Αγγλικές Λέξεις στην Καθημερινότητα μας
| |Αγγλικές Λέξεις στην Καθημερινότητα μας
νάιλον | nylon | συνθετική υφαντική ύλη |
νάιτ κλαμπ | night club | νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως |
νανοπλαγκτόν | nanoplankton | μικροσκοπικοί μονοκύτταροι πλαγκτονικοί οργανισμοί |
ναρκοδολάρια | narcodollars | τα κέρδη που πραγματοποιούνται κυρίως σε δολάρια από το εμπόριο των ναρκωτικών |
νατιβισμός | nativism | αυτοχθονισμός |
νατοϊκός | Ν.Α.Τ.Ο | που ανήκει ή αναφέρεται στο Ν.Α.Τ.Ο. (σύμφωνο ευρωπαϊκών χωρών, Η.Π.Α. και Καναδά, με πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς) |
νεαντερτάλιος | neanderthalian | ο αναφερόμενος ή που ανήκει στον άνθρωπο του Νεάντερταλ |
νεκταρίνι | nectarine | ποικιλία ροδάκινου, χωρίς χνούδι στη φλούδα |
νευρογενής | neurogenic | αυτός που προέρχεται από το νευρικό σύστημα ή ελέγχεται απ’ αυτό |
νευροδερματίτιδα | neurodermatitis | έκζεμα που έχει τη μορφή λειχηνοποιημένων πλακών |
νευρομεταβιβαστής | neurotransmitter | χημική ουσία που συντίθεται και ελευθερώνεται από τους νευρώνες και μεταδίδει τη νευρική διέγερση στο επίπεδο των συνάψεων |
νευρομυϊκός | neuromyic | αυτός που αναφέρεται στα νεύρα και τους μυς |
νευροτροπισμός | neurotropism | η τάση ορισμένων ιών, μικροβίων ή χημικών παραγόντων να προσβάλουν επιλεκτικά το νευρικό σύστημα |
νευροτρόπος | neurotropic | για χημική ουσία, ιούς ή μικρόβια, που έχει την τάση να προσβάλει επιλεκτικά το νευρικό σύστημα |
νευροϋπόφυση | neurohypophysis | ο οπίσθιος λοβός της υπόφυσης |
νευστόν | neuston | μικροί οργανισμοί που ζουν πάνω από ήρεμες υδάτινες επιφάνειες |
νηκτόν | nekton | το σύνολο των υδρόβιων ζώων που έχουν την ικανότητα να κολυμπούν, να μετακινούνται με τη δική τους δύναμη σε αντιδιαστολή προς το πλαγκτόν και το βένθος |
νηριτικός | neritic | η παράκτια υποθαλάσσια περιοχή της οποίας το βάθος κυμαίνεται από 0-200 μέτρα |
νοκ άουτ | knock out | όρος της πυγμαχίας που δηλώνει ότι ο αντίπαλος, μετά από χτύπημα, μένει στο έδαφος μέχρι το τέλος του μετρήματος του κανονισμένου χρόνου |
νομαδισμός | nomadism | η πρακτική, οι ενέργειες ή η κατάσταση της νομαδικής ζωής ή των νομάδων |
νουκλεϊκός | nucleic | χημικές ενώσεις που φέρουν το γενετικό υλικό των ζωντανών κυττάρων και ρυθμίζουν, με τη συμμετοχή τους στη σύνθεση των πρωτεϊνών, τις δραστηριότητες των κυττάρων |
νουκλεόνιο | nucleon | καθένα από τα δύο σωματίδια – πρωτόνιο και νετρόνιο – από τα οποία αποτελείται ο πυρήνας των ατόμων |
ντάμπι(ν)γκ | dumping | στο διεθνές εμπόριο, η πώληση προϊόντος κάτω του κόστους με σκοπό τον παραμερισμό του ανταγωνισμού τρίτων |
νταμπλ | double | στις αθλοπαιδιές, η κατάκτηση πρωταθλήματος και κυπέλλου από την ίδια ομάδα |
ντάνσι(ν)γκ | dancing | κοσμικό χορευτικό κέντρο |
ντάρλι(ν)γκ | darling | αγαπημένος, λατρευτός |
ντέρμπι | derby | είδος ελαφράς, τετράτροχης άμαξας | αθλητικός αγώνας αποφασιστικής σημασίας ανάμεσα σε ομάδες της ίδιας περίπου δυναμικότητας |
ντετέκτιβ | detective | ιδιωτικός αστυνομικός |
ντιζάιν | design | σχέδιο ή υπόδειγμα βάσει του οποίου κατασκευάστηκαν ή πρόκειται να κατασκευαστούν προϊόντα ιδ. βιομηχανικά (μηχανές, έπιπλα κτλ.) | η ενέργεια ή η τέχνη του σχεδιασμού και της δημιουργίας, συμφώνως προς ορισμένα λειτουργικά ή αισθητικά κριτήρια, έργων τέχνης, μηχανών ή άλλων αντικειμένων |
ντίλερ | dealer | εταιρεία που αγοράζει και πωλεί προϊόντα άλλης εταιρείας, εμπορικός αντιπρόσωπος | πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα την πώληση προϊόντων διά μέσου παρουσιάσεων σε ομάδες καταναλωτών (σε σπίτια, γραφεία κτλ.) | πρόσωπο που διακινεί ναρκωτικά από τον έμπορο στους χρήστες |
ντιμπέιτ | debate | για έναν τύπο προεκλογικής τηλεοπτικής συζήτησης κατά την οποία αντίπαλοι υποψήφιοι απαντούν σε ερωτήσεις δημοσιογράφων ή συζητούν μεταξύ τους |
ντισκ τζόκεϊ | disc jockey | αυτός που έχει ως επάγγελμα την επιλογή των δίσκων μουσικής σε ντισκοτέκ ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα μουσικής |
ντίσκο | disco | ίδος χορευτικής μουσικής | η ντισκοτέκ |
ντοκ(ος) | dock | τμήμα λιμανιού που περιβάλλεται από κρηπιδώματα, για φόρτωση και εκφόρτωση των πλοίων, νεωδόχος |
ντοπάρω | dope | χρησιμοποιώ διεγερτικές ουσίες, πριν από τη συμμετοχή σε αθλητικούς αγώνες, για τη βελτίωση της αποδόσεως |
ντόπινγκ | doping | ντοπάρισμα |
ντράιβιν | drive-in | λέξη για κινηματογράφο (σε άλλες χώρες και για τράπεζα, εστιατόριο κτλ.) όπου ο πελάτης διασκεδάζει ή εξυπηρετείται παραμένοντας μέσα στο αυτοκίνητό του |
ντράμερ | drummer | αυτός που παίζει ντραμς, ντραμίστας |
ντραμς | drums | κρουστό μουσικό όργανο αποτελούμενο από κοίλο κύλινδρο που επενδύεται με δέρμα και το οποίο χτυπά ο παίκτης με ράβδο ή με τα χέρια |
ντρίμπλα | dribble | προώθηση της μπάλας με απαλά χτυπήματα ώστε ο παίκτης να ξεπεράσει τον αντίπαλο χωρίς να χάσει τον έλεγχό της |
ντριμπλάρω | dribble | προωθώ την μπάλα με απαλά χτυπήματα και ξεπερνώ τον αντίπαλο παίχτη χωρίς να χάσω τον έλεγχό της |
νυμφίδιο | nymphet | νεαρή γυναίκα με εμφάνιση και συμπεριφορά που αποσκοπούν στη διέγερση της σεξουαλικής επιθυμίας |
ξάνθωμα | xanthoma | ο σχηματισμός υποκίτρινων κηλίδων ή ογκιδίων στο δέρμα εξαιτίας της εναπόθεσης λιπιδίων ή της τοπικής διαταραχής του μεταβολισμού της χοληστερίνης |
ξανθωμάτωση | xanthomatosis | διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων που εκδηλώνεται με την εμφάνιση πολλαπλών ξανθωμάτων |
ογκολογία | oncology | κλάδος της παθολογικής ανατομίας που μελετά τους όγκους, τα νεοπλάσματα |
οιστραδιόλη | oestradiol | ορμόνη, από τα φυσικά οιστρογόνα, που εκκρίνεται από τις ωοθήκες |
οιστρόνη | oestrone | ορμόνη, από τα φυσικά οιστρογόνα, που εκκρίνεται από τις ωοθήκες |
ομάδες συμφερόντων | pressure groups | ένωση προσώπων που έχουν κοινά συμφέροντα και αποβλέπουν στην επίτευξη ενός σκοπού ή αποτελέσματος με άσκηση πιέσεως στην κυβερνητική εξουσία |
ομογενοποίηση | homogenization | διαδικασία κατά την οποία μια ουσία υγρού τροφίμου διασπάται σε μικρά σωματίδια και κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλο το υγρό (π.χ. τα σταγονίδια λίπους στο γάλα) |
ομοιομόσχευμα | homograft | μόσχευμα που προέρχεται από δότη που ανήκει στο ίδιο είδος με τον δέκτη |
ονοματοκρατία | nominalism | μεσαιωνική φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία οι γενικές έννοιες είναι απλά δημιουργήματα της ανθρώπινης διάνοιας χωρίς να έχουν καμιά υπόσταση στην πραγματικότητα. νομιναλισμός |
ονυχομυκητίαση | onychomycosis | φλεγμονή των νυχιών που προκαλείται από μύκητες, ονυχομύκωση |
οπ αρτ | op(tical) art | αφηρημένη τέχνη των μέσων του 20ού αι., που χαρακτηρίζεται από τη χρήση ευθειών ή καμπύλων γραμμών και γεωμετρικών σχημάτων για τη δημιουργία απατηλών εντυπώσεων (π.χ. της κίνησης) |
οπτικοακουστικός | audiovisual | ο αναφερόμενος στον συνδυασμό οπτικών και ακουστικών μέσων ή μεθόδων | (ειδ.) που χρησιμοποιεί για τη διδασκαλία και την εκπαίδευση μέσα όπως το μαγνητόφωνο, τηλεόραση, βίντεο, ηλεκτρονικό υπολογιστή κτλ., που εκμεταλλεύεται την ακοή και την όραση κατά τη διδασκαλία |
ορειχαλκίτης | aurichalcite | ανθρακικό ορυκτό του υδροξειδίου του ψευδαργύρου και του χαλκού |
ορθόκεντρο | orthocenter | το σημείο στο οποίο τέμνονται τα τρία ύψη ενός τριγώνου |
ορθοστερεοσκοπία | orthostereoscopy | η παραγωγή ορθοστερεοσκοπικών εικόνων |
όρκα | orca | κοινή ονομασία φάλαινας, του γένους όρκινος, με μήκος πάνω από 9 μέτρα, άγρια συμπεριφορά και αρπακτικότητα, όρκη |
ορνίθωση | ornithosis | νόσος των πτηνών που μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο και να προκαλέσει πνευμονία |
ουίσκι | whisky | οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται στη Σκοτία, την Ιρλανδία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά με απόσταξη από διάφορα σιτηρά, κριθάρι, καλαμπόκι. |
ουρανοξύστης | skyscraper | πανύψηλο οικοδόμημα πολυώροφο |
ουρολαγνεία | urolagnia | σεξουαλική διέγερση που προκαλείται με τα ούρα ή την ούρηση |
ουρτικάρια | urticaria | η κνίδωση |
ούφο | U.F.O | ονομασία διαφόρων ιπτάμενων αντικειμένων άγνωστης ταυτότητας, που πολλοί πιστεύουν ότι προέρχονται από εξωγήινους πολιτισμούς |
οφσάιντ | offside | ποδοσφαιρικός όρος που χαρακτηρίζει αντικανονική θέση ποδοσφαιριστή ή ενέργεια που γίνεται από θέση που δεν επιτρέπουν οι κανονισμοί |
όφσετ | offset | σύστημα εκτυπώσεως, κατά το οποίο ανάμεσα στην εκτυπωτική μήτρα που αποτελείται από επίπεδες (χωρίς προεξοχές ή χαράξεις) μεταλλικές φόρμες και στο χαρτί παρεμβάλλεται κύλινδρος από καουτσούκ |
Αγγλικές Λέξεις στην Καθημερινότητα μας