Λατινικές Λέξεις
| |Λατινικές Λέξεις στα Ελληνικά
παγάνα | pagana | η ανίχνευση και καταδίωξη θηραμάτων από πολλά σημεία, η ομάδα κυνηγών που μετέχουν σ’ αυτή την επιχείρηση, παγανιά |
παγανισμός | paganismus | ειδωλολατρία |
παγανό | paganus | ξωτικό, στοιχειό (θετικής σημασίας) |
πάκτο(ν) | pactum | σύμβαση, σύμφωνο, συμβόλαιο |
παλάτι | palatium | ανάκτορο, το σύνολο του προσωπικού των ανακτόρων, η βασιλική αυλή |
παλατινός | Palatium | αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Παλάτιο, έναν από τους εφτά λόφους της Ρώμης |
παλούκι | paluceus | παλουκωθεί, εξώλης και προώλης |
πανέρι | panarium | άβαθο πλεχτό καλάθι, κάνιστρο |
πανί | pannus | λινό ή μπαμπακερό ύφασμα, κομμάτι υφάσματος | ύφασμα για την περιτύλιξη βρέφους |
πανούκλα | panucula | η αρρώστια πανώλης, μεταδοτική και θανατηφόρα |
πάστορας | pastor | ιερέας της εκκλησίας των διαμαρτυρομένων |
πάτερ φαμίλιας | pater familias | ο πατέρας | ο οικογενειάρχης, ο αρχηγός της οικογένειας | ο εξαιρετικά αυταρχικός οικογενειάρχης |
πατρίκιος/ία | patricius | Ρωμαίος ευπατρίδης |
πατριμόνιο | patrimonium | γη που ανήκει στη Δυτική Εκκλησία |
πάτρωνας | patronus | αφεντικό | ο προστάτης κάποιου |
πέδικλο | pediculus | πε(ρ)δούκλι, η πέδη που προσαρμόζεται στα πόδια ορισμένων ζώων για να μην απομακρύνονται από ορισμένη περιοχή ή για να συνηθίσουν σε ορισμένο βηματισμό, πε(ρ)δούκλα |
πεκούνια | pecunia | χρήματα |
περγολιά | pergula | περγολιά, πέργουλα, κληματαριά, αναδενδράδα |
πλάνη | plana | εργαλείο για τη λείανση ξύλινων επιφανειών, το ροκάνι |
πλανητάριο | planetarius | εγκατάσταση που αναπαριστάνει σε θόλο τις κινήσεις των πλανητών |
πλανίζω | plana | λειαίνω την επιφάνεια ξύλου με την πλάνη, ροκανίζω |
πληβείος/α | plebeius | πληβεία πολίτης κατώτερης κοινωνικής τάξης στην αρχ. Ρώμη | ο καταγόμενος από λαϊκή κοινωνική τάξη, που έχει λαϊκή, ταπεινή καταγωγή |
πλουμί(δι) | pluma | διακοσμητικό σχέδιο, συνήθως κεντητό ή ζωγραφιστό, ποίκιλμα, στολίδι |
ποζιτιβισμός | positivus | θετικισμός |
ποντίφικας | pontifex | τίτλος του Πάπα |
πόπολο | populus | ο πολύς λαός |
πόρτα | porta | το άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος σε κλειστό ή περίφρακτο χώρο, θύρα |
πορτάρης | portaris | θυρωρός, πορτιέρης |
πουγκί | punga | μικρό σακουλάκι για χρήματα, βαλάντιο, χρηματικό απόθεμα |
πουκάμισο | camisia | ένδυμα, από λινό, βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που καλύπτει το πάνω μέρος του σώματος |
πούλβερη | pulvis | σκόνη |
πουλί | pullus | φτερωτό δίποδο ζώο που γεννά αβγά, πτηνό |
πραίτορας | praetor | τίτλος αιρετών αρχόντων στην αρχαία Ρώμη |
πραιτόριο | praetorium | η σκηνή του πραίτορα σε εκστρατεία |
πρεβεντόριο | preventorium | αναρρωτήριο προφυματικών |
πρίγκιπας | princeps | παιδί βασιλιά ή μέλος βασιλικής οικογένειας |
πριγκιπάτο | principatum | ιδιότητα και το αξίωμα του πρίγκιπα | χώρα που κυβερνιέται από πρίγκιπα |
πριγκιπέσα | princeps | πριγκίπισσα, παιδί βασιλιά ή μέλος βασιλικής οικογένειας |
πριμάτος | primas,-atis | τίτλος ανώτατων εκκλησιαστικών λειτουργών της δυτικής εκκλησίας |
πριχού | prius | πριν, προτού |
προβοκάρω | provocare | ενεργώ, δρω ως προβοκάτορας |
προβοκάτσια | provocatio | η δράση, η ενέργεια του προβοκάτορα, η οργανωμένη υποκίνηση ενεργειών για την πρόκληση αντιποίνων |
προπαγάνδα | προπαγάνδα | συστηματική προσπάθεια για διάδοση ιδεών, αρχών, δογμάτων κτλ. |
προφέσορας | professor | δάσκαλος, καθηγητής, σοφός, προφεσόρος |
πρωτόκολλο | protocollum | έγγραφο που πιστοποιεί νομικά επίσημη πράξη | βιβλίο δημόσιας υπηρεσίας όπου καταγράφονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα |
ράδιο | radium | ραδιενεργό στοιχείο με αργυρόλευκο χρώμα, που προκύπτει από τη μεταστοιχείωση του ουρανίου. |
ραζακί | rosacea | ποικιλία σταφυλιού |
ράσο | rasum | το φαρδύ και μακρύ ως τα πόδια μαύρο ένδυμα των κληρικών και μοναχών |
ρέγουλα | regula | τάξη, ρυθμός, μέτρο |
ρέκβιεμ | requiem | νεκρώσιμη ή επιμνημόσυνη ακολουθία των καθολικών | σύνθεση νεκρώσιμης ακολουθίας |
ρεπερτόριο | repertorium | το σύνολο των θεατρικών έργων που παρουσιάζει ένας θίασος σε μια χρονική περίοδο, δραματολόγιο |
ρετσίνα | recina | κρασί που περιέχει ορισμένη ποσότητα ρετσινιού, ρητίνης |
ρεφερενδάριος | referendarius | αξιωματούχος που είχε ως έργο να διαβιβάζει στους άρχοντες τα αιτήματα του πατριάρχη |
ρήγας/ινα | rex | βασιλιάς/ισσα |
ρήσος | Rhesus | είδος πιθήκου |
ρόγα | roga | μισθός, πληρωμή (σε αγρότες ή κτηνοτρόφους |
ροδάκινο | duracinum | ο καρπός της ροδακινιάς |
ροζακί | rosacea | rosacea |
ροζάριο | rosarium | σειρά προσευχών των καθολικών | το κομπολόι που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια των προσευχών |
ρούγα | ruga | δρόμος, σοκάκι |
ρούσος | russeus | κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος |
σαβούρα | saburra | πρόσθετο βάρος σε πλοίο ή αερόστατο για τη διατήρηση της σταθερότητάς τους, έρμα |
σαΐτα | sagitta | το βέλος |
σακελάριος | sacellarius | τιμητικό εκκλησιαστικό αξίωμα |
σανατόριο | sanatorium | θεραπευτήριο για νοσηλεία φυματικών |
σαπούνι | sapo | σάπων, στερεό μείγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα, που διαλύεται στο νερό και χρησιμεύει για πλύσιμο και καθαρισμό |
σαπωναρία | saponaria | είδος φυτού που οι ρίζες του χρησιμοποιούνται για καθαρισμό, το τσουένι |
σαρδόνιος | sardonius | σαρκαστικός| μόνο στη φράση – σαρδόνιο γέλιο |
σάτιρα | satira | έμμετρος ή πεζός λόγος που τονίζει και καυτηριάζει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά, ελαττώματα και ατέλειες |
σατουρνάλια | Saturnalia | ετήσια, θρησκευτική γιορτή στην αρχαία Ρώμη, προς τιμήν του θεού Σατούρνου, ο οποίος ταυτίζεται με τον Κρόνο |
σατούρνιος | Saturnus | που ανήκει ή αναφέρεται στο θεό Σατούρνο, της ρωμαϊκής μυθολογίας |
σεκρετάριος | secretarius | γραμματέας (στο Βυζάντιο) |
σέκτα | secta | οργανωμένη ομάδα προσώπων, στους κόλπους μιας θρησκείας, που έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις, σέχτα |
σέλα | sella | ειδικό κάθισμα για τον ιππέα στη ράχη αλόγου, εφίππιον | κάθισμα ποδηλάτου ή μοτοσικλέτας |
σεμινάριο | seminarium | ιερατική σχολή των δυτικών, σύντομος κύκλος μαθημάτων σε ορισμένα θέματα |
σεξουαλικός | sexualis | αναφερόμενος στη γενετήσια ορμή, ερωτιάρης |
Σεπτέμβριος | september | ο έβδομος μήνας του ρωμαϊκού έτους |
σιγίλιο | sigillium | σφραγίδα, ιδ. εκκλησιαστικής αρχής, εκκλησιαστικό έγγραφο με τη σφραγίδα αυτή |
σίκαλη | sicalis | είδος δημητριακού φυτού |
σκάλα | scala | κατασκευή με βαθμίδες που χρησιμεύει για άνοδο ή κάθοδο, κλίμακα |
σκαμνί | scamnum | απλό, ξύλινο κάθισμα χωρίς ερεισίνωτο | εδώλιο για τους κατηγορουμένους |
σκούπα | scopa | όργανο με το οποίο καθαρίζομε ένα χώρο από σκόνες, απορρίμματα κτλ., σάρωθρο, φροκαλιά |
σκουτάρι | scutum | η ασπίδα |
σκουτέλα | scutella | πιατέλα |
σκουτέλι | scutella | μικρή γαβάθα |
σκρόφα | scrofa | γουρούνα | πόρνη |
σόλα | solea | έλμα, πάτος παπουτσιού |
σολδίο | soldus | μεσαιωνικό νόμισμα |
σολέα(ς) | solea | ο χώρος ανάμεσα στο εικονοστάσιο και τον άμβωνα των βυζαντινών ναών |
σολομός | salmo | είδος ψαριού που αναπτύσσεται στη θάλασσα αλλά αναπαράγεται στους ποταμούς |
σούβλα | subula | ο οβελός της ψησταριάς | τρόπος ψησίματος στη σούβλα |
σούδα | suda | χαντάκι όπου τρέχουν βρόμικα νερά | στενό πέρασμα |
σουδάρι | sudarium | μαντίλι | πλατιά λουρίδα από άσπρο πανί με την οποία, στα χρόνια του Χριστού, τύλιγαν το κεφάλι του νεκρού |
σούμα | summa | το ολικό ποσό, άθροισμα |
σουπίνο | supinum | ρηματικός τύπος της λατινικής γλώσσας |
σούφρα | sup(p)la | πτύχωση, ρυτίδα | μαρασμός βρέφους από έλλειψη τροφής |
σπανάκι | spinaceum | είδος φαγώσιμου λαχανικού |
σπεκουλάτσια | speculatio | κερδοσκοπία |
σπιτάλι | hospitale | νοσοκομείο |
σπίτι | hospitum | οικία, κτίριο που χρησιμεύει για κατοίκηση |
στάβλος | stab(u)lum | στεγασμένος χώρος για μεγάλα ζώα, άλογα κτλ. | βρόμικος χώρος |
στάτους κβο | statu quo | ισχύουσα ή υφισταμένη κατάσταση πραγμάτων, καθεστώς |
στράτα | strata | δρόμος, οδός |
στρίγκλα | strig(ul)a | κακοποιό πνεύμα, δαιμόνιο με μορφή άσχημης γριάς | κακιά ή δύστροπη γυναίκα |
σύλλαβος | syllabus | κατάλογος των αιρέσεων της δυτικής εκκλησίας |
σύλφη | sylphus | αερικό της κελτικής μυθολογίας, συλφίδα |
ταβέρνα | taberna | λαϊκό εστιατόριο |
τάβλα | tab(u)la | σανίδα με αρκετό πάχος | χαμηλό τραπέζι, σοφράς |
τάβλι | tab(u)la | είδος παιχνιδιού που παίζεται, από δύο άτομα, με κύβους (ζάρια) σε ξύλινο άβακα |
τέμπλο | templum | το εικονοστάσιο των ορθόδοξων εκκλησιών που χωρίζει το άγιο βήμα από τον υπόλοιπο ναό |
τέντα | tenda | σκηνή που χρησιμοποιείται για διαμονή στο ύπαιθρο, τσαντίρι, αντίσκηνο | προπέτασμα από χοντρό ύφασμα που προφυλάγει από ήλιο και βροχή |
τέρμινο | terminus | χρονικό όριο αόριστο |
τζίφρα | cifra | υπογραφή, μονόγραμμα |
τιλιά | tilia | φιλύρα, φλαμουριά |
τίτλος | tit(u)lus | λέξη ή σύντομη φράση που δίνεται ως όνομα σ’ ένα έργο λογοτεχνικό, επιστημονικό κτλ. από τον συγγραφέα του, και που συν. έχει σχέση με το περιεχόμενο του έργου |
τιτουλάριος | titularius | επίτιμος, που έχει μόνο τον τίτλο | βοηθός επίσκοπος |
τόγα | toga | η τήβεννος των Ρωμαίων |
τούβλο | tub(u)lus | πλίθος ψημένη που χρησιμοποιείται στις οικοδομές, οπτόπλινθος |
τούφα | tufa | δέσμη από κλωστές, τρίχες, ίνες ή φύλλα δέντρου |
τριανδρία | triumviratus | εξουσία τριών συναρχόντων | οι τρείς συνάρχοντες που την ασκούν | ομάδα τριών ανδρών με κοινή ιδεολογία και κοινές επιδιώξεις |
τριβέλι | terebellum | το τρυπάνι |
τρούλος | trulla | θολωτή στέγη, ιδ. των εκκλησιών |
τσεκούρι | securis | κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή για το κόψιμο των ξύλων |
φάβα | faba | το φυτό λαθούρι και ο καρπός του | αποφλοιωμένα και κονιοποιημένα σπέρματα του φυτού αυτού |
φαιλόνιο | paenula | διακριτικό άμφιο των πρεσβυτέρων |
φακιόλι | fasciola | είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, τσεμπέρι |
φαμελιά | familia | οικογένεια, φαμιλιά, φαμίλια |
φανατικός | fanaticus | κατεχόμενος από φανατισμό |
φασκιά | fascia | φαρδιά λουρίδα υφάσματος με την οποία σπαργανώνουν τα βρέφη |
φασόλι | phaselus | ο καρπός της φασολιάς, λαδερό φαγητό από ξερούς καρπούς φασολιάς |
Φεβρουάριος | Februarius | ο δεύτερος μήνας του έτους |
φελί | ofella | κομμάτι ψωμιού, πίτας ή γλυκίσματος σε σχήμα ορθογώνιο, φέτα |
φιδές | fides | λεπτό νηματώδες ζυμαρικό για παρασκευή σούπας |
φίκος | ficus | καλλωπιστικό φυτό με μεγάλα ελλειψοειδή και βαθυπράσινα φύλλα |
φιλιόκβε | filioque | το δόγμα της δυτικής και προτεσταντικής εκκλησίας κατά το οποίο το Άγ. Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα αλλά και από τον Υιό |
φιντεϊσμός | fides | θεωρία που στηρίζεται στην πίστη και αγνοεί τη λογική του ανθρώπου |
φίστουλα | fistula | τεχνητή επικοινωνία ανάμεσα σε δύο όργανα του σώματος |
φλάμπουρο | flammulum | πολεμική σημαία που απολήγει σε μυτερή γλώσσα, πολεμική σημαία που απολήγει σε μυτερή γλώσσα |
φλάσκα | flasca | μεγάλο φλασκί | ξύλινο δοχείο για νερό ή κρασί, η τσότρα |
φλόκα | floccus | η φούντα |
φλοκάτος | floccatus | φλοκωτός, που έχει φλόκια |
φλουρί | florinus | φλωρί, χρυσό βυζαντινό νόμισμα |
φόλα | follis | μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα | κομμάτι τροφής με δηλητήριο για τη θανάτωση ζώων, ιδ. σκύλων |
φόρουμ | forum | συνάθροιση για συζήτηση θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, συνέλευση |
φούμο(ς) | fumus | ασβόλη, καπνιά | είδος μελάνης από ασβόλη | μαύρη μπογιά |
φούντα | funda | δέσμη από κλωστές ισομεγέθεις, ελεύθερες στο ένα άκρο, θύσανος |
φούντι | fundus | καθεμιά από τις σανίδες του πυθμένα βαρελιού |
φούντο(ς) | fundus | βυθός, πυθμένας |
φούξια | fuchsia | είδος καλλωπιστικού φυτού και το άνθος του |
φούρκα | furca | διχαλωτός πάσσαλος | ζεύγος δοκαριών σε σχήμα Τ |
φουρκάδα | furca | το δίκρανο | ποσότητα χόρτου που πιάνει το δίκρανο |
φουρνάρης/ισσα | furnarius | αρτοποιός |
φούρνος | furnus | θολωτό κτίσμα, χώρος ειδικά κατασκευασμένος, όπου μπορεί να αναπτυχθεί μεγάλη θερμότητα για ψήσιμο |
φουσάτο | fossatum | στρατός | πλήθος που εισβάλλει κάπου |
φραγγέλιο | flagellum | μαστίγιο, καμουτσίκι |
φράξο(ς) | fraxinus | είδος δασικού δέντρου |
φτουρώ | obduro | διαρκώ πολύ, επαρκώ | γίνομαι γρήγορα |
χαμούρα | camura | νήθικη γυναίκα, πόρνη |
χάρτα | charta | γεωγραφικός χάρτης | σύνολο γραπτών θεμελιωδών κανόνων, αρχών, νόμων επίσημου οργανισμού |
χαρχάλι | caracalla | το λειρί του πετεινού | περιδέραιο |
χλώριο | chlorium | χημικό στοιχείο κιτρινοπράσινο, αέριο με έντονη και πνιγηρή οσμή |
χούμος | humus | χώμα από αποσυνθεμένες φυτικές ουσίες, το μαυρόχωμα |
χριστιανός/ή | christianus | που πιστεύει στη θρησκεία του Χριστού |
χρώμιο | chromium | χημικό στοιχείο από τα μέταλλα |
ψευδομονάδα | pseudomonas | γένος παθογόνων βακτηριδίων, που προκαλούν ασθένειες στον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά |
ψίκι | ob-sequium | γαμήλια πομπή |
Λατινικές Λέξεις στα Ελληνικά
2 Comments
Τώρα να το καταλάβω εγώ, αυτές η λέξεις είναι Ελληνικά ή Λατινικά;
Αυτές οι λέξεις είναι Ελληνικές με Λατινική προέλευση.