Ιταλικές Λέξεις στα Ελληνικά
| |Ιταλικές Λέξεις στα Ελληνικά
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V Μέρος VI
κάβα: cava, υπόγεια αποθήκη κρασιού και άλλων οινοπνευματωδών ποτών, σύνολο αποθηκευμένων ποτών, το αρχικό ποσό χρημάτων που καταθέτουν οι παίκτες σε χαρτοπαίγνιο
καβάλο(ς): cavalo, το κάτω μέρος της ραφής που ενώνει τα δύο σκέλη του πανταλονιού
καβδιανός: ο σχετικός με την πόλη Κάβδιο
καδρίλια: quadriglia (= ομάδα τεσσάρων χορευτών), καντρίλια, είδος παλιού ευρωπαϊκού χορού και η μουσική του
κάδρο: quadro, πλαίσιο εικόνας, κορνίζα, εικόνα σε κορνίζα
καδρόνι: quadrone, καντρόνι, ξύλινο τετράπλευρο δοκάρι
καζάκα: casaca, είδος γυναικείας ή ανδρικής μπλούζας, από χοντρό ύφασμα και χωρίς μανίκια
καζαμίας: Casamia, όνομα (φανταστικού) αστρολόγου, που έμπαινε ως τίτλος παλιού προφητικού βιβλίου, μικρό λαϊκό ημερολόγιο με προφητείες/ ανέκδοτα
καζάρμα: caserma, στρατώνας
καζίνο: casino, υποκοριστικό του casa (= σπίτι), κτίριο, μεγάλη αίθουσα ή σύνολο αιθουσών για τυχερά παιχνίδια (ρουλέτα, χαρτοπαίγνια, κερματοδέκτες κτλ.)
κάζο: caso (= συμβάν), ξαφνικό και δυσάρεστο περιστατικό
καζούρα: caso, πειράγματα, αστεία κτλ. με σκοπό τη διακωμώδηση
κακοσούρης: sorte (= μοίρα, τύχη), κακόμοιρος, ταλαίπωρος
καλάρω: calare, μαζεύω τα πανιά, ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα για ψάρεμα
καλαφάτης: calafato, τεχνίτης που κλείνει, με πίσσα ή στουπί, τα κενά ανάμεσα στις σανίδες καραβιού ή βαρελιού
κάλμα: calma, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία, εμπορική απραξία
καλμάρω: calmare, καταπραΰνω, ηρεμίζω, ησυχάζω
καλουμάρω: calumare, χαλαρώνω αλυσίδα ή σχοινί όπου είναι δεμένη άγκυρα, βάρκα
κάλτσα: calza, πλεχτό ή υφαντό κάλυμμα που περιβάλλει το κάτω μέρος των ποδιών, περιπόδιο
καμαριέρα/ης: camariere, ο υπηρέτης που φροντίζει για την καθαριότητα και το συγύρισμα δωματίων
καμαρίνι: camerino, μικρό δωμάτιο στα παρασκήνια θεάτρου
καμαρότος: camarotto, θαλαμηπόλος σε πλοίο
καμέα: cammeo, κομμάτι από σκληρό ημιπολύτιμο λίθο
κάμερα: camera, συσκευή λήψεως κινούμενων εικόνων για τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση
καμιζόλα: camiciola, φαρδύ γυναικείο πουκάμισο
καμινέτο: caminetto, μικρή φορητή εστία, που καίει με οινόπνευμα
καμόρα: camorra, μυστική οργάνωση στη Νεάπολη της Ιταλίας, συμμορία κακοποιών, η μαφία
καμπάνια: campagna, δημοσιογραφική έρευνα για την προβολή εντυπωσιακού γεγονότος
καμπίνα: cabina, μικρός θάλαμος (πλοίου, αεροπλάνου, θαλάσσιων λουτρών κτλ.)
καμφορά: canfora, κάμφορα, χημική ουσία με χαρακτηριστική οσμή
καναβάτσο: canavaccio, σκληρό ύφασμα από ίνες κανναβιού ή λιναριού
κανάγιας: canaglia, παλιάνθρωπος, κάθαρμα
κανέλα: cannella, αρωματική ουσία που παίρνεται από τη φλούδα του δέντρου κιννάμωμον το κεϋλανικόν
κανελόνια: cannelloni (μεγάλο καλάμι/ σωλήνας), χοντρά κυλινδρικά ζυμαρικά που γεμίζονται με κιμά και καρυκεύματα
κανοκιάλι: cannocchiale, φορητή ναυτική διόπτρα
καντάρι: cantaro, μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες (περ. 57 κιλά), είδος ζυγαριάς
καντάτα: cantata, τραγουδιστικό κομμάτι συνοδευόμενο από ορχήστρα, μεγάλη σύνθεση λυρικού ή δραματικού χαρακτήρα
καντηλ(ι)έρι: candeliere, κηροπήγιο, πολύφωτη λυχνία
καντίνα: cantina, κυλικείο, μικρό πρατήριο με είδη καθημερινής χρήσης και τρόφιμα σε στρατόπεδο, εργοστάσιο κτλ.
καντίνι: cantino, η οξύτερη χορδή οργάνου, που δίνει τον λεπτότερο ήχο.
κάντιο: candi, είδος κρυσταλλικής ζάχαρης
καντόνι: cantone, τοπική περιφέρεια μικρότερη της επαρχίας και μεγαλύτερη της κοινότητας στη Γαλλία, στην Ελβετία καθεμιά από τις πολιτείες της ομοσπονδίας.
καντούνι: cantone, γωνιά δρόμου, στενός δρόμος
καντρόνι: quadrone, ξύλινο τετράπλευρο δοκάρι
καντσονέτα: canzonetta-canzone, λαϊκό τραγουδάκι
καπάρο: caparra, προκαταβολή ως εγγύηση αγοραπωλησίας ή μίσθωσης
καπάτσος: capace, ο ικανός να πετυχαίνει τους σκοπούς του, να επωφελείται από τις εκάστοτε περιστάσεις
καπέλα: cappella (= παρεκκλήσι, χορωδία) α καπέλα, εκτέλεση πολυφωνικής μουσικής σύνθεσης, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων
καπελίνα: capelliera, κουτί (χάρτινο, ξύλινο ή δερμάτινο) για τη φύλαξη καπέλων
καπελίνο: capellino, μικρό καπέλο
καπέλο: capello, κάλυμμα του κεφαλιού
καπιτάλι: capitale, χρηματικό ποσό, κεφάλαιο
καπόνι: cappone, ευνουχισμένος κόκορας
καπότα: capotta, χοντρό πανωφόρι με κουκούλα, προφυλακτικό
καποτάστο: capotasto, μικρότατη κινητή ράβδος από ελεφαντοστό, που προσαρμόζεται στη λαβή εγχόρδων οργάνων, ιδιαίτερα μαντολίνου και κιθάρας, και χρησιμεύει για να ρυθμίζει την οξύτητα του ήχου των χορδών.
καπότο: cappotto, η κάπα
καπουτσίνος: cappuccino-cappuccio (= κουκούλα), μοναχός τάγματος της δυτικής εκκλησίας που φορεί χαρακτηριστική κουκούλα
καπρίτσ(ι)ο: capriccio, ιδιοτροπία, πείσμα, παραξενιά, είδος μουσικής σύνθεσης
καραβέλα: caravella, τύπος παλιού ιστιοφόρου
καραμέλα: caramella, μικρό και σκληρό ζαχαρωτό
καραμούζα: corna-musa (= ποιμενική φλογέρα), πνευστό μουσικό όργανο με διαπεραστικό ήχο
καραμπίνα: carabina, είδος βραχύκαννου όπλου
καραμπινιέρος: carabiniero, Ιταλός χωροφύλακας
καραμπόλα: carambola, επιτυχία στο παιχνίδι του μπιλιάρδου, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλες
καραντίνα: quarantina, υγειονομική κάθαρση, απομόνωση, αποκλεισμός
καρατάρω: caratare, ζυγίζω, υπολογίζω
καρατερίστα(ς): caratterista, ηθοποιός ικανός να ερμηνεύει όλους τους ρόλους, δραματικούς ή κωμικούς, που αντιπροσωπεύουν κάποιον ιδιαίτερο χαρακτήρα
καράτι: carato, μονάδα μετρήσεως της καθαρότητας του χρυσού, μονάδα βάρους για πολύτιμους λίθους (ίση με 1/5 του γραμμαρίου)
καράφα: caraffa, επιτραπέζια φιάλη
καρβέλι: caravella, ψωμί σε σχήμα κυκλικό
καρδερίνα: cardellino, μικρό ωδικό πουλί
καριέρα: carriera, επαγγελματική σταδιοδρομία
καρικατούρα: caricatura, γελοιογραφία
καρικατουρίστας: caricaturista, γελοιογράφος
καρικώνω: carico (= φόρτωμα), διορθώνω με κλωστή τριμμένα ρούχα, μαντάρω
καριόλα: carriola, παλιού τύπου ξύλινο κρεβάτι, πόρνη
καριοφίλι: Carlo e figlio (φίρμα ιταλικού εργοστασίου όπλων), μακρύκαννο τουφέκι της παλιάς εποχής
καρμανιόλα: carmagnola (όνομα πόλης στην Ιταλία), η λαιμητόμος, λέξη για να χαρακτηρίσει κάτι το εξαιρετικά επικίνδυνο
καρμπονάρα: carbonara, τρόπος μαγειρέματος ζυμαρικών με σάλτσα άσπρου τυριού, κομματάκια μπέικον και ζαμπόν και αβγά
καρναβάλι: carne vale, η εορταστική περίοδος της αποκριάς, οι μεταμφιέσεις και διασκεδάσεις κατά την περίοδο της αποκριάς
καρνάγιο: carenaggio, χώρος στον οποίο ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία, ναυπηγείο
κάρο: carro, φορτηγό αμάξι δίτροχο ή τετράτροχο
καρότο: carota, το φυτό δαύκος και η φαγώσιμη ρίζα του
καρότσα: carrozza, τετράτροχη άμαξα που τη σέρνουν άλογα
κάρτα: carta, κομμάτι χαρτονιού, μικρών διαστάσεων
καρτέλα: cartella, μικρή πινακίδα από χαρτόνι, με επιγραφές, λογαριασμούς ή άλλα σημεία
καρτολίνα: cartolina, η κάρτα, διαφημιστική κάρτα που τοποθετείται στις προθήκες καταστημάτων για προώθηση των πωλήσεων προϊόντος
κάσα: cassa, κιβώτιο ξύλινο, κασόνι
κασέλα: cassela, ξύλινο κιβώτιο της παλιάς εποχής, σεντούκι
κασέτα: cassetta, θήκη με μαγνητοταινία για ηχητική εγγραφή
κασετίνα: cassettina, μικρό κουτί για κοσμήματα, σχολικά είδη κ.α.
κάσκα: casca, κράνος, περικεφαλαία, είδος καλοκαιρινού καπέλου για θερμά κλίματα, όργανο κομμωτηρίου για το στέγνωμα των μαλλιών
κασκαρίκα: cascare (= πέφτω), αθώα φάρσα για αστεϊσμό
κασκέτο: caschetto (= κράνος), χαμηλό και εφαρμοστό καπέλο με γείσο, που φοριέται κυρίως από εργάτες και ναυτικούς
κασόνι: cassone, ξύλινο κιβώτιο, το φέρετρο
καστελάνος: castellano, φρούραρχος στο καστέλι
καστέλι/ο: castello, μικρό κάστρο, φρούριο, οχυρός πύργος
κατακόμβη: catacomba, τύπος υπόγειου νεκροταφείου των πρώτων χριστιανών που χρησίμευε και ως τόπος λατρείας και συγκεντρώσεων
κατράμι: catrame, η πίσσα
κατσαβίδι: caccia-vite, εργαλείο για βίδωμα ή ξεβίδωμα
κατσιβέλα/ος: cattivello (= σκλάβος, δυστυχής), γύφτος, τσιγγάνος, βρομιάρης
κιάλι: occhiali, τα κιάλια, το τηλεσκόπιο
κιαροσκούρο: chiaroscuro (=φωτοσκίαση), στις εικαστικές τέχνες, τεχνική της απόδοσης του φωτός και της σκιάς ανεξάρτητα από τη χρήση του χρώματος, φωτοσκίαση, η χρήση των αντιθέσεων στη μουσική, λογοτεχνία κτλ
κλαπατσίμπαλα: clavicembalo, λέξη ειρωνική για τα μουσικά όργανα
κλαρινέτο: clarinetto, ξύλινο, πνευστό μουσικό όργανο
κλαρίνο: clarino, πνευστό μουσικό όργανο, ο ευθύαυλος
κλότσος: calcio (= φτέρνα, λάκτισμα), η κλοτσιά
κο(υ)στούμι: costume, ανδρική ενδυμασία, σακάκι και παντελόνι ραμμένα από το ίδιο ύφασμα
κογιονάρω: coglionare, κοροϊδεύω
κογκρέσο: congresso, συνέδριο, συνέλευση, η γερουσία και η βουλή των Η.Π.Α
κόζα νόστρα: cosa nostra (=δική μας υπόθεση), ονομασία που υιοθέτησε η οργάνωση της μαφίας για τον αμερικανικό κλάδο της
κόκα: cocca, εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου, κρανίο, κεφάλι
κολάρο(ς): collaro, πρόσθετο περιλαίμιο στο πουκάμισο, ο γιακάς σακακιού ή παλτού, ο αφρός της μπίρας στο ποτήρι
κολατσιό: colazione, πρόχειρο πρόγευμα
κολομπίνα: colombina (= περιστεράκι), πρόσωπο της παλιότερης ιταλικής κωμωδίας, κατεργάρα και χαριτωμένη υπηρέτρια
κολόνα: colonna, στύλος, κίονας
κόλπο: colpo, τέχνασμα, απάτη
κόλπος: colpo, αποπληξία, συμφόρηση
κομιτάτο: comitato, επιτροπή συνεργασίας για ορισμένο σκοπό, ανταρτική ή επαναστατική οργάνωση
κομό: como, έπιπλο με πολλά συρτάρια
κομοδίνο: comodino, μικρό έπιπλο που τοποθετείται κοντά στο κρεβάτι
κόμοδος: comodo, βολικός (για έπιπλα)
κομούνα: comuna, η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική εξουσία
κομπανία: compagnia, εταιρεία, παρέα, συντροφιά, θίασος οργανοπαικτών
κομπάρσος: comparsa (= το άφωνο πρόσωπο του δράματος), βοηθητικό πρόσωπο, συνήθως βουβό, σε θεατρική παράσταση ή σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία
κομπλιμέντο: complimento, φιλοφρόνηση, κολακευτικός λόγος
κομπλιμεντόζος: complimentoso, φιλοφρονητικός, κόλακας, που αρέσκεται να κομπλιμεντάρει
κομπόστα: composta, γλύκισμα από φρούτα βρασμένα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης
κομπρέσα: compressa, ψυχρό ή θερμό επίθεμα στο δέρμα από γάζα ή ύφασμα βρεγμένο σε νερό ή άλλη ουσία
κομφετί: confetti, μικρά στρογγυλά χαρτάκια διαφόρων χρωμάτων που, κατά τις απόκριες, χρησιμοποιούνται για τον χαρτοπόλεμο
κον(τ)σέρτο: concerto (= άμιλλα), συναυλία, είδος μουσικής σύνθεσης για ένα όργανο και ορχήστρα
κον(τ)σέρτο: concerto, συναυλία
κονκάρδα: coccarda, μικρό διακριτικό σήμα σε πηλήκιο, ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα
κονσέρβα: conserva, τρόφιμο που διατηρείται κλεισμένο σε στεγανό δοχείο
κόνσολος: consolo, ο πρόξενος
κόντες/ης/έσα: conte, τίτλος ευγενείας, κόμης
κοντεσίνα: contesina, νεαρή άγαμη κόμισσα
κοντότα: condotta, ειδική συμφωνία γιατρού και κατοίκων ενός χωριού κατά την οποία ο γιατρός με εφάπαξ αμοιβή αναλάμβανε τη νοσηλεία τους για ορισμένο χρονικό διάστημα
κοντούρα: contorno (= περίγραμμα), σχεδιαστικό περίγραμμα εικόνας, γραμμάτων ή αντικειμένου που καθορίζει το σχήμα τους
κόντρα: contra, αντίθετα
κοντράλτα/ο: contralto, τραγουδίστρια με την πιο βαθιά φωνή
κοντραμπαντιέρης: contrabbandiere, λαθρέμπορος, κοντραμπατζής
κοντραμπάντο/α: contrabbando, λαθρεμπόριο
κοντραμπάσο: contrabbasso, έγχορδο όργανο με τόξο, το βαρύτερο από την οικογένεια των βιολιών
κοντραπούντο: contrappunto, αντίστιξη
κοντραστάρω: contrastare, εναντιώνομαι
κοπέλα: coppella, η κόρη, η νέα, νεαρή υπηρέτρια
κόπια: copia, αντίγραφο, πανομοιότυπο
κορβέτα: corvetta, είδος ιστιοφόρου, δρόμων
κορδέλα: cordella, ταινία από ύφασμα ή οποιαδήποτε άλλη ύλη
κορδόνι: cordone, πλέγμα από κλωστές στριμμένες προς μια κατεύθυνση, γαϊτάνι
κορίστας: corista, μέλος χορωδίας
κόρνα: corna, ηχητικό όργανο των αυτοκινήτων, κλάξον
κορνάρω: cornare, πατώ την κόρνα του αυτοκινήτου
κορνέτα: cornetta, είδος σάλπιγγας, πνευστού μουσικού οργάνου, σε σχήμα μικρού κέρατος
κορνετίστας: cornettista, μουσικός που παίζει κορνέτα
κορνέτο: cornetto, πνευστό μουσικό όργανο, μικρότερων διαστάσεων από την τρομπέτα αλλά με υψηλότερη τονική έκταση
κόρνο: corno, πνευστό μουσικό όργανο, η σάλπιγγα, η κόρνα του αυτοκινήτου
κόρο: coro (= χορός), χορωδία
κόρτε: corte, ερωτοτροπία
κόστα: costa, η ακτή
κοστίζω: costare, έχω ορισμένη εμπορική αξία, στοιχίζω
κότερο: cotero, μικρό ιδιωτικό σκάφος, γιοτ
κοτσάρω: cozzare (= κερατίζω), κρεμώ, συνδέω, δίνω κάτι ξαφνικά, κατηγορώ, φορώ κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση
κουαρτέτο: quartetto, μουσική σύνθεση για τέσσερα όργανα ή τέσσερις φωνές
(γ)κουβέρνο: governo, κυβέρνηση, διαχείριση, φροντίδα
κουζίνα: cucina, ειδικό δωμάτιο του σπιτιού, ή ειδικός χώρος εστιατορίου, πλοίου κτλ., με κατάλληλες εγκαταστάσεις για την προετοιμασία και το μαγείρεμα του φαγητού, ηλεκτρική συσκευή για μαγείρεμα, ιδιαίτερος τρόπος μαγειρέματος, μαγειρική
κουζινέτο: cuscinetto, μικρή συσκευή για μαγείρεμα
κουΐντα: quinta, το καθένα από τα πλάγια παραπετάσματα στη σκηνή θεάτρου, που αποκρύβουν τη θέα προς τα παρασκήνια
κουϊντέτο: quintetto, μουσική σύνθεση σε πέντε μέρη, σύνολο από πέντε μουσικά όργανα ή πέντε φωνές
κουκέτα: cucetta, κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, κρεβάτια τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο
κουκούτσι: cucuzza, ο πυρήνας ή σπόρος καρπού
κουμαντάρω: comandare, διευθύνω, διοικώ, ρυθμίζω
κουμάντο: comando, διοίκηση, διεύθυνση, διαχείριση
κουμπάνια: compagna, εφοδιασμός με τρόφιμα
κουνέλι: coniglio, εξημερωμένο τρωκτικό, συγγενικό με το λαγό
κουνιάδα/ος: cognato, κουνιάδα αδερφός ή αδερφή του ή της συζύγου, ανδράδελφος ή γυναικάδελφος
κούρα: cura, ιατρική θεραπεία, νοσηλεία, δίαιτα, ιατρική επίσκεψη
κουράρω: curare (= φροντίζω), νοσηλεύω ή θεραπεύω άρρωστο
κουρδίζω: corda, τεντώνω τις χορδές μουσικού οργάνου στον κατάλληλο τόνο, θέτω σε κίνηση μηχανισμό, κουρντίζω
κουρσάρος: corsaro, κυβερνήτης ή μέλος του πληρώματος σκάφους που λεηλατούσε εμπορικά πλοία
κουφέτο: confetto, μικρό σκληρό ζαχαρωτό (για γάμους και βαφτίσια)
κρε(τ)σέντο: crescendo, η βαθμιαία αύξηση της έντασης των ήχων στη μουσική
κρέμα: crema, λιπώδες, κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται από το γάλα, καϊμάκι, καλλυντικό χημικό παρασκεύασμα για την περιποίηση του δέρματος
κρεμέζι: cremisi, κόκκινη χρωστική ουσία, παρμένη από κηκίδες
κρέντιτο: credito, πίστωση
κρεπάρω: crepare, σπάζω, σχίζομαι
κρινολίνο: crinolino, είδος φορέματος, που ήταν της μόδας στα μέσα του 19ου αιώνα, με μακριά και φουσκωτή φούστα
Ιταλικές Λέξεις στα Ελληνικά