Τούρκικες Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα 3
| |Τούρκικες Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V
μαγιά: maya, ζυμομύκης, το προζύμι, ό,τι χρησιμεύει για οποιαδήποτε ζύμωση
μαγκάλι: μαγκάλι, μεταλλικό σκεύος όπου τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα για θέρμανση κλειστών χώρων, πύραυνον
μαγκούφης: vakıf (= κληροδότημα) με ανομοίωση, άνθρωπος που ζει χωρίς οικογένεια, μόνος και έρημος
μαϊμούνι: maymun, η μαϊμού
μαϊντανός: maidanoz, το φυτό πετροσέλινο το ήμερο, καλλιεργείται για τα αρωματικά φύλλα του που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική, μακεδονήσι
μακαράς: makara, τροχαλία
μανάβης/ισσα: manav, λαχανοπώλης, οπωροπώλης
μαντέμι: maden, κάθε ορυκτό που περιέχει μέταλλο για καμίνευση, μετάλλευμα
μαντζούνι: macun, πολτώδες, πρακτικό φαρμακευτικό παρασκεύασμα
μαξούλι: mahsul, σοδειά, συγκομιδή
μαούνα: ma(v)una, μικρό φορτηγό σκάφος χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμεύει για το φόρτωμα και ξεφόρτωμα των πλοίων
μαράζι: maraz, μαρασμüς, φθίση, μεγάλη στενοχώρια, θλίψη, μελαγχολία
μαραφέτι: marifet, μικρό εργαλείο ή εξάρτημα, μέσο, τέχνασμα
μαρκούτσι: marpuc, η καπνοσύριγγα του ναργιλέ, μακρόστενο αντικείμενο, εξάρτημα, μαραφέτι
μασαλά: masallah, χρησιμοποιείται για να εκφράσει θαυμασμό, επιδοκιμασία, επίσης για να προφυλάξει από το κακό μάτι
μασάλι: masal, το παραμύθι
μασιά: masa, μεταλλική λαβίδα για τα αναμμένα κάρβουνα, πυράγρα
μασκαραλίκι: maskaralιk, γελοιοποίηση, ενέργεια, συμπεριφορά, κατάσταση που προκαλεί ντροπή
μασκαράς: maskara , άνθρωπος κακοήθης, απατεώνας
μασούρι: masura, μικρό καλάμι ή ξύλο όπου τυλίγεται το νήμα για την ύφανση, πηνίο, κουβαρίστρα, οτιδήποτε παρόμοιο σε σχήμα
μαστούρης: mastur, ο ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικού /χασίς
μαστραπάς: masrapa, πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για υγρά
ματικάπι: matkap, είδος τρυπανιού, αρίδα
μαχαλάς: mahalle, συνοικία, γειτονιά
μαχμούρης/ισσα: μαχμούρης, αγουροξυπνημένος, υπναλέος, δύσθυμος, κακόκεφος μετά από βαρύ ύπνο ή απότομο ξύπνημα
μαχμουρλής/λού: mahmurlu, αγουροξυπνημένος, δύσθυμος, κακόκεφος
μαχμουρλίκι: mahmurluk, η κατάσταση του μαχμουρλή, βαρυθυμιά, τεμπελιά
μεζάτι: mezat, πλειστηριασμός, δημοπρασία
μεζε(κ)λίκι: mezelik, εκλεκτός μεζές
μεζές: meze, μικρή ποσότητα φαγητού που προσφέρεται ως ορεκτικό μαζί με ποτό
μεϊντάνι: meydan, πλατεία, ομαλό ανοιχτό μέρος
μελτέμι: meltem, βορειοανατολικός άνεμος που φυσάει στην ανατολική Μεσόγειο το καλοκαίρι
μεμέτης: Mehmed, Τούρκος, εύχρ. ιδ. στον πληθ. οι μεμέτηδες
μενεξές: menekse, το φυτό ίον το εύοσμον και το λουλούδι του, το γιούλι
μεντεσές: mentese, στροφέας πόρτας ή παραθύρου
μεράκι: merak, πόθος,| λύπη για επιθυμία που δεν ικανοποιήθηκε, καημός
μερακλής/λού: meraklı, ο κατεχόμενος από μεράκι για κάτι, άνθρωπος με γούστο, αυτός που ασκεί το επάγγελμά του με επιμέλεια και ευαισθησία
μερεμέτι: meremet, επισκευή
μερτζάνι: mercan, το κοράλλι, κόσμημα από κοράλλι
μεσάντρα: musandra, ντουλάπα για στρώματα
μεταλίκι: metelik, κέρμα, μεταλλικό νόμισμα
μετερίζι: meteris, οχύρωμα, πρόχωμα
μετζίτι: Mecidiye, από τον Σουλτάνο Abdul Mecid, ασημένιο τουρκικό νόμισμα
μιναρές: minare, ψηλός και στενός πύργος με εξώστη σε μουσουλμανικό τέμενος
μιντέρι: minder, χαμηλό ανατολίτικο ανάκλιντρο, σοφάς
μουεζίνης: muezzin, μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός επιφορτισμένος να καλεί από το μιναρέ τους πιστούς σε προσευχή
μούλκι: mülk, γεωργικό κτήμα στην Τουρκία, του οποίου την απόλυτη κυριότητα έχει ιδιώτης, σε αντιδιαστολή προς το βακούφι
μουρντάρης: murdar, άνθρωπος βρομερός
μουσακάς: musakka, ανατολίτικο φαγητό από κιμά και λαχανικά
μουσαμάς: muemba, κερωμένο ύφασμα, πανωφόρι από τέτοιο ύφασμα, αδιάβροχο
μουσαφίρης/ισσα: misafir, φιλοξενούμενος, ο επισκέπτης
μουσαφιρλίκι: misafirlik, η φιλοφρόνηση, περιποίηση σε φιλοξενούμενο ή επισκέπτη
μουσουλμάνος/α: müslüman, οπαδός της θρησκείας του μουσουλμανισμού
μουστερής: müteri, πελάτης, αγοραστής
μουφλούζης: müflis, χρεοκοπημένος, αναξιόχρεος
μουφτής: müfti, μουσουλμάνος θεολόγος που εκδίδει επίσημες γνωμοδοτήσεις
μουχτάρης: muhtar, διοικητικός υπάλληλος στην Τουρκία και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, αντίστοιχος προς τον πρόεδρο της κοινότητος
μπαγδα(ν)τί: Bagdadi (=της Βαγδάτης), λεπτοί ξύλινοι πήχεις που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική για την κατασκευή οροφών, μεσοτοίχων κτλ.
μπαγιατεύω: bayat, γίνομαι μπαγιάτικος
μπαγιάτικος: bayat, όχι φρέσκος, παλιός
μπαγλαμάς: baglama, είδος έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου
μπαγλαρώνω: baglamak (= δένω), δένω, φυλακίζω, δέρνω, ξυλοκοπώ
μπαϊλντίζω: bayıldım/bayılmak (= λιποθυμώ), λιποθυμώ, χάνω τις αισθήσεις μου, μπαϊλντώ
μπαϊράκι: bayrak, σημαία
μπαϊρακτάρης: bayraktar, ο σημαιοφόρος, Αλβανός φύλαρχος
μπαϊράμι: bayram, μεγάλη γιορτή των μουσουλμάνων
μπαΐρι: bayır, πλαγιά βουνού, λόφος
μπακάλαινα/ης/ισσα: bakkal, ο παντοπώλης
μπακίρι: bakır, χαλκός, μπακίρια= χάλκινα σκεύη
μπακιρτζής: bakırcı, ο κατασκευαστής χάλκινων μαγειρικών σκευών
μπακλαβάς: baklava, είδος γλυκίσματος του ταψιού
μπαλτάς: balta, το τσεκούρι
μπάμια: bamya, είδος ζαρζαβατικού, ιβίσκος ο εδώδιμος και ο καρπός του
μπαμπάς: baba, ο πατέρας
μπαντανάς: badana, επίχρισμα με ασβέστη
μπαξεβάνης: bahcivan, κηπουρός, περιβολάρης
μπαξές: bahce, κήπος, περιβόλι
μπαξίσι: bahi, το φιλοδώρημα
μπάρεμ(ου): bari (= τελικώς), τουλάχιστον
μπαρμακλίκι: parmaklık, κιγκλίδωμα
μπαρμπούτι: barbut, τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια
μπαρούτι: barut, η πυρίτιδα
μπασκίνας: baskιn (=έφοδος), ο χωροφύλακας
μπασμάς: basma, είδος μπαμπακερού υφάσματος, το τσίτι
μπατάλης: battal, χονδροειδής και δυσκίνητος, άχαρος
μπαταξής: batakcı, αναξιόχρεος, κακοπληρωτής
μπαταριά: batarya, πολλοί ταυτόχρονοι ή αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί
μπατζάκι: bacak, το ένα σκέλος πανταλονιού
μπατζανάκης/ισσα: bacanak, σύζυγος αδερφού ή αδερφής του ή της συζύγου, σύγγαμβρος ή συνυφάδα
μπατίρης/ισσα: batırmak, χρεοκοπημένος, αδέκαρος
μπατιρίζω: batırmak, χρεοκοπώ, πτωχεύω
μπαχάρι(κό): bahar, μαγειρικό άρτυμα αρωματικό
μπαχτσές: μπαχτσές, κήπος, περιβόλι
μπεζαχτάς: bezahta, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο
μπεζεβέγκης: pezevenk, αχρείος, μασκαράς
μπεζεράω: bezmek, τυραννιέμαι, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά, βαριέμαι, μπεζερίζω
μπεζεστένι: bezesten, μεγάλη σκεπαστή στοά με εμπορικά καταστήματα
μπέης: bey, παλιός τουρκικός τίτλος ανώτερων πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων
μπεκιάρης/ισσα: bekâr, νύπαντρος, εργένης
μπεκρής/ού: bekri, μέθυσος, μεθύστακας
μπεκριλίκι: bekrilik, η ιδιότητα του μπεκρή, η υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών
μπελαλής/λού: belâli, άνθρωπος ενοχλητικός, που δημιουργεί μπελάδες
μπελάς: belâ, ενόχληση, φασαρία, σκοτούρα
μπεμπέκα: bebek, η μπέμπα
μπεντένι: beden, έπαλξη φρουρίου, πολεμίστρα
μπερεκέτι: bereket, αφθονία, πλούτος, μπερ(ι)κέτι
μπερντάκι: perdah, δαρμός
μπερντάχι: perdah (= γυάλισμα), το κόντρα ξύρισμα
μπερντές: perde, παραπέτασμα, κουρτίνα σε πόρτα ή παράθυρο
μπεχλιβάνης: pehlivan, παλαιστής
μπιμπίλα: bir-biri (= το ένα μετά το άλλο, στη σειρά), λεπτή δαντέλα που γίνεται με βελόνα
μπινεύω: binmek, ιππεύω, καβαλώ
μπιρμπίλι: bülbül, το αηδόνι
μπιτ/μπίτι: bit, ολότελα, ολωσδιόλου
μπογιά: boya, βαφή, χρώμα, οποιαδήποτε χρωστική ύλη
μπογιαντίζω: boyadım, βάφω
μπογιατζής: boyacı, ελαιοχρωματιστής
μπόγος: boy, δέμα ρούχων, άνθρωπος κοντός και χοντρός
μπόι: boy, το ύψος, το ανάστημα του ανθρώπου
μποϊλής: boylu, ψηλός
μπόλικος: bol, ευρύχωρος, φαρδύς
μποξάς: bohca, κομμάτι ύφασμα για περιτύλιξη, δέμα ρούχων, σάλι
μπόσικος: bo, χαλαρός, επισφαλής, επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος
μποστάνι: bostan, χωράφι όπου καλλιεργούνται πεπόνια ή καρπούζια, λαχανόκηπος
μπότζι: bocalamak (= κουνιέμαι), το κούνημα του πλοίου σε τρικυμία
μπουγάζι: bogaz, θαλάσσιο πέρασμα, πορθμός
μπουγάτσα: bogaca, είδος γλυκίσματος από φύλλα ζύμης και κρέμα
μπουγιουρντί: buyrultu, έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται η επιβολή ποινής, επιτίμηση, κατσάδα
μπούζι: buz, πάγος
μπουζούκι: bozuk, έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο
μπουλούκα: bolluk (= μέγεθος, πλήθος), ευτραφής, παχουλός
μπουλούκι: bölük (= συντροφιά, λόχος), πλήθος ασύντακτο, στίφος, μικρό στρατιωτικό σώμα, ιδ. από ατάκτους
μπουμπάρι: bumbar, το παχύ έντερο, είδος φαγητού από το παχύ έντερο σφάγιου παραγεμιστό με εντόσθια και μπαχαρικά
μπουνταλάς/λού: budala, ανόητος, αδέξιος
μπουντρούμι: bodrum, υπόγεια, σκοτεινή φυλακή
μπουρέκι: börek, είδος μικρής πίτας
μπουρί: boru, καπνοσωλήνας θερμάστρας
μπουρνούζι: bornoz, μάλλινη αραβική χλαμύδα, μπαμπακερό μακρύ λουτρικό
μπουρού: boru, σφυρίχτρα καραβιού, σειρήνα εργοστασίου
μπούρτζι: burc, πυροβολείο ή φρούριο που προστατεύει την είσοδο λιμανιού
μπούτι: but, μηρός ανθρώπου ή ζώου
μπουχτίζω: bıktım/bıkmak, παραχορταίνω, αηδιάζω από κάτι ή δεν μπορώ πια να ανεχθώ κάτι
μπρίκι: ibrik, μικρό μετάλλινο σκεύος για το ψήσιμο του καφέ ή την παρασκευή άλλων αφεψημάτων
μπρισίμι: ibrisim, μεταξωτή κλωστή
νάζι: naz, προσποίηση, φιλάρεσκος ακκισμός, κάμωμα
ναμάζι: namaz, η προσευχή των μωαμεθανών
ναργιλές: nargele, είδος καπνοσύριγγας που χρησιμοποιείται στις ισλαμικές χώρες
νενέ: nine, γιαγιά, μάμμη
νέφτι: neft, τερεβινθέλαιο, αιθέριο έλαιο που παράγεται με απόσταξη της τερεβινθίνης
νιζάμης: Τούρκος τακτικός στρατιώτης
νισαντίρι: nisadir, άχρωμη κρυσταλλική ουσία, ευδιάλυτη στο νερό, το χλωριούχο αμμώνιο
νισάφι: insaf, έλεος, χάρη, νισάφι= αρκετά
νισεστές: nısasta, αμυλάλευρο
ντα(β)ούλι: davul, παραδοσιακό μουσικό όργανο που μοιάζει με μεγάλο τύμπανο, αποτελείται από ξύλινο κύλινδρο
νταβατζής: εκμεταλλευτής ιεροδούλων
νταβατούρι: tevatür (= παρουσία πολλών μαρτύρων στο δικαστήριο), θόρυβος, σύγχυση
νταβραντίζω: davrandim/davranmak (=στέκω στα πόδια μου), είμαι γεμάτος ζωτικότητα, σφρίγος
νταγιαντίζω: dayandim/dayanmak, υπομένω, ανέχομαι, νταγιαντώ
νταγλαράς: daglı (=ορεσίβιος), ψηλός και άχαρος άνθρωπος
νταηλίκι: dayılık, η συμπεριφορά του νταή, ψευτοπαλικαριά
νταής: dayı, ψευτοπαλικαράς
νταλ(γ)κάς: dalga (=κύμα, τρικλοποδιά), δυνατή επιθυμία, πόθος, μεράκι
ντάλα: dal, μόνο στη φράση, ντάλα μεσημέρι= καταμεσήμερο
νταλιάνι: dalyan (= είδος διχτυού), είδος παλιού βραχύκαννου και εμπροσθογεμούς ντουφεκιού του 1821
νταλκαβούκης: dalkavuk, παράσιτος, κόλακας
νταμ(π)λάς: damla, αποπληξία
νταμάρι: damar (=φλέβα πετρώματος ή μετάλλου), το λατομείο
νταμουζλούκι: damızlık, αρσενικό ζώο χρησιμοποιούμενο για αναπαραγωγή, επιβήτορας
νταντά: dada, παραμάνα
ντε: de, δηλώσει εντονότερα την έννοια, εμπρός λοιπόν
ντελβές: telve, κατακάθι του καφέ
ντελής: deli, τρελός ή πολύ ζωηρός
ντερμπεντέρης: derbeder (=αλήτης), ανοιχτόκαρδος, λεβέντης
ντέρτι: dert, ψυχικός πόνος, βάσανο, καημός
ντέφι: tef, κρουστό μουσικό όργανο, είδος μικρού τυμπάνου με χάλκινα κύμβαλα
ντιβάνι: divan, είδος χαμηλού κρεβατιού ή καναπές
ντιπ: dip, ολωσδιόλου
ντοβλέτι: devlet, κράτος, δημόσιο, κυβέρνηση
ντογρού: dogru, κατευθείαν, ίσια
ντολμάς: dolma, είδος φαγητού από κιμά και ρύζι περιτυλιγμένα με αμπελόφυλλα ή λαχανόφυλλα
ντονμές: dönme/dönmek (= γυρίζω), αυτός που αρνήθηκε τη θρησκεία του και ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό ειδικότερα οι εβραΐοι του 17ο αιώνα.
ντορβάς: torba, σάκος, σακί με τροφή που κρεμιέται από το κεφάλι των ζώων
ντορής: doru, κόκκινο άλογο
ντόρτια: dört (= τέσσερα), (στα παιχνίδια με ζάρια) οι τεσσάρες, αποτυχία, ζημιά
ντουβάρι: duvar, τοίχος, βλάκας
ντουγρού: dogru, κατευθείαν, ίσια
ντουζένι: düzen (= τάξη· μουσ. αρμονία), ρυθμικό μοτίβο με ανατολίτικη προέλευση στο οποίο βασίστηκε το ρεμπέτικο τραγούδι
ντούζικος: düz (= ίσιος), ευθύς, ίσιος, απλός
ντουλαμάς: dolama, ο μανδύας των φουστανελλοφόρων
ντουλάπι: dolap, ειδικό έπιπλο, φορητό ή εντοιχισμένο, για την τοποθέτηση σκευών, τροφίμων κτλ., ερμάριο
ντουμάνι: duman, πυκνός καπνός
ντουνιάς: dünya, ο κόσμος, η ανθρωπότητα
ντουντούκα: düdük (= φλογέρα), κωνικός, μεταλλικός σωλήνας που δυναμώνει τη φωνή του ομιλητή, ώστε να ακούγεται σε μεγάλη απόσταση, τηλεβόας
ντουσουρμές: το παιδομάζωμα των γενιτσάρων, ασήμαντος στρατός αποτελούμενος από ποικίλα στοιχεία
ξίκικος: eksik, λιποβαρής, λειψός
οδαλίσκη: odalık, θαλαμηπόλος των χαρεμιών, ευνοουμένη Οθωμανών αξιωματούχων ή ηγεμόνων
οκά: okka, μονάδα βάρους στερεών και υγρών ίση με 1280 γραμμάρια
οντάς: oda, δωμάτιο
ορδί: ordu (=στρατός), στρατιά
ορμάνι: orman, πυκνό δάσος, ρουμάνι
ουλεμάς: ulema, μωαμεθανός θεολόγος και νομομαθής
ουστ: ost, επιφώνημα για διώξιμο σκύλου ή άλλου ζώου, για να διώξει κάποιος ενοχλητικό ή επικίνδυνο πρόσωπο
ούτι: ut, έγχορδο μουσικό όργανο, είδος λαούτου
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V
Τούρκικες Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα
Τουρκικά
Απο ποτε το “μασαλα” ειναι “τουρκικη λεξη στην Ελληνικη”? Ρωτατω γιατι δεν χρησιμοποιειται πουθενα και σε καμια περιοδο
στην Κύπρο χρησιμοποιείται