Αγγλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

Αγγλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

agglikes-lekseis-sta-ellinika

αγγειολογία angiology κλάδος της ανατομίας που ασχολείται με τα όργανα της κυκλοφορίας | κλάδος της αρχαιολογίας που μελετά τα αγγεία τέχνης
αγγείωμα angioma καλοήθης υπερπλασία αγγειακού ιστού, με τη μορφή όγκου
αγγλικανισμός Anglicanism το δόγμα της αγγλικανικής εκκλησίας
αγγλικανός/ή Anglican ο πιστός της αγγλικανικής εκκλησίας
αδιαβατικός adiabatic αυτός που δεν δέχεται και δεν διαβιβάζει θερμότητα, που δεν επιτρέπει θερμικές ανταλλαγές με το περιβάλλον
αεροβίωση aerobics σύνολο φυσικών ασκήσεων που συντελούν στην αύξηση της λαμβανόμενης από το σώμα ποσότητας οξυγόνου
αεροδρόμιο aerodrome τόπος κατάλληλα διαμορφωμένος και με ειδικές εγκαταστάσεις για την προσγείωση, την παραμονή και την απογείωση αεροπλάνων
αερολέσχη aeroclub λέσχη συγκεντρώσεως προσώπων που ασχολούνται με την αεροπορία
αερολεωφορείο airbus αεροσκάφος, με πολλές θέσεις επιβατών, για την εκτέλεση πτήσεων σε μικρές αποστάσεις
αερολιμένας airport σύνολο εγκαταστάσεων για την προσγείωση, παραμονή και απογείωση αεροπλάνων, και για τη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων

αερόπλοιο airship το αερόστατο που κινείται με πηδάλιο
αερόσακος air bag σάκος τοποθετημένος στο εσωτερικό του πίνακα οργάνων αυτοκινήτου, ο οποίος ενεργοποιείται και φουσκώνει αυτόματα, σε κλάσμα του δευτερολέπτου, και προστατεύει τον οδηγό κατά την πρόσκρουση του αυτοκινήτου σε περιπτώσεις ατυχημάτων
αεροσκάφος aircraft σκάφος που πετά και κινείται στον αέρα
αεροταξί air taxi μικρό αεροσκάφος που ναυλώνεται για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίου
αεροφωτογραφία aerophotography φωτογραφία παρμένη από αεροπλάνο
αζιμούθιο azimuth όρος που δηλώνει σε μοίρες την απόσταση ενός άστρου από τον μεσημβρινό ενός τόπου
αιματέμεση haematemesis εμετός αίματος
αιματοκρίτης haematocrit η εκατοστιαία αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον ολικό όγκο του αίματος
αιματολογία heamatology η επιστημονική έρευνα του αίματος
αιμοπετάλιο blood platelet έμμορφο, άχρωμο σωματίδιο του αίματος, που παίζει σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό θρόμβου κατά την πήξη του αίματος
αιμοσφαιρίνη haemoglobin πρωτεΐνη, το κυριότερο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων
αιμοσφαίριο blood cell έμμορφα μονοκύτταρα στοιχεία του αίματος των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων
αιμοφιλία haemophilia κληρονομική πάθηση που προκαλεί ακατάσχετες αιμορραγίες
ακετιλένιο acetylene ασετιλίνη
ακετόνη acetone υγρό άχρωμο, πτητικό και εύφλεκτο χρησιμοποιούμενο στη βιομηχανία ως διαλυτικό ή πρώτη ύλη για την παρασκευή οργανικών προϊόντων
ακοόγραμμα audiogram γραφική απεικόνιση της ακουστικής ικανότητας ατόμου, ακουόγραμμα
ακρωνύμιο acronyme λέξη που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των λέξεων επωνυμιών, αρκτικόλεξο, ακρώνυμο
αλιγάτορας alligator γένος ερπετών συγγενικών προς τους κροκόδειλους που ζουν στις λίμνες και τα ποτάμια της νοτιοανατολικής Αμερικής και της Κίνας
αλλομόσχευμα allograft ομοιομόσχευμα
αλλοπαθητική allopathy η κλασική ιατρική σε αντιδιαστολή προς την ομοιοπαθητική
αλμπατρός albatross ωκεάνιο πουλί, με δυνατό ράμφος, τρεφόμενο με θαλάσσιους οργανισμούς
αλογόνα halogen γενική ονομασία για τα χημικά στοιχεία φθόριο, χλώριο, βρόμιο, ιώδιο και άστατο, που έχουν όμοια φυσική και χημική συμπεριφορά και παράγουν άλατα του νατρίου
αλουμινόχαρτο aluminium foil λεπτότατο φύλλο αλουμινίου κυρίως για οικιακή χρήση (περιτύλιγμα τροφίμων κτλ.)
αμόλυβδος unleaded (για καύσιμα) που δεν περιέχει μόλυβδο, που δεν έχει κατεργαστεί ή αναμιχτεί με μόλυβδο ή ενώσεις μολύβδου που κατά την καύση παράγουν τοξικούς ρυπαντές
ανακυκλώνω recycle κατεργάζομαι άχρηστα ή χρησιμοποιημένα βιομηχανικά προϊόντα ώστε να παραχθεί ακατέργαστο το υλικό τους για να ξαναχρησιμοποιηθεί στην παραγωγή
ανιμαλισμός animalism θεωρία κατά την οποία ο άνθρωπος είναι απλώς ένα από τα έμβια όντα, χωρίς πνευματική υπόσταση | έλλειψη πνευματικότητας, ενδιαφέρον για τις φυσικές ορμές περισσότερο παρά για τις ηθικές, πνευματικές ή νοητικές δυνάμεις
άνορακ anorak αδιάβροχο σακάκι με κουκούλα για να προστατεύει από τη βροχή, τον άνεμο ή το κρύο
ανοσοκαταστολή immunosuppression καταστολή, κατάπνιξη των ανοσολογικών αντιδράσεων του οργανισμού
αντεργκράουντ underground λέξη χρησιμοποιείται για καλλιτεχνική κίνηση ανεξάρτητη από κυκλώματα εμπορίας, διανομής κτλ. που χαρακτηρίζεται από θέσεις εναντίον του κατεστημένου
αντιισταμινικά antihistaminic για ουσίες που καταπολεμούν τα αποτελέσματα από τη δράση της ισταμίνης, που ανταγωνίζονται τη δράση της ισταμίνης
αντιμερές antimere τμήμα του σώματος οργανισμού που επαναλαμβάνεται γύρω από έναν άξονα
αντιμονοπωλιακός antitrust ο εναντίον των μονοπωλίων, που δεν ευνοεί τα μονοπώλια
αντίσωμα antibody φυσική πρωτεϊνική ουσία που υπάρχει στον ορό του αίματος ή σχηματίζεται ως απάντηση σ’ ένα αντιγόνο, στο οποίο αντιδρά για να εξουδετερώσει τα τοξικά του αποτελέσματα
αντιτριβή antifriction παρεμπόδιση της ανάπτυξης τριβής σε μηχανές ή μείωσή της με τη χρήση λιπαντικών ουσιών ή εξαρτημάτων από ειδικά κράματα
αντώνυμο antonym λέξη με σημασία αντίθετη προς άλλη, αντίθετο
ανωοψία anoopsia στραβισμός κατά τον οποίο ο βολβός του ενός ή και των δύο ματιών στρέφεται προς τα πάνω
άουτ out αθλητικός όρος που σημαίνει ότι η σφαίρα (ποδοσφαίρου, μπάσκετ ή άλλων αθλοπαιδιών) βγήκε έξω από τα όρια του αγωνιστικού χώρου
αουτσάιντερ outsider άλογο χωρίς πιθανότητες νίκης σε ιπποδρομία | αυτός που έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας
απαρτχάιντ apartheid πολιτική φυλετικών διακρίσεων (στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία), φυλετισμός
αποδόμηση degradation διάσπαση σύνθετης οργανικής ενώσεως σε απλούστερες (στη χημεία)
αραρούτι arrow – root είδος αλεύρου
αργό(ν) argon αέριο αδρανές, άχρωμο και άοσμο που βρίσκεται σε μικρές ποσότητες στον ατμοσφαιρικό αέρα
αρμπιτράζ arbitrage εμπορική πράξη που συνίσταται στην απόκτηση εμπορεύματος (σιτηρών, πρώτων υλών κτλ.) ή συναλλάγματος σε μια αγορά και την άμεση μεταπώλησή του σε άλλη με σκοπό τον προσπορισμό κέρδους από τη διαφορά των τιμών που ισχύουν στους δύο τόπους
αστρογεωλογία astrogeology επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη δομή και σύνθεση των πλανητών του ηλιακού συστήματος
αστροναύτης/ισσα astronaut οδηγός ή μέλος του πληρώματος διαστημοπλοίου
αστροναυτική astronautics νέα επιστήμη, που ασχολείται με τη θεωρία και την πρακτική των ταξιδιών στο κοσμικό διάστημα
αστροφυσική astrophysics επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση των ουρανίων σωμάτων
ατζέντης agent πρόσωπο που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση υποθέσεων (ιδ. καλλιτεχνών) με αμοιβή, πράκτορας
αυτόλυση autolysis καταστροφή κυττάρων και ιστών από τα δικά τους ένζυμα
αυτομόσχευμα autograft ιστός ή όργανο που μεταμοσχεύεται από ένα μέρος του σώματος σε άλλο του ίδιου ατόμου
αυτοτομία autotomy αυτόματη και ανακλαστική αποκοπή τραυματισμένου ή παγιδευμένου τμήματος από το σώμα οργανισμού
αυτοχθονισμός nativism κίνημα που αναπτύσσεται σε μια κοινωνία για την εκ νέου καθιέρωση αυτόχθονων φυλετικών πολιτιστικών συνθηκών ως αντίδραση προς τις πιέσεις της πολιτιστικής διείσδυσης | (πολιτ.) πολιτική που ευνοεί τους ντόπιους κατοίκους μιας χώρας εις βάρος των μεταναστών γενικά ή από ορισμένη χώρα
άφρο Afro-American τρόπος κομμώσεως κατά τον οποίο τα μαλλιά σχηματίζουν ένα στρογγυλό φουντωτό όγκο
αχυράνθρωπος straw man ανδρείκελο | άτομο προβαλλόμενο στη θέση του πραγματικού υπευθύνου σε μιαν υπόθεση, επωνυμία επιχείρησης
βαγονέτο Wagonette μικρό βαγόνι ανοιχτό, που χρησιμοποιείται, κυρίως, σε γραμμές μεταλλείων
βαμπ vamp λέξη για τον τύπο της μοιραίας γυναίκας, της γόησσας
βαμπίρ vampire βρικόλακας, βάμπιρος
βαρονέτος baronet τίτλος ευγενείας στην Αγγλία ανώτερος του ιππότη και κατώτερος του βαρόνου
βασάλτης basalt ηφαιστειογενές πέτρωμα, είδος σκληρής και μαύρης πέτρας
βατραχάνθρωπος frogman στρατιώτης του πολεμικού ναυτικού ειδικά εκπαιδευμένος για δύσκολες επιχειρήσεις καταδύσεως
βερμούδες bermuda shorts ανδρικό και γυναικείο ιδ. καλοκαιρινό ένδυμα, παντελονάκι που φτάνει μέχρι τα γόνατα
βικτοριανός Victorian της εποχής της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτορίας (1837-1901) | σεμνότυφος, πουριτανός
βινίλιο vinyl ανθεκτικό εύκαμπτο πλαστικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή αδιάβροχων, δίσκων μουσικής κτλ
βιντεοδίσκος videodisk δίσκος για την εγγραφή ήχου και εικόνας
βιντεοκάμερα video camera φορητή συσκευή λήψεως εικόνων και ήχου
βιντεοκλάμπ videoclub κατάστημα που πουλά ή ενοικιάζει βιντεοκασέτες
βιντεοτέξ videotext μορφή μεταβίβασης και εμφάνισης πληροφοριών σε κείμενο, από υπηρεσία παροχής πληροφοριών που χρησιμοποιεί τηλεφωνικές γραμμές, έναν ή περισσότερους κεντρικούς υπολογιστές που έχουν τις τράπεζες πληροφοριών και λήπτες βασισμένους στην απλή τεχνολογία των τηλεοπτικών συσκευών
βιντεοτηλέφωνο videophone τηλεφωνική συσκευή ειδικά εξοπλισμένη με οθόνη για τη μεταφορά εκτός των ακουστικών και οπτικών σημάτων, για να μπορούν οι χρήστες να βλέπουν ο ένας τον άλλον
βίντσι winch το βαρούλκο
βιοανάδραση biofeedback ο έλεγχος μιας αντίδρασης που συμβαίνει σ’ ένα βιολογικό σύστημα (κύτταρο, οργανισμός κτλ.) από τα τελικά προϊόντα της ίδιας της αντίδρασης | μέθοδος με την οποία μαθαίνει κάποιος να ρυθμίζει τις ακούσιες ή ασύνειδες σωματικές ή νοητικές του λειτουργίες με τη βοήθεια μιας οπτικής ή ακουστικής επίδειξης αυτών των ίδιων των λειτουργιών του (π.χ. πίεση αίματος, μυϊκός τόνος κτλ.)
βιοαποδόμηση biodegradation καταστροφή, αποσύνθεση υλών και διάσπασή τους σε αβλαβή προϊόντα, από τη δράση μικροοργανισμών του περιβάλλοντος
βιοαποδομήσιμος biodegratable (για υλικά) που μπορεί να αποσυντεθεί, να καταστραφεί από τη δράση των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος (π.χ. το χαρτί, τα αποφάγια σε αντίθεση προς τα πλαστικά, το αλουμίνιο κτλ. που δεν επηρεάζονται και μένουν αναλλοίωτα
βιογεωχημεία biogeochemistry επιστήμη που μελετά τη σχέση της χημικής σύστασης του εδάφους και ζωντανών οργανισμών (ζώων ή φυτών)
βιοκτόνος biocide κάθε ουσία (π.χ. εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα) που χρησιμοποιείται για την καταστροφή ζωντανών οργανισμών
βιοκυβερνητική biocybernetics εφαρμογή των μεθόδων της κυβερνητικής στις βιολογικές επιστήμες
βιολογική μηχανική bioengineering εφαρμογή των αρχών της μηχανικής και των τεχνικών της σε ζητήματα ιατρικής και βιολογίας, όπως ο σχεδιασμός και η παραγωγή τεχνητών μελών και οργάνων, μοσχευμάτων κτλ
βιολογισμός biologism αντίληψη κατά την οποία κοινωνικά φαινόμενα, ατομικά ή ομαδικά, πρέπει να αναλύονται με βιολογικές μεθόδους
βιομετεωρολογία biometeorology επιστήμη που μελετά τις σχέσεις μεταξύ ζώντων οργανισμών και ατμοσφαιρικών φαινομένων
βιορυθμός biorhythm όρος που χαρακτηρίζει τις περιοδικές μεταβολές ζωικών φαινομένων και λειτουργιών
βιοτεχνολογία biotechnology φαρμογή των αρχών της τεχνολογίας στις βιολογικές επιστήμες
βιοφυσική biophysics επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα στους ζωντανούς οργανισμούς και την εφαρμογή των αρχών, της φυσικής στις βιολογικές έρευνες
βιοχημεία biochemistry κλάδος της χημείας που μελετά τα χημικά φαινόμενα τα συντελούμενα σε ζωντανούς οργανισμούς
βιπς V.I.P.s πρόσωπα προβεβλημένα για την επιρροή και το κύρος τους | (ειδ.) για επίσημο πρόσωπο που απολαύει ειδικών προνομίων
βόλεϊ(μπολ) volley-ball άθλημα κατά το οποίο οι παίκτες των δύο αντίπαλων ομάδων χτυπούν με τα χέρια την μπάλα και τη στέλνουν πάνω από υπερυψωμένο δίχτυ στο χώρο της αντίπαλης ομάδας
βουντού voodoo μορφή θρησκείας των μαύρων των Δυτικών Ινδιών, που έχει ως βάση την πίστη σε μαγικές δυνάμεις και ιεροτελεστίες | η μαύρη μαγεία
βρογχογενής bronchogenic ο προερχόμενος από τους βρόγχους
βρογχοδιασταλτικός bronchodilator για φάρμακα, που προκαλούν διεύρυνση των βρόγχων
γαλόνι gallon μονάδα χωρητικότητας υγρών, ίση περίπου με 4,55 λίτρα
γαστρίνη gastrin πολυπεπτιδική ορμόνη που εκκρίνεται από το βλεννογόνο του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου και επιδρά στην έκκριση γαστρικών υγρών
γεώφωνο geophone συσκευή για την εξακρίβωση ηχητικών σημάτων που προέρχονται μέσα από βράχους, το έδαφος ή πάγους
γιάνκης Yankee Αμερικανός των βόρειων πολιτειών της Αμερικής | ο Αμερικανός
γιάρδα yard αγγλική μονάδα μήκους (0,914 μ.)
γιέσμαν yesman αυτός που πάντα συμφωνεί με τους ανωτέρους του, για να κερδίσει την εύνοια ή τον έπαινό τους
γιοτ yacht θαλαμηγός, κότερο
γιουκαλίλι yukulele τετράχορδο μουσικό όργανο, όμοιο με κιθάρα, των νησιών της Χαβάης, γιουκουλέλι
γκαγκ gag κωμικό τέχνασμα, χοντρό αστείο σε κινηματογραφικό έργο
γκάνγκστερ gangster μέλος συμμορίας κακοποιών (του αμερικανικού υποκόσμου)
γκαντέμης goddamn που φέρνει κακοτυχία, γουρσούζης
γκάρντεν πάρτι garden-party δεξίωση σε κήπο ή στο ύπαιθρο
γκέι gay ομοφυλόφιλος
γκεστ σταρ guest star ηθοποιός που εμφανίζεται εκτάκτως, μετά από ειδική πρόσκληση, σε παράσταση, κινηματογραφική ταινία, σόου κτλ
γκολ goal το τέρμα στους ποδοσφαιρικούς αγώνες
γκολκίπερ goalkeeper ο τερματοφύλακας στο ποδόσφαιρο
γκολφ golf είδος αθλοπαιδιάς, που παίζεται με μικρή σφαίρα και κατάλληλη ράβδο
γκρίζα ζώνη grey area εδαφική περιοχή της οποίας τα όρια δεν είναι σαφώς καθορισμένα και της οποίας το καθεστώς δεν καλύπτεται από τους ισχυρούς κανόνες
γκριλ grill μαγειρικό σκεύος με παράλληλες σιδερένιες ράβδους πάνω στο οποίο ψήνονται κρέατα, ψάρια, ψωμί κτλ., σχάρα | ηλεκτρική αντίσταση με την οποία είναι εφοδιασμένη η ηλεκτρική κουζίνα για ψήσιμο κρεάτων, ψαριών κτλ
γκρο gros βαρύ μεταξωτό ύφασμα
γκρος gross διεθνής όρος που δηλώνει την ολική χωρητικότητα εμπορικού πλοίου (1 γκρος ισούται με 2,8317 κυβ. μέτρα)
γκρουμ groom νεαρός υπηρέτης με στολή, που εργάζεται σε ξενοδοχείο, κατάστημα κτλ
γλαδιόλα gladiolus κοσμητικό φυτό και το άνθος του
γλυκογένεση glycogenesis ο σχηματισμός γλυκόζης στα κύτταρα οργανισμού
γλυκόλυση glycolysis η αποδόμηση των υδατανθράκων ζώντος οργανισμού με τη δράση των ενζύμων
γοναδοτρόπος gonadotropic ουσίες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και λειτουργία των γεννητικών οργάνων
γουέστερν western κινηματογραφική ταινία που αναφέρεται στις δυτικές περιοχές της αμερικανικής ηπείρου, στους καουμπόιδες, τους Ινδιάνους κτλ., ά.
γουΐκ εντ week end το Σαββατοκύριακο
γουΐντ σέρφινγκ wind surfing άθλημα κατά το οποίο ο αθλούμενος ισορροπεί όρθιος σε κατάλληλο σκάφος (ιστιοσανίδα, βλ. λ.) εφοδιασμένο με πανί (ιστίο), που κινείται με τη βοήθεια του ανέμου
γουόκμαν Walkman συσκευή αποτελούμενη από μικρό ραδιόφωνο ή μαγνητόφωνο και δύο ακουστικά που στερεώνονται στο κεφάλι
γουότερ πόλο water polo υδατοσφαίριση
γουταπέρκα gutta-percha μονωτική ουσία, που λαμβάνεται από το χυμό διαφόρων δέντρων
γραφειοκρατισμός bureaucratism επικράτηση του γραφειοκρατικού συστήματος
γυροπυξίδα gyrocompass πυξίδα που έχει ως βάση λειτουργίας το γυροσκόπιο, γυροσκοπική πυξίδα

 

Αγγλικές Λέξεις στην Ελληνική Γλώσσα

 

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

xxx porn redtube