Αγγλικές Λέξεις στην Ελληνική
| |Αγγλικές Λέξεις στην Ελληνική
παζλ | puzzle | παιχνίδι κατά το οποίο τα κομμάτια μιας εικόνας, σχεδίου κτλ. τοποθετούμενα σωστά σχηματίζουν εκ νέου την εικόνα, σχέδιο κτλ. | (μτφ.) σύνολο στοιχείων τα οποία λογικά συσχετιζόμενα αποκαλύπτουν την αλήθεια γεγονότων |
παγώνω | freeze | καθηλώνω τιμές, αμοιβές κτλ. σε ορισμένα επίπεδα |
πακέτο | package | σύνολο προτάσεων που προτείνονται για συζήτηση ή αποδοχή |
παλαιοθήριο | palaeothere | απολιθωμένο γένος θηλαστικών της ομάδας των περιττοδακτύλων |
παλαιοοικολογία | palaeoecology | επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των συνθηκών ζωής των απολιθωμένων ζώων και φυτών |
παμπ | pub | κατάστημα όπου σερβίρονται ποτά, μπαρ |
παναφρικανισμός | panafricanism | κίνημα που αποσκοπεί στην ανάπτυξη της αλληλεγγύης και την πολιτική ένωση των ιθαγενών κατοίκων της Αφρικής |
πάνελ | panel | ομάδα ειδικών που λαμβάνουν μέρος σε δημόσια συζήτηση, τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή και συζητούν για ένα θέμα |
πανίδα | fauna | το σύνολο των ζωικών ειδών γεωγραφικής περιοχής ή γεωλογικής περιόδου |
πανκ | punk | είδος δυνατής ροκ μουσικής που επιχειρεί να εκφράσει διαμαρτυρίες εναντίον των κατεστημένων συνθηκών συμπεριφοράς | νεαρός που μιμείται την εμφάνιση των μουσικών της πανκ και φορά μεταλλικές αλυσίδες, σχισμένα ρούχα και βάφει τα μαλλιά του σε ασυνήθιστα χτυπητά χρώματα |
πάντα | panda | κοινή ονομασία δύο ειδών θηλαστικών της Ανατολικής Ασίας |
παντουρανισμός | panturanism | κίνηση για την πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση των τουρκικών, ταταρικών και ουραλικών λαών της Τουρκίας, Ευρώπης και Ασίας |
παντουρκισμός | panturkism | πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στην πολιτική ένωση όλων των τουρκόφωνων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας |
παντς | punch | ποτό που παρασκευάζεται από κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά αναμεμιγμένα με νερό, ζάχαρη, διάφορα μυρωδικά |
παραγκούπολη | shantytown | τμήμα μιας πόλης του οποίου ο πληθυσμός, συν. εσωτερικοί μετανάστες, στεγάζεται σε παράγκες |
παραγλωσσολογία | paralinguistics | τομέας της γλωσσολογίας που μελετά την παραγλώσσα |
παράθυρο | window | τμήμα της οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιείται ως ανεξάρτητη οθόνη και δεν επηρεάζεται από τις εντολές του χρήστη που αφορούν την υπόλοιπη οθόνη |
παραρινικός | paranasal | ο ευρισκόμενος δίπλα στη μύτη | παραρινικοί κόλποι, αεροφόρες κοιλότητες στις δύο πλευρές της μύτης |
πάρκιν | parking | χώρος προορισμένος για τη στάθμευση αυτοκινήτων |
παρκινσονισμός | Parkinsonism | σύνολο συμπτωμάτων τυπικών στη νόσο του Πάρκινσον όμως διαφορετικής αιτιολογίας |
παροσμία | parosmia | διαταραχή της οσφρήσεως |
πάρτι | party | κοινωνική συγκέντρωση, κυρίως στο σπίτι κάποιου, στην οποία προσκαλούνται φίλοι και γνωστοί για να διασκεδάσουν ή να γιορτάσουν επέτειο, γεγονός κτλ. |
πατερναλισμός | paternalism | η πατριαρχική ή πατρική αντίληψη για το ρόλο του προϊσταμένου επιχειρήσεως, ιδρύματος ή υπηρεσίας |
πατροτοπικός | patrilocal | στην κοινωνιολ. για να δηλώσει τη σχέση κατά την οποία κυρίαρχο ρόλο κατέχει ο τόπος ή η κοινότητα στην οποία ανήκει ο σύζυγος |
πάτσγουορκ | patchwork | είδος υφάσματος που αποτελείται από μικρά κομμάτια με διαφορετικά σχέδια που είναι ραμμένα μεταξύ τους |
περίστροφο | revolver | μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο, πιστόλι |
περονισμός | Peronism | η πολιτική ιδεολογία του Χουάν Ντομίνγκο Περόν (1895-1974), προέδρου της Αργεντινής (1946-55 και 1973-74) που χαρακτηρίστηκε από λαϊκισμό και εθνικισμό και αποτέλεσε μιαν ιδιότυπη μορφή φασισμού και σοσιαλισμού |
περφεξιονισμός | perfectionism | επιδίωξη της τελειότητας, τελειοθηρία | θεωρία, αίρεση στην Αγγλία, που πρεσβεύει ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί αναμάρτητη τελειότητα |
περφεξιονιστής/τρια | perfectionist | οπαδός του περφεξιονισμού |
πετρελαιοπηγή | oil well | πηγή από την οποία αντλείται πετρέλαιο |
πετροδολάριο | petrodollar | ονομομασία του αμερικανικού δολαρίου που χρησιμοποιείται κατά την πώληση πετρελαίου από τις παραγωγές χώρες |
πίβοτ | pivot | στο μπάσκετ, ονομ. του κεντρικού αμυντικού παίχτη |
πίλι(ν)γκ | peeling | απολέπιση της επιδερμίδας του προσώπου με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών παρασκευασμάτων |
πινγκ πονγκ | Ping-Pong | είδος παιχνιδιού που παίζεται σε επίπεδο τραπέζι χωρισμένο με δίχτυ σε δύο ίσες περιοχές, με ελαφριά μπάλα και ρακέτες που κρατούν οι αντίπαλοι παίχτες, επιτραπέζια αντισφαίριση |
πιτζάμα | pyjama | νυχτικό από χιτώνιο και φαρδύ πανταλόνι |
πλέι μέικερ | playmaker | στο μπάσκετ, ο παίκτης που οδηγεί, κατευθύνει την επίθεση της ομάδας του |
πλέι μπακ | playback | η ενέργεια της αναπαραγωγής εγγεγραμμένων ήχων ή εικόνων συχνά αμέσως μετά από την εγγραφή, για να ελεγχθεί η ποιότητα κτλ. |
πλέι μπόι | play boy | νέος άνδρας, πλούσιος και αργόσχολος, που ζει μια ζωή αφιερωμένη στην αναζήτηση των απολαύσεων |
πλότερ | plotter | χαρακτηρισμός οργάνων με τα οποία είναι δυνατόν να χαραχτούν σε επιφάνεια (χαρτί, γυαλί, ελαστικό κτλ.) χαρτογραφικές λεπτομέρειες |
πνευμοκονίαση | pneumonoconiosis | ονομασία των πνευμονικών παθήσεων που οφείλονται στην εισπνοή και καθήλωση στους πνεύμονες σκόνης και στερεών σωματιδίων που αιωρούνται στον αέρα, πνευμονοκονίαση |
πνευμονίτιδα | pneumonitis | φλεγμονή στα τοιχώματα των κυψελίδων των πνευμόνων |
ποδόσφαιρο | football | ομαδικό αθλητικό παιχνίδι που παίζεται από είκοσι δύο παίκτες που, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, επιδιώκουν να στείλουν την μπάλα στο αντίπαλο τέρμα, χωρίς να χρησιμοποιήσουν τα χέρια |
ποζιτρόνιο | positron | σωματίδιο που έχει την ίδια μάζα με το ηλεκτρόνιο και ίσο αλλά αντίθετο (θετικό) ηλεκτρικό φορτίο |
ποϊνσέτια | poinsettia | είδος καλλωπιστικού φυτού σε κήπους και εσωτερικούς χώρους |
πόιντερ | pointer | ράτσα κυνηγετικού σκυλιού |
πόκα | poker | είδος χαρτοπαίγνιου, ανοιχτό πόκερ |
πόκερ | poker | είδος χαρτοπαίγνιου |
πολεομορφία | urbanism | η μετατόπιση πληθυσμού μιας χώρας προς τα αστικά κέντρα, αστυφιλία | ο ειδικός τρόπος υπάρξεως ή διαβιώσεως που χαρακτηρίζει την πόλη |
πολεομορφισμός | urbanization | η επιρροή των αστικών κέντρων στη γύρω ύπαιθρο χώρα | μετατροπή περιοχής σε αστική |
πόλισμαν(ος) | policeman | αστυφύλακας, αστυνομικός, πολισμάν |
πόλο | polo | είδος ομαδικής αθλοπαιδιάς που παίζεται από έφιππους παίκτες με σφαίρα και ειδικά ξύλινα ραβδιά |
πολυακόρεστος | polyunsaturated | όρος της οργανικής χημείας που χαρακτηρίζει λιπαρά οξέα ή εστέρες που στο μόριό τους έχουν δύο τουλάχιστον διπλούς δεσμούς άνθρακα-άνθρακα |
πολυεστέρας | polyester | ονομασία πολυμερών ενώσεων που παράγονται από την ένωση πολυβασικών οξέων με ακόρεστες αλκοόλες ή γλυκόλες και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συνθετικών ινών, χυτών αντικειμένων κτλ |
πολυκλινική | polyclinic | νοσηλευτικό ίδρυμα για πολλές παθήσεις |
πολυκυστικός | polycystic | αυτός που έχει πολλές κύστεις |
πολυμέσα | multimedia | όρος της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών για να δηλώσει τη δυνατότητα παραγωγής σε ψηφιακό δίσκο και αναπαραγωγής από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ταυτοχρόνως ή μεμονωμένα, κειμένου, εικόνας, ήχου, βίντεο, κινούμενων εικόνων και σχεδίων |
πολυπολιτισμικός | multicultural | ο αναφερόμενος σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικά ομάδων |
πολυφασικός | polyphasic | σύνολο δύο, τριών ή περισσότερων εναλλασσόμενων ηλεκτρικών ρευμάτων που έχουν την ίδια συχνότητα αλλά παρουσιάζουν διαφορά φάσης |
πολυφυλετικός | polyphyletic | ο καταγόμενος από περισσότερους από έναν προγονικούς τύπους |
πολυφυλετικός | multiracial | ο αναφερόμενος σε πρόσωπα, ομάδες κτλ. που έχουν διαφορετική φυλετική καταγωγή | (ειδ. για κράτος, κοινωνία κτλ.) ο αποτελούμενος από μέλη με διαφορετική φυλετική καταγωγή |
πολυφυλετισμός | multiracialism | η κατάσταση της πολυφυλετικής κοινωνίας, το σύνολο των αρχών και πρακτικών μιας πολυφυλετικής κοινωνίας |
πόνεϊ | poney | είδος μικρόσωμου αλόγου |
πόντιουμ | podium | βάθρο για τον διευθυντή ορχήστρας |
ποντς | punch | ποτό που παρασκευάζεται από κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά αναμεμιγμένα με νερό, ζάχαρη, διάφορα μυρωδικά κτλ. και πίνεται κρύο ή ζεστό |
ποπ | pop(ular) music | είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και αργότερα στις Η.Π.Α. με επιδράσεις από τη μουσική ροκ, τζαζ και κάντρι, το τραγούδι φολκ κτλ |
ποπ αρτ | pop(ular) art | καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχτηκε μεταξύ 1950 και 1970 αρχικά στις Η.Π.Α. και κατόπιν στην Ευρώπη και χαρακτηρίζεται κυρίως από τη χρήση των καθημερινών βιομηχανικών προϊόντων σε φόρμες και εικόνες που έχουν την αφετηρία τους στην εικονογράφηση του τύπου, των κόμικς και της διαφήμισης |
ποπκόρν | popcorn | σπόροι άσπρου καλαμποκιού, που όταν ψήνονται εκρήγνυνται και σχηματίζουν νιφάδες που τρώγονται |
ποροσκοπία | poroscopy | μέθοδος διαπιστώσεως της ταυτότητας δαχτυλικού αποτυπώματος |
πόστερ | poster | διαφημιστική αφίσα | διακοσμητική αφίσα |
ποταμοπλαγκτόν | potamoplankton | το πλαγκτόν των ποταμών |
πούλμαν |
|
είδος λεωφορείου |
πουλόβερ | pullover | μάλλινο πλεχτό ένδυμα με ή χωρίς μανίκια |
πουριτανή/ός | puritan | οπαδός του πουριτανισμού | άνθρωπος αυστηρών αρχών και ηθών |
πουριτανισμός | puritanism | χριστιανική αίρεση στην Αγγλία που πρεσβεύει την απλούστευση των θρησκευτικών τύπων και την αυστηρότητα των ηθών |
πρες κόνφερανς | press conference | συνέντευξη τύπου |
πρες ρουμ | pressroom | αίθουσα στο Υπουργείο Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, όπου οι δημοσιογράφοι ενημερώνονται για κυβερνητικά θέματα από πολιτικά πρόσωπα, συνήθως δε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο | αίθουσα τύπου |
προπάνιο | propane | κεκορεσμένος υδρογονάνθρακας· άχρωμο, άοσμο, εύφλεκτο αέριο που παράγεται κατά τη διύλιση του αργού πετρελαίου |
προπέλα | propeller | έλικας πλοίων ή αεροπλάνων |
προραφαηλίτης | Pre-Raphaelite | μέλος της αδελφότητας των ζωγράφων που ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1848, οι οποίοι επαναφέρουν στο έργο τους τις αρχές και πρακτικές που χαρακτηρίζουν την ιταλική ζωγραφική, πριν από την εποχή του Ραφαήλ (1483-1520 |
προσέγχυμα | prosenchyma | είδος ιστού του οποίου οι υφές συμπλέκονται χαλαρά και σε παράλληλη διάταξη, ώστε να σχηματίζονται πόροι και αγγεία |
προσπολιτισμός | acculturation | διαδικασία κατά την οποία μία ομάδα ανθρώπων τροποποιεί τις πολιτισμικές της αξίες και τις εξομοιώνει με αυτές μιας άλλης ομάδας με την οποία βρίσκεται σε συνεχή και άμεση επαφή |
προσταγλανδίνη | prostaglandin | ορμονικές ουσίες, που συντίθενται από ακόρεστα λιπαρά οξέα στους ιστούς των περισσότερων θηλαστικών, και ρυθμίζουν τις κυτταρικές |
προτυποποίηση | standardization | η διαμόρφωση, καθιέρωση, παραγωγή και διανομή πρότυπων αγαθών |
πρωτέας | proteus | γένος βακτηρίων που απαντώνται στο έντερο του ανθρώπου και σε αποσυνθεμένα οργανικά υλικά |
πρωτεύοντα | Primates | τάξη θηλαστικών των θερμών κυρίως περιοχών που περιλαμβάνει τον άνθρωπο, τους πιθήκους και προπιθήκους |
πρωτογλώσσα | protolanguage | υποθετική αρχική γλώσσα από την οποία προέρχεται ομάδα γλωσσών ή διαλέκτων με κοινά χαρακτηριστικά |
πυραμίδα | pyramid | σύστημα επένδυσης κατά το οποίο με το δέλεαρ του υψηλού κέρδους προσελκύονται κεφάλαια από καταθέτες, ο καθένας από τους οποίους είναι υποχρεωμένος να στρατολογήσει άλλους δύο ή περισσότερους καταθέτες |
πυρηνικός | nuclear | ο αναφερόμενος στον πυρήνα του ατόμου ή του κυττάρου |
πυρότουβλο | firebrick | τούβλο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται σε κατασκευές που πρέπει να αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες |
ράγκμπι | rugby | είδος παιχνιδιού παρόμοιου με το ποδόσφαιρο, που παίζεται με μπάλα σε σχήμα αβγού |
ρακούν | raccoon | σαρκοφάγο θηλαστικό με πυκνό τρίχωμα, κοντά πόδια, φουντωτή ουρά, μυτερό ρύγχος που ζει κυρίως σε δάση, κοντά στο νερό, στη Βόρεια και Νότια Αμερική |
ράλι | rally | αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων σε μεγάλες διαδρομές |
ραμί | rummy | είδος χαρτοπαιγνίου |
ραντάρ | radar | συσκευή που εντοπίζει και προσδιορίζει την απόσταση και θέση κινούμενων ή ακίνητων αντικειμένων |
ράντσο | ranch | μεγάλο αγρόκτημα |
ραπ | rap | είδος ποπ μουσικής που αναπτύχθηκε από τους νέγρους της Νέας Υόρκης, η οποία χαρακτηρίζεται από την απαγγελία των λέξεων με εξαιρετικά ρυθμική μουσική συνοδεία |
ράφτιν(γκ) | rafting | άθλημα, σπορ κατά το οποίο οι μετέχοντες διασχίζουν ορμητικά ρεύματα ποταμού με μικρές φουσκωτές βάρκες εξοπλισμένες με μικρά και κοντά κουπιά |
ρεβόλβερ | revolver | περίστροφο |
ρέγκε | reggae | είδος τζαμαϊκανής ποπ μουσικής με ρυθμό συγκοπτόμενο και θέμα επαναλαμβανόμενο |
ρεγκλάν | raglan | φόρεμα που τα μανίκια του ξεκινούν από το λαιμό, χωρίς ραφή στους ώμους |
ρεκόρ | record | επίσημα αναγνωρισμένη επίδοση σε άθλημα ή διαγωνισμό που ξεπερνά κάθε προηγούμενη στο είδος της | επίτευγμα που ξεπερνά κάθε προηγούμενο |
ρεκορντγούμαν | recordwoman | γυναίκα κάτοχος ρεκόρ |
ρέκορντμαν | recordman | άνδρας κάτοχος ρεκόρ |
ρεπόρτερ | reporter | δημοσιογράφος του ρεπορτάζ |
ρεπουμπλικάνος | republican | οι συντηρητικοί των Ηνωμένων Πολιτειών της Β. Αμερικής |
ρετροϊός | retrovirus | κατηγορία ιών, οι οποίοι φέρουν το γενετικό τους υλικό υπό μορφή ριβονουκλεϊκού οξέος (RNA), και με τη βοήθεια ενός ειδικού ενζύμου, της ανάστροφης τρανσκριπτάσης, μεταφέρουν το γενετικό τους υλικό στα γονίδια του προσβεβλημένου κυττάρου |
ρέφερης | referee | ρέφερι, διαιτητής |
ρηγμάτωση | fracture | δημιουργία ρωγμών σε στερεό σώμα |
ριγκ | ring | εξέδρα περικλεισμένη με σχοινιά, όπου γίνονται πυγμαχικοί αγώνες |
ριζίτιδα | radiculitis | φλεγμονή των ριζών των νωτιαίων νεύρων |
ριμέικ | remake | κινηματογραφική ταινία που αποτελεί νέα παραγωγή, με άλλους ηθοποιούς, σκηνοθέτη κτλ., παλιάς, συν. επιτυχημένης, ταινίας |
ριπλέι | replay | η ενέργεια της επαναπροβολής τμήματος μιας ταινίας ή τμήματος βιντεοσκοπημένων γεγονότων (αθλητικού αγώνα κτλ.) |
ροκ | rock | είδος μουσικής που δημιουργήθηκε στην Αμερική και χαρακτηρίζεται από δυνατό και έντονο ρυθμό και την επανάληψη απλών μουσικών φράσεων | είδος χορού |
ροκ εντ ρολ | rock and roll | είδος χορευτικής μουσικής που δημιουργήθηκε στην Αμερική, η οποία ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής τη δεκαετία του 1950, και χαρακτηρίζεται από γρήγορους, δυνατούς ρυθμούς και απλή μελωδία | είδος χορού που χορεύεται μ’ αυτή τη μουσική |
ροσμπίφ | roastbeef | είδος φαγητού με βοδινό κρέας και αρτύματα |
ροταριανός | Rotarian | μέλος του ρόταρι, διεθνούς οργάνωσης με τοπικά παραρτήματα, που έχει σκοπό την κοινωνική άνοδο των μελών της και την πραγματοποίηση φιλανθρωπικών έργων |
ρουθήνιο | ruthenium | χημικό στοιχείο από τα μέταλλα |
ρούμι | rum | είδος δυνατού οινοπνευματώδους ποτού |
ρούμπα | rhumba | είδος χορού, κουβανικής προελεύσεως και ο αντίστοιχος ρυθμός |
ρουπία | rupee | νομισματική μονάδα της Ινδίας |
ρουστίκ(ο) | rustic | αγροτικός, χωριάτικος |
ρυζόχαρτο | rice paper | είδος λεπτού χαρτιού που κατασκευάζεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από άχυρα ρυζιού | λεπτό, ημιδιαφανές, εδώδιμο χαρτί που κατασκευάζεται από την ψίχα ενός μικρού ασιατικού δέντρου ή θάμνου (Tetrapanax papyriferum) και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική ως περιτύλιγμα γλυκών | τύπος λεπτού, ημιδιαφανούς χαρτιού που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία |
Αγγλικές Λέξεις στην Ελληνική