Ιταλικές Λέξεις που λέμε καθημερινά
| |Ιταλικές Λέξεις που λέμε καθημερινά
Μέρος Ι Μέρος ΙΙ Μέρος ΙΙΙ Μέρος ΙV Μέρος V Μέρος VI
λάβα: lavare, lava (= πλημμύρα), διάπυρη ρευστή ύλη που χύνεται από τα έγκατα στην επιφάνεια της γης κατά τις ηφαιστειακές εκρήξεις
λαβομάνο: lavamano, φορητή λεκάνη για το πρωινό πλύσιμο, νιπτήρας
λαζάνια: lasagna, είδος ζυμαρικού
λαζαρέτο: lazzarο, το λοιμοκαθαρτήριο
λαϊκάντζα: λαϊκός + anza, μειωτική λέξη για πρόσωπο με εμφάνιση ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τη λαϊκή τάξη σε αντίθεση προς την αστική
λάμα: lama, μικρό και λεπτό μεταλλικό έλασμα, ξυριστική λεπίδα
λάμπα: lampa, λυχνία, ηλεκτρικός λαμπτήρας
λάντζα: lenza, λάντσα, μεγάλο δοχείο όπου πλένουν τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια
λασκάρω: lascare, χαλαρώνω
λάσκος: lasco, χαλαρός
λάστιχο: elastico, ελαστικό κόμμι, καουτσούκ
λατέρνα: laterna, λαϊκό μουσικό όργανο φορητό, που παίζεται με στρόφαλο
λε(ϊ)μόνι: limone, ο καρπός της λεμονιάς
λεβάντα: lavanda, είδος αρωματικού φυτού, υγρό σκεύασμα από το φυτό αυτό
λεβάντες: levante, ανατολικός άνεμος
λεβαντίνα: levante (= ανατολικός), Ευρωπαίος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ανατολή, για τους μικτούς πληθυσμούς των ακτών της Ασίας και Αιγύπτου για όσους δεν είναι Τούρκοι ή Άραβες, ανατολίτης χωρίς εθνική συνείδηση, ενδιαφερόμενος μόνο για το συμφέρον του
λεβέντης/ισσα: leventi (=σώμα ναυτικών πυροβολητών), αρρενωπός, γενναίος, παλικαράς, γενναιόδωρος
λέτσος: lezzo (= δυσωδία), άνθρωπος κακοντυμένος ή βρόμικος
λιβρέα: livrea, ειδική στολή για τους υπηρέτες επίσημων οίκων
λίγκα: lega, συνασπισμός, συμμαχία
λικουρίνι: liocorno, ο καπνιστός κέφαλος
λίμα: lima, εργαλείο για τη λείανση σκληρής ύλης, ρίνη
λιμάρω: limare, λειαίνω με τη λίμα
λίμπα: limbo, τα έκανε λίμπα – τα έκανε άνω κάτω
λίμπερο: libero (= ελεύθερος), παίκτης του ποδοσφαίρου που παίζει και στην άμυνα και στην επίθεση κατά τις ανάγκες του αγώνα
λιμπρετίστας: librettista, ο συγγραφέας λιμπρέτου
λιμπρέτο: libretto (υποκοριστικό του libro, βιβλίο), κείμενο μελοδράματος, οπερέτας ή ορατορίου
λινόλεουμ: linoleum, είδος χαρακτικής
λίρα: lira, νομισματική μονάδα διαφόρων κρατών
λιρέτα: liretta, νομισματική μονάδα της Ιταλίας
λίστα: lista, κατάλογος ονομάτων ή πραγμάτων
λοκάντα: locanda, εστιατόριο
λοκομοτίβα: locomotiva, η ατμομηχανή
λοστρόμος: nostromo (ανομοίωση), ο πρώτος υπαξιωματικός σε εμπορικό καράβι, ναύκληρος
λότο: lotto, υχερό παιχνίδι κατά το οποίο ο παίκτης για να κερδίσει πρέπει να έχει σημειώσει στις ειδικές κάρτες τους έξι αριθμούς που προκύπτουν από την κλήρωση
λότος: lotto, λαχείο, λοταρία
λού(μ)πινο: lupino, φυτό ποώδες, καλλιεργούμενο κυρίως ως νομευτικό, για τα σπέρματά του
λουκέτο: lucchetto, κινητή κλειδαριά
λουσέρνα: lucerna, είδος λάμπας λαδιού, καντηλέρι
λούσο: lusso, πολυτέλεια
λουστράρω: lustrare, στιλβώνω, γυαλίζω
λουστρίνι: lustrino, γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας, τα λουστρίνια, παπούτσια απ’ αυτό το δέρμα
λούστρο(ς): lustro, στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι, στιλπνότητα, γυαλάδα, στίλβωση
μα: ma, αλλά, όμως
μαβής: mavi, βαθυγάλαζος, μενεξελής
μαγαζί: magazzino, εμπορικό κατάστημα, εργαστήριο
μαγκαζίνο: magazzino, τακτική εκπομπή στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση με ποικίλο ψυχαγωγικό και ενημερωτικό περιεχόμενο
μαγκιόρος/α/ισσα: maggiore, επιδέξιος, καπάτσος
μαεστρία: maestria, μεγάλη δεξιοτεχνία
μαέστρος: maestro, μουσικοσυνθέτης ή διευθυντής ορχήστρας, δεξιοτέχνης
μάκα: macchia (= λεκές), βρομιά, λέρα που έχει μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια επιφάνεια και έχει δημιουργήσει ένα στερεοποιημένο στρώμα
μάκενα: macchina, μάκινα, μηχανή, πονηριά
μακέτα: macchietta, προσχέδιο οικοδομήματος, μηχανήματος ή έργου τέχνης σε μικρογραφία
μαλάρια: malaria= mala + aria (κακός αέρας), η ελονοσία
μαλαφράντζα: male (di) francia (= αρρώστια γαλλική), αφροδίσιο νόσημα, η σύφιλη
μανδαρινέα: mandarino, μανταρινιά
μάνι μάνι: (di) mano (in) mano, γρήγορα, αμέσως, βιαστικά
μανιβέλα: manovella, χειροκίνητος μοχλός για την περιστροφή μηχανής
μανιέρα: maniera, τεχνοτροπία
μανιεριστής: manierista, καλλιτέχνης οπαδός του μανιερισμού
μανικέτι: manichetto, το κάτω άκρο του μανικιού σε πουκάμισο
μανιπουλάρω: manipolare, δουλεύω κάτι με το χέρι, κατεργάζομαι, χειρίζομαι, αλλοιώνω, παραποιώ, νοθεύω
μανιφατούρα: manifattura, παραγωγή χειροτεχνικών προϊόντων και υφασμάτων
μανιφέστο: manifesto, γραπτή προκήρυξη όπου διατυπώνονται πολιτικές, κοινωνικές ή καλλιτεχνικές αρχές
μανούβρα: manovra, ελιγμός μηχανοκίνητου μέσου, πλάγια ενέργεια
μανταρίνι: mandarino, ο καρπός της μανταρινιάς
μαντάρω: mandare (=επανορθώνω), επιδιορθώνω, με κλωστή, φθαρμένα ρούχα, καρικώνω
μαντέκα: manteca, αρωματική αλοιφή για το μουστάκι
μαντολινάτα: mandolinata, ορχήστρα από μαντολίνα
μαντολίνο: mandolino, έγχορδο μουσικό όργανο, με τέσσερις διπλές χορδές
μαρασκίνο: maraschino, ηδύποτο, λικέρ από βύσσινα
μαργαρίτα: margarita, καλλωπιστικό φυτό και το άνθος του
μαρινάρω: marinare (= ταριχεύω), μαγειρεύω κρέας ή ψάρια με μαρινάτα
μαρινάτα: marinata, ειδική σάλτσα (από ξίδι, σκόρδο, ντομάτα, αλεύρι κτλ.) για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος
μαρινάτος: marinato, παρασκευασμένος με μαρινάτα
μάρκα: marca, σήμα
μαρκάρω: marcare, βάζω μάρκα σε ένα αντικείμενο, σημαδεύω
μαρόν: marrone, το κάστανο, το χρώμα του κάστανου, το καστανό χρώμα
μαρόνι: marrone, κάστανο εκλεκτής ποιότητας
μασέλα: mascella, γνάθος, σιαγόνα, η οδοντοστοιχία, τεχνητή οδοντοστοιχία
μάσκαρα: mascara, καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων
μασκαράτα: mascarata, όμιλος ή πομπή μεταμφιεσμένων
μάσκουλο: μεντεσές, είδος κροτίδας
μασόνος: massone, μέλος του μασονισμού
ματζόρε: maggiore, ο μείζων τόνος στη μουσική
ματσαράγκα: mazzeranga, ματσαραγκιά, απάτη, δόλος
μάτσο: mazzo, δέσμη από ομοειδή πράγματα
ματσούκα/ι: mazuco, ραβδί, ρόπαλο
μαφία: mafia, όνομα μυστικής οργάνωσης κακοποιών που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα
μαφιόζος: mafioso, μέλος της μαφίας, κακοποιός
μέγκλα: meglio (= καλύτερος), λέξη για να χαρακτηρίσει κάτι κομψό φίνο και πολυτελές
μεζούρα: misura, ταινία για τη μέτρηση μήκους, μικρό δοχείο για τον υπολογισμό ποσότητας υγρού ή στερεού
μελάσα: melassa, υγρό υπόλειμμα που απομένει μετά την παραλαβή της κρυσταλλικής ζάχαρης από τα ζαχαρότευτλα ή το ζαχαροκάλαμο
μελιτζάνα: melanzana, είδος λαχανικού, “σαλανόν το εδώδιμον”
μενουέτο: minuetto, μουσική σύνθεση με ανάλαφρο χαρακτήρα, είδος παλιού ευρωπαϊκού χορού
μέντα: menta, το αρωματικό φυτό μίνθη
μενταγιόν: medaglione, γυναικείο κόσμημα που κρεμιέται με αλυσίδα στο λαιμό
μετζοπάτωμα: mezzo = μισό, το μεσοπάτωμα, ημιώροφος
μετζοσοπράνο: mezzosoprano, τραγουδίστρια μεσόφωνος
μιζέρια: miseria, αθλιότητα, κακομοιριά, μεγάλη φτώχεια, γκρίνια, τσιγκουνιά
μίζερος: misero, άθλιος, ελεεινός, δύστροπος, γκρινιάρης, φιλάργυρος, τσιγκούνης
μιλιούνι: millione, εκατομμύριο, αριθμός ανυπολόγιστος, μεγάλο πλήθος
μιμόζα: mimosa, φυτό κοσμητικό και το άνθος του
μίνα: mina, υπόνομος, όρυγμα, υπόνομος με εκρηκτική ύλη για ανατίναξη
μινάρω: minare, ανοίγω υπόνομο, ετοιμάζω υπόνομο για έκρηξη
μινιατούρα: miniatura, μικρογραφία
μινόρε: minore, ο ελάσσων τόνος στη μουσική
μινουέτο: minuetto, μουσική σύνθεση με ανάλαφρο χαρακτήρα, είδος παλιού ευρωπαϊκού χορού
μόδα: moda, οινωνικές συνήθειες, εκδηλώσεις και προτιμήσεις που επικρατούν για ορισμένη χρονική περίοδο και αφορούν ενδύματα, κοσμήματα, κόμμωση, κοσμήματα κτλ.
μόκο: moccio (=βουβός), [επιφώνυμα] σιωπή
μόλα: molla, mollare, αμόλα, άφηνε [στην ναυτική]
μολάρω: mollare, αμολώ
μόλος: molo, τεχνητή προεξοχή ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα και χρησιμεύει για να πλευρίζουν τα πλοία
μόμπιλο: mobile (=κινητός), έπιπλο
μοντάρω: montare, εκτελώ μοντάζ
μοντέλο: modello, πρόσωπο ή αντικείμενο που χρησιμοποιεί ζωγράφος ή γλύπτης ως πρότυπο, κάτι που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα άλλων παρομοίων
μοντεράτο: moderato, μέτρια ρυθμική αγωγή
μοντέρνος: moderno, ο σύμφωνος με τη μόδα
μορ(ν)ταδέλα: mortadella, είδος αλλαντικού
μορέσκα: moresca, παλιός, λαϊκός, ενόπλιος χορός, αραβικής καταγωγής, που συνοδευόταν από μουσική
μόρτης/ισσα: beccamorti (= τυμβωρύχος), αλήτης, μάγκας, αλάνης
μόστρα: mostra, υαλόφραχτη προθήκη καταστήματος, βιτρίνα, το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος
μοτέτο: motetto, πολυφωνική θρησκευτική σύνθεση, συνήθως χωρίς συνοδεία οργάνων
μοτίβο: motivo (= κίνητρο), κεντρικό, επαναλαμβανόμενο στοιχείο μουσικού θέματος
μότο: motto (= απόφθεγμα), ρητό ως υπότιτλος
μοτοσακό: motosacco, ποδήλατο με προωθητικό κινητήρα
μουζικάντης: musicante, (υποτιμητικά) μουσικός, οργανοπαίκτης
μουλιάζω: ammollare, μαλακώνω κάτι βουτώντας το στο νερό
μούμια: mumia, ταριχευμένο πτώμα, άνθρωπος ζαρωμένος και ασχημομούρης
μουντάρω: montare (= ανεβαίνω), ρίχνομαι ξαφνικά, χιμώ
μουσίτσα: muso, μικρό φτερωτό έντομο που αναπτύσσεται σε βαρέλια από μούστο, σε σάπια κρέατα ή λαχανικά, η σκνίπα
μουσκέτο: moschetto, είδος παλιού εμπροσθογεμούς πυροβόλου όπλου, τουφέκι
μουσούδα/ι: muso, ρύγχος ζώου, μούτρο
μουστάρδα: mostarda, καρύκευμα φαγητού με τσουχτερή γεύση (φτιαγμένο με αλεύρι σιναπιού, ξίδι κ.α.)
μούτρο: mutria, το πρόσωπο
μούτσος: mozzo, μαθητευόμενος ναύτης
μπαγα(μ)πόντης/ισσα: vagabondo, απατεώνας, κατεργάρης
μπαγάσας: bagascia (=πόρνη), αχρείος, διεφθαρμένος, ανήθικος, αναξιόπιστος, κατεργαράκος, επιτήδειος
μπαγιονέτα: bajonetta, η ξιφολόγχη
μπάγκα: banca, πιστωτικό ίδρυμα, τράπεζα
μπαγκατέλα: bagattella, ασήμαντο, ευτελές πράγμα, ανόητος λόγος
μπαγκέτα: bacchetta, μικρό ραβδί στο χέρι αρχιμουσικού που διευθύνει την ορχήστρα, μακριά και λεπτή φραντζόλα ψωμί
μπάζα: bazza, σύνολο κερδισμένων χαρτιών σε παιχνίδι, χαρτωσιά, κέρδος
μπακαλιάρος: baccalaro, το ψάρι γάδος, βακαλάος
μπαλα: balla, μάζα σφαιροειδής | ελαστική σφαίρα που χρησιμοποιείται στις αθλοπαιδιές, τόπι
μπαλάντσο: balanzo, ισολογισμός, ισοζύγιο
μπαλαρίνα: ballarina, χορεύτρια μπαλέτου
μπαλένα: balena, κεράτινο έλασμα που παίρνεται από το στόμα της φάλαινας και χρησιμοποιείται στην κατασκευή στηθοδέσμων κτλ.
μπαλέτο: baletto, χορογραφική σύνθεση, χορόδραμα
μπαλκόνι: balcone, εξώστης
μπάλος: ballo, ελληνικός νησιώτικος χορός
μπαλοτιά: ballotta (= σφαιρίδιο που χρησιμοποιείται στην ψηφοφορία), πυροβολισμός, ταυτόχρονοι πυροβολισμοί από πολλά όπλα, ομοβροντία
μπάνιο: bagno, το λουτρό, ο λουτήρας
μπάνκα: banca, πιστωτικό ίδρυμα, τράπεζα
μπάντα: banda, πλευρό, πλάι, απόμερη θέση
μπαντάρω: banda, τυλίγω με επίδεσμο
μπάρα: barra, ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός με τον οποίο κλείνεται από μέσα η πόρτα
μπαρκάρω: imbarcare, επιβιβάζομαι σε πλοίο για να ταξιδέψω
μπάρμπας: barba, θείος από τον πατέρα ή τη μητέρα, προσηγορία ηλικιωμένων προσώπων
μπαρμπέρης: barbiere, ο κουρέας
μπαρούφα: baruffa, ανοησία, φλυαρία
μπασαβιόλα: bassa viola, μουσικό όργανο, το βαθύχορδο
μπάσος: basso, βαθύφωνος
μπάστα: basta, σταμάτα
μπάσταρδος: bastardo, νόθο παιδί
μπατανία: batania, μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα
μπατάρω: battere, κλίνω προς τη μια πλευρά, ανατρέπω, ανατρέπομαι
μπατίστα: batista, λεπτό λινό ύφασμα
μπεζ: bigio (= γκρίζο), χρώμα που μοιάζει με το φυσικό χρώμα του μαλλιού
μπεκατσίνι: beccaccino, είδος πουλιού, σκολοπακίς, μπεκατσόνι
μπελαμάνα: bellamano, εξωτερικό ένδυμα της χειμερινής στολής των ανδρών του πολεμικού ναυτικού
μπελαντόνα: belladonna (= στρύχνος), το φυτό άτροπος η δελεαστική και το πραϋντικό φάρμακο που παράγεται απ’ αυτό
μπενετάδα: benedetto, αποχαιρετιστήριο γεύμα ή κέρασμα
μπεργαντί: brigantino, είδος καϊκιού
μπερέτα: beretta, η σκούφια
μπερλίνα: berlina, είδος παιχνιδιού
μπερμπάντης/ισσα: birbante, έξυπνος, πονηρός άνθρωπος, γυναικοθήρας, γλεντζές
μπιγκόνια: bigonia, το καλλωπιστικό φυτό βεγονία, ανθοφόρο φυτό
μπιζέλι: pisello, ο καρπός της μπιζελιάς
μπίλια: biglia, σφαιρίδιο από στερεή ύλη, η σφαίρα του μπιλιάρδου
μπιλιάρδο: bigliardo, παιχνίδι που παίζεται σε ορθογώνιο τραπέζι
μπιλιέτο: biglietto, επισκεπτήριο, κάρτα, εισιτήριο
μπίρα: birra, αλκοολούχο ποτό, ο ζύθος
μπίρμπας: birba, πονηρός, κατεργάρης, φαύλος, κακοήθης
μπισκότο: biscotto, είδος εύθρυπτου βουτήματος από ποικίλα υλικά
μπλοκάρω: bloccare, αποκλείω τη διέξοδο
μπλόκο(ς): blocco, αποκλεισμός, περικύκλωση
μπόγιας: boja, δήμιος, ο εντεταλμένος για το μάζεμα των αδέσποτων σκυλιών, άνθρωπος σκληρόκαρδος
μπόμπα: bomba, βλήμα που περιέχει εκρηκτική ή εμπρηστική ύλη, βόμβα, μεγάλο βαρέλι, μεταλλική φιάλη για μεταφορά ή αποθήκευση αερίων υπό πίεση, νοθευμένο αλκοολούχο ποτό
μπομπάρδα: bombarda, πρωτόγονο κανόνι που έριχνε πέτρινες ή σιδερένιες μπάλες
μπόμπιρας: bombero, το έντομο σφήκα, παιδί μικρού αναστήματος, ανήσυχο και πανέξυπνο
μπομπονιέρα: bonboniera, κουτί ή μικρή συσκευασία με κουφέτα που μοιράζεται σε γάμους ή βαφτίσια
μποναμάς: bona-mano (= καλό χέρι), δώρο για το νέο έτος, φιλοδώρημα
μπονόρα: a buon’ora, νωρίς το πρωί
μπορντέλο: bordello, οίκος ανοχής, πορνείο, μπουρδέλο
μποτίλια: bottiglia, φιάλη, μπουκάλα
μπότσος: bozzo, αλυσίδα ή χοντρό σκοινί για το δέσιμο και τη στερέωση της άγκυρας
μπουγάτσα: foccacia, είδος γλυκίσματος από φύλλα ζύμης και κρέμα
μπούγιο: buio, όγκος μεγάλος, εντύπωση δυσανάλογη με την αξία
μπουζουριάζω: bozzolo (= κουκούλι), βάζω στη φυλακή κάποιον, φυλακίζω, κρύβω, εξαφανίζω, καταβροχθίζω
μπουκαδούρα: boccatura, άνεμος που πνέει στα στόμια των κόλπων με κατεύθυνση προς τον μυχό
μπουκάλι/α: boccale, φιάλη, μποτίλια
μπουκάρω: μπουκάρω, εισπλέω ορμητικά από την μπούκα, το στόμιο λιμανιού
μπούμα: boma, το τελευταίο πανί προς την πρύμνη, επίδρομος
μπούρδα: burla, ψευδολογία, καυχησιά, λόγος, κουβέντα χωρίς περιεχόμενο
μπουρλότο: brulotto, πλοιάριο πυρπολικό, φωτιά
μπούσουλας: bussola, ναυτική πυξίδα
μπούστο(ς): busto, ο κορμός του σώματος ως τη μέση, γυναικείο ρούχο που καλύπτει τον κορμό, προτομή
μπουτονιέρα: bottoniera, ειδική κουμπότρυπα, σχισμή στο πέτο σακακιού για να στερεώνεται άνθος ή μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη
μπράβο: bravo, εύγε
μπράβος: bravo (= θαρραλέος), μισθωτός σωματοφύλακας ή ταραχοποιός
μπριλάντι: brillante, διαμάντι με πολλές έδρες, στιλβαδάμας
μπρίο: brio, κέφι, ζωηράδα στην έκφραση
μπριόζος: brioso, κεφάτος, εκφραστικός
μπρόκολο: broccolo, είδος λαχανικού
μπρού(ν)τζος: bronzo, κράμα χαλκού και κασσίτερου, ο ορείχαλκος
μπρούσκος: brusco, δυνατός, στυφός ή κάπως υπόξινος
μπρούτο: brutto, το συνολικό βάρος εμπορεύματος μαζί με τη συσκευασία του
μωσαϊκό: mosaico, ψηφιδωτό δάπεδο ή ψηφιδωτή τοιχογραφία
Ιταλικές Λέξεις που λέμε καθημερινά