεωριών του Φρόιντ και των μαθητών του που αφορούν τη συνειδητή και ασύνειδη ψυχική ζωή |μέθοδος της κλινικής ψυχολογίας που ερευνά τις ψυχικές διεργασίες, την αλληλεπίδραση συνειδητών και ασύνειδων επιπέδων της ψυχικής ζωής και την καταστολή του σεξουαλικού ενστίκτου

One Comment

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

xxx porn redtube