Περσικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
| |Περσικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
αγγαρεύω agar επιβάλλω σε κάποιον καταναγκαστική εργασία | επιφορτίζω κάποιον να με εξυπηρετήσει
αγιατολάχ ayat – Allah ιερατικός τίτλος των ισλαμιστών
βαμβάκι pambak άσπρη, ινώδης, κλωστική ύλη, που παράγεται από το φυτό βαμβακιά | το φυτό βαμβακιά, μπαμπάκι
διβάνι(ο) divan επί σουλτάνων στην Τουρκία, η αίθουσα των κυβερνητικών συνεδριάσεων | η τουρκική κυβέρνηση
ζατρίκιο shatranj είδος παιχνιδιού, το σκάκι
ζίλι ταμπούρλο | κρόταλο χορευτών
μάγος/ίσσα Magus μηδική φυλή τα μέλη της οποίας είχαν βαθιά γνώση της θρησκείας, επιδίδονταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηρίζονταν για τις επιστημονικές τους γνώσεις | ιερέας και σοφός των Περσών που ασχολούνταν με αστρολογία, αστρονομία, ονειροκρισία κτλ., και γεν. με μυστικές και απόκρυφες τέχνες | ο ασχολούμενος με τη μαγεία, αυτός που κάνει μάγια
μαζδαϊσμός mazda η ζωροαστρική θρησκεία των Ιρανών
νάφθα naft πτητικό συστατικό του ακάθαρτου πετρελαίου | το ακάθαρτο πετρέλαιο
παράδεισος pairidaeza ο κήπος όπου κατοίκησαν οι πρωτόπλαστοι, καθώς και ο ουράνιος τόπος της διαμονής των δικαίων μετά θάνατο
παρασάγγης farsang περσικό μέτρο μήκους, ίσο με πέντε χιλιόμετρα περίπου
πατισάχ padischah τίτλος του σουλτάνου, μέγας βασιλιάς
σάλι schal γυναικείο πλεχτό για τους ώμους
σατράπης/ισσα διοικητής επαρχίας του αρχ. περσικού κράτους | (μτφ.) άνθρωπος δεσποτικός, αυταρχικός
σάχης schah βασιλιάς της Περσίας
σισανές είδος παλιού τουφεκιού που γέμιζε από μπροστά
τιάρα αρχαίο περσικό κάλυμμα της κεφαλής | η μίτρα των παπών
τιμάριο φέουδο | τμήμα γης που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικό αξιωματούχο | τσιφλίκι
Περσικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα