Αγγλικές Λέξεις στα Ελληνικά
| |Αγγλικές Λέξεις στα Ελληνικά
καλτ | cult | για πρόσωπο ή πράγμα, που θαυμάζεται φανατικά από μία μερίδα του πληθυσμού |
καλύπτω | cover | στη δημοσιογραφία, ερευνώ και συλλέγω πληροφορίες για επίκαιρο θέμα |
καμέραμαν | cameraman | χειριστής κάμερας |
κάμπινγκ | camping | έκταση γης, σχετικά μεγάλη και σε ωραίο φυσικό περιβάλλον, με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις, για την υποδοχή ειδικής κατηγορίας τουριστών |
κάμποτ(ο) | cabot | είδος χοντρού μπαμπακερού υφάσματος |
κάντρι | country music | μουσικό αμερικανικό είδος που προέρχεται από τη λαϊκή μουσική των αγροτικών περιοχών του αμερικανικού νότου, και στην οποία το βιολί, η κιθάρα και το μπάντζο είναι τα κυρίαρχα μουσικά όργανα |
καουμπόης | cowboy | άνδρας, συνήθως έφιππος, που φροντίζει αγέλη βοοειδών (η λ. για τις δυτικές περιοχές των Η.Π.Α. κατά τον 19ο αι.), καουμπόι |
καρδι(ο)αγγειακός | cardiovascular | ο σχετικός με την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία |
καρδιογράφημα | cardiogram | διάγραμμα που δείχνει τις συστολικές κινήσεις της καρδιάς |
καρδιογραφία | cardiography | η μέθοδος εξετάσεως της καρδιάς με τον καρδιογράφο |
καρδιογράφος | cardiograph | όργανο με το οποίο καταγράφονται οι συστολές της καρδιάς |
καρδιολογία | cardiology | κλάδος της ιατρικής που μελετά την καρδιά του ανθρώπου ανατομικά, φυσιολογικά και παθολογικά |
κάρι | curry | ινδικό καρύκευμα αποτελούμενο από πιπέρι και άλλα κονιοποιημένα μπαχαρικά |
καρτοτηλέφωνο | cardphone | τηλέφωνο για κοινή χρήση που λειτουργεί με προπληρωμένη κάρτα |
καρτούν | cartoon | κινούμενα σχέδια |
κασμίρι | cashmere | λεπτό μάλλινο ύφασμα, που χρησιμοποιείται κυρίως για εξωτερικά ρούχα (παλτά, κοστούμια, ταγέρ) ανδρικά και γυναικεία |
καστ | cast | το σύνολο των ηθοποιών ενός έργου |
κάστινγκ | casting | η διαδικασία επιλογής των ηθοποιών για θεατρικό έργο, κινηματογραφική ταινία κτλ |
καστορέλαιο | castor oil | λεπτή κίτρινη ελαιώδης ουσία που παράγεται από τους σπόρους τροπικού φυτού και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό |
καταδρομέας | commando | μέλος ομάδας στρατιωτών που έχουν εκπαιδευτεί να ενεργούν αιφνιδιαστικές επιδρομές σε εχθρική περιοχή |
καταμαράν | catamaran | ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο σκάφος αναψυχής ή για σπορ, με δύο κελύφη |
κατεστημένο | establishment | η ισχύουσα τάξη, το πολιτειακό ή κοινωνικό σύστημα | ομάδα ισχυρών προσώπων που επηρεάζουν ή ελέγχουν την πολιτική, την οικονομία κτλ. και, συν., υποστηρίζουν το παραδοσιακά αποδεκτό |
κατευθυντικότητα | directivity | η ιδιότητα κεραίας να εκπέμπει, να ακτινοβολεί προς μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις |
κέικ | cake | είδος γλυκίσματος |
κειμενογράφος | word processor | πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση στην οθόνη, εκτύπωση, αποθήκευση κτλ. κειμένου που πληκτρολογείται |
κέντια | kentia | είδος φοινίκων που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων |
κέτερινγκ | catering | η προμήθεια φαγητών και παροχή υπηρεσιών για κοινωνικές εκδηλώσεις· η λ., κυρίως, για να χαρακτηρίσει επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την τροφοδοσία |
κέτσαπ | ketchup | ελαφριά σάλτσα που παρασκευάζεται με βάση το χυμό ντομάτας |
κηροζίνη | kerosene | εύφλεκτο, ελαιώδες μίγμα υδρογονανθράκων, προϊόν της απόσταξης του πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη σε μηχανές εσωτερικής καύσεως και ως διαλύτης |
κιλτ | kilt | η χαρακτηριστική καρό σκοτσέζικη φούστα |
κινησιολογία | kinesiology | η μελέτη των αρχών της μηχανικής και ανατομίας σε σχέση με τις σωματικές κινήσεις του ανθρώπου |
κλαμπ | club | λέσχη | χορευτικό κέντρο |
κλαμπ-σάντουιτς | club sandwich | σάντουιτς αποτελούμενο από πολλές φέτες ψωμί και στρώσεις από διάφορα κρέατα (κοτόπουλο, γαλοπούλα κτλ.), αλλαντικά και λαχανικά |
κλάξον | klaxon | ηχητικό όργανο των αυτοκινήτων, κόρνα |
κλινόμετρο | clinometer | όργανο για τη μέτρηση της κλίσης και τον έλεγχο της οριζοντιότητας ενός αεροσκάφους |
κλιπ | clip | συνδετήρας χαρτιών | τσιμπιδάκι για τα μαλλιά |
κλίρινγκ | clearing | συμφωνία στο εξωτερικό εμπόριο για συμψηφιστική ανταλλαγή εμπορευμάτων |
κλομπ | club | όπαλο αστυνομικού |
κλόουν | clown | κωμικός τύπος του θεάτρου ποικιλιών, που χαρακτηρίζεται κυρίως για την αδεξιότητά του, παλιάτσος | (μτφ.) για πρόσωπο φαιδρό, που η συμπεριφορά του προκαλεί ευθυμία και χαρακτηρίζεται από έλλειψη σοβαρότητας |
κλωνισμός | cloning | παραγωγή πανομοιότυπων απογόνων με διχοτόμηση του γονιμοποιημένου ωαρίου | τρόπος αναπαραγωγής χωρίς σπέρμα, κατά τον οποίο ένας οργανισμός παράγεται γενετικώς πανομοιότυπος με τον γονέα του, με εμφύτευση ενός σωματικού κυττάρου του γονέα σε ωάριο από το οποίο έχει αφαιρεθεί το υλικό που φέρει τις γενετικές πληροφορίες |
κλώνος | clone | ομάδα οργανισμών φυτικών που παρήχθησαν με αγαμικές μεθόδους από έναν μόνο πρόγονο με τον οποίο είναι γενετικά πανομοιότυποι |
κόβερ γκερλ | cover girl | νέα γυναίκα, κορίτσι του οποίου η φωτογραφία εμφανίζεται στο εξώφυλλο περιοδικού |
κοιλιοκάκη | celiac disease | χρόνια διαταραχή της θρέψης που παρατηρείται σε μικρά παιδιά εξαιτίας της αδυναμίας των εντέρων τους να απορροφήσουν χρήσιμα συστατικά ιδ. των δημητριακών |
κοινωνιόδραμα | sociodrame | θεραπευτική τεχνική της ομαδικής ψυχοθεραπείας κατά την οποία, καλούνται τα άτομα να παραστήσουν αυθόρμητα, σε θεατρική μορφή, δεδομένο θέμα |
κοκ | coke | είδος λιθάνθρακα | είδος γλυκίσματος |
κόκα κόλα | coca cola | εμπορική ονομασία αεριούχου ποτού παρασκευαζόμενο από εκχυλίσματα φύλλων κόκας, από τα οποία έχει αφαιρεθεί η κοκαΐνη, και σπερμάτων κόλας |
κόκερ | cocker | ράτσα κυνηγετικών σκυλιών |
κοκοφοίνικας | coconut palm | τροπικό δέντρο που δίνει τις ινδικές καρύδες |
κοκτέιλ | coctail | ποτό – μίγμα από διάφορα ποτά | κάθε μίγμα | ημιεπίσημη βραδινή δεξίωση περιορισμένης διάρκειας |
κολλαγόνο | collagen | ινώδης πρωτεϊνική ουσία που αποτελεί το κύριο συστατικό των ινιδίων του συνδετικού ιστού και της οργανικής ουσίας των χόνδρων και των οστών |
κολονοσκόπηση | colonoscopy | κολοσκόπηση, εξέταση του παχέος εντέρου με εύκαμπτο ενδοσκόπιο |
κομάντος | commandos | στρατιωτική ομάδα ειδικά εκπαιδευμένη να ενεργεί αιφνιδιαστικές επιδρομές σε εχθρική περιοχή |
κόμικς | comics | σειρά σχεδίων που αφηγούνται μια ιστορία |
κομουναλισμός | communalism | σύστημα διοικήσεως με παραχώρηση, από την κεντρική κυβέρνηση, σημαντικών νομοθετικών εξουσιών στις κοινότητες, κοινοτισμός | το φαινόμενο της συγκρούσεως και εντάσεως μεταξύ διαφόρων κοινοτήτων που συνυπάρχουν στην ίδια περιοχή |
κομπιούτερ | computer | υπολογιστής |
κομφορμισμός | conformism | προσαρμογή ενός ατόμου στις απαιτήσεις και στους τύπους συμπεριφοράς της ομάδας στην οποία ανήκει |
κομφορμιστής/τρια | conformist | ο προσαρμοζόμενος στις απαιτήσεις της ομάδας στην οποία ανήκει |
κομφούζιο | confusion | αναστάτωση, αταξία, ανακατωσούρα |
κοντάκτ | contact | κάθε φωτοτεχνική παραγωγή εικόνας, κειμένου κτλ., στην ίδια ακριβώς διάσταση με το πρωτότυπο |
κοντέινερ | container | μεγάλο μεταλλικό κιβώτιο σταθερού μεγέθους για τη μεταφορά προϊόντων οδικώς, σιδηροδρομικώς, διά αέρος ή θαλάσσης |
κοντράστ | contrast | αντίθεση |
κόουτς | coach | προπονητής |
κοπιράιτ | copyright | το δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης πνευματικών έργων |
κόρνερ | corner | στο ποδόσφαιρο, σφάλμα παίχτη που στέλνει την μπάλα πίσω από τη γραμμή του τέρματος της ομάδας του | η εξαιτίας του σφάλματος αυτού επαναφορά της μπάλας στο γήπεδο με λάκτισμα, από την αντίπαλη ομάδα |
κόρνμπιφ | corn beef | βοδινό κρέας διατηρημένο σε ειδική συσκευασία και με τη βοήθεια συντηρητικών ουσιών |
κορνφλάουρ | cornflour | λεπτότατη σκόνη από άμυλο καλαμποκιού ή άλλων σιτηρών |
κόρνφλεϊκς | corn flakes | τυποποιημένο προϊόν, χοντροαλεσμένο καλαμπόκι που έχει ψηθεί ώστε να σχηματισθούν τραγανές νιφάδες, κατάλληλο για πρωινό |
κορτιζόνη | cortisone | ορμόνης που εκκρίνεται από το φλοιό των επινεφριδίων αλλά παρασκευάζεται και συνθετικώς |
κοσμοθεΐα | cosmotheism | θρησκευτική αντίληψη που θεοποιεί το σύμπαν, κοσμοθεϊσμός |
κουάκερ | quaker | αλεσμένη βρόμη, κατάλληλη για σούπες |
κουΐζ | quiz | διαγωνισμός γνώσεων ή εξυπνάδας | αίνιγμα, πρόβλημα |
κουλ | cool | ο με ήχους απαλούς και ήπιους (για τζαζ μουσική) | ήρεμος, ο χωρίς ένταση, γαλήνιος |
κουλάρω | cool | ηρεμώ, χαλαρώνω |
κουμκουάτ | kumquat | κινεζική ονομ. του γένους φορτουνέλα που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά· καλλιεργείται στην Κέρκυρα και τη Χίο το είδος που παράγει τα μικρά πορτοκαλάκια | είδος κερκυραϊκού λικέρ |
κρακ | crack | είδος ναρκωτικής ουσίας, που παράγεται από την κοκαΐνη |
κρίκετ | cricket | είδος ομαδικού αθλητικού παιχνιδιού που παίζεται με σφαίρα και ξύλινα ρόπαλα |
κρις κραφτ | Chris Craft | μικρό ταχύπλοο σκάφος για αναψυχή ή για αγώνες |
κρόουλ | crawl | τεχνική κολύμβησης κατά την οποία τα χέρια κινούνται με ταχύτητα και εναλλάξ πάνω από το κεφάλι |
κρυογονική | cryogenics | κλάδος της εφηρμοσμένης και θεωρητικής φυσικής που ασχολείται με την παραγωγή και διατήρηση των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών |
κρυοθεραπεία | cryotherapy | η εφαρμογή πολύ χαμηλών θερμοκρασιών για θεραπευτικούς σκοπούς |
κρυοσκοπία | cryoscopy | κλάδος της φυσικοχημείας που ερευνά τα φαινόμενα που συνδέονται με την πήξη των διαλυμάτων και τις σχετικές τεχνικές μετρήσεις |
κρυοχειρουργική | cryosurgery | οι εγχειρητικές μέθοδοι με τη χρήση χαμηλών θερμοκρασιών που αποσκοπούν στην καταστροφή ιστών |
κυανόκρανος | blue helmet | για μέλος της διεθνούς στρατιωτικής ειρηνευτικής δυνάμεως του ΟΗΕ, που φέρει γαλάζιο μπερέ ή γαλάζιο κράνος |
κυβερνητική | cybernetics | επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των συστημάτων ελέγχου και επικοινωνιών, ιδ. σε σύγκριση, από την άποψη των τυπικών αναλογιών, μεταξύ του εγκεφάλου ανθρώπων και ζώων και των ηλεκτρονικών συστημάτων |
κυβερνοπάνκ | cyberpunk | χαρακτηρίσει έργα και συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, που χαρακτηρίζονται από γνώση και ζωηρό ενδιαφέρον για την τεχνολογία της πληροφορικής και ύφος, απόψεις κτλ. πανκ | για πρόσωπα και ενέργειες που χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που παρέχει η ηλεκτρονική τεχνολογία για να αντιτεθούν στις κατεστημένες μορφές συμπεριφοράς και πολιτικής |
κυβερνοχώρος | cyberspace | το θεωρητικό περιβάλλον στο οποίο συντελούνται οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες· ο χώρος που δημιουργείται από ένα ηλεκτρονικό σύστημα, τον αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής, δεν έχει πραγματικές διαστάσεις και στον οποίο κυκλοφορούν οι πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή |
λαδόκολλα | oil-paper | διαφανής κόλλα χαρτιού, αδιάβροχη στο λάδι που χρησιμοποιείται για τύλιγμα φαγητών, περιτύλιγμα τροφίμων κτλ, λαδόχαρτο |
λαίδη | lady | τιμητικός τίτλος γυναικών στην Αγγλία, σύζυγος λόρδου |
λάινσμαν | linesman | ο επόπτης γραμμών στο ποδόσφαιρο |
λάιτ | light | στη βιομηχανία των τροφίμων για να χαρακτηρίσει προϊόντα τα οποία δεν περιέχουν πλούσια συστατικά ιδ. λιπαρά, ελαφρύς |
λαογραφία | folklore | η επιστήμη που μελετά τις παραδοσιακές εκφράσεις ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κτλ.) |
λατανία | latania | γένος φοινικοειδών δέντρων, λατάνια |
λεβιρατικός | leviratic | λεβιρατικός γάμος, έθιμο ορισμένων κοινωνιών κατά το οποίο ο άγαμος αδελφός ήταν υποχρεωμένος, υπό ορισμένες συνθήκες, να νυμφευθεί τη χήρα σύζυγο του αδελφού του |
λέιζερ | laser | διάταξη παραγωγής και ενίσχυσης ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σ’ αυτό |
λειτουργισμός | functionalism | αρχή ή εφαρμογή της λειτουργικότητας στο σχεδιασμό και τη χρήση υλικών για την κατασκευή χώρων, κτιρίων, επίπλων κτλ. | ανάλυση των κοινωνικών και πολιτιστικών φαινομένων με βάση τη λειτουργία ή τις λειτουργίες που επιτελούν |
λεμφοκύτταρο | lymphocyte | λευκοκύτταρο της λέμφου |
λέμφωμα | lymphoma | υπερπλασία λεμφικού ιστού που καταλήγει σε καλοήθη ή κακοήθη όγκο |
λευκοκύτταρο | leucocyte | λευκό κύτταρο του αίματος, εμπύρηνο, που σχετίζεται με τους αμυντικούς μηχανισμούς του οργανισμού |
λευκοπενία | leucopenia | leucopenia |
λευκοπλάστης | leucoplast | είδος έμπλαστρου από υφασμάτινη ταινία αλειμμένη με συγκολλητική ύλη κατά τη μία επιφάνεια για συγκράτηση επιδέσμων στο δέρμα |
λίζινγκ | leasing | χρηματοδοτική μίσθωση, σύστημα μισθώσεως στο οποίο συμμετέχουν τρεις παράγοντες: ο παραγωγός ή κατασκευαστής αγαθού, μια χρηματοδοτική εταιρεία και ο μισθωτής· η χρηματοδοτική εταιρεία αγοράζει από τον παραγωγό αγαθά, ιδ. μηχανήματα, που τα ενοικιάζει στο μισθωτή |
λιμνολογία | limnology | επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη φυσική, χημική, βιολογική και γεωλογική μελέτη και έρευνα των λιμνών και των έμβιων όντων που ζουν σ’ αυτές |
λιμπεραλισμός | liberalism | φιλελευθερισμός |
λινόλαιο | linoleum | αδιάβροχο υλικό για επίστρωση δαπέδων που κατασκευάζεται από ύφασμα γιούτας επιχρισμένο μ’ ένα μίγμα από σκόνη φελλού, λινέλαιο, κόμμι και ρετσίν, λινόλεουμ |
λιπίδιο | lipid | ομάδα οργανικών ενώσεων, μη διαλυτών στο νερό, η οποία μαζί με τις πρωτεΐνες και τους υδρογονάνθρακες αποτελούν τα βασικά δομικά συστατικά των ζώντων κυττάρων |
λιποαναρρόφηση | liposuction | τεχνική της αισθητικής χειρουργικής κατά την οποία αφαιρείται το συγκεντρωμένο λίπος από ορισμένα σημεία του σώματος |
λιπόχρωμα | lipochrome | ομάδα χρωστικών ουσιών που είναι παράγωγα του καροτένιου και χρησιμοποιούνται για να προσδίδουν κίτρινο ή πρασινωπό χρώμα στα λίπη |
λίφτινγκ | lifting | πλαστική εγχείρηση για την εξαφάνιση των ρυτίδων του προσώπου και του λαιμού, απορυτίδωση |
λογισμικό | software | το σύνολο των προγραμμάτων, δεδομένων κτλ. που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία ενός συστήματος της πληροφορικής |
λογότυπο(ς) | logotype | η ειδικά σχεδιασμένη με γράμματα ή και παραστάσεις επωνυμία εταιρείας ή προϊόντος |
λοκ άουτ | lock out | ανταπεργία, διακοπή της λειτουργίας επιχειρήσεων με πρωτοβουλία των ίδιων των επιχειρηματιών, που επιδιώκουν έτσι να πλήξουν απεργία του προσωπικού τους |
λόμπι | lobby | πολιτική ομάδα πιέσεως, που ενεργεί, παρασκηνιακά |
λόρδος | lord | τίτλος ευγενών στην Αγγλία |
λουκ | look | εμφάνιση, παρουσιαστικό | η εντύπωση που προκαλεί η εμφάνιση |
λούνα παρκ | luna park | μπορική επιχείρηση σε υπαίθριο, μεγάλο χώρο με διάφορες εγκαταστάσεις για την ψυχαγωγία των προσερχομένων |
μανατζάρω | manage | διευθύνω, διοικώ επιχείρηση | είμαι μάνατζερ αθλητή, καλλιτέχνη κτλ |
μάνατζερ | manager | οικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής καλλιτεχνών, αθλητών κτλ. | αυτός που διευθύνει, διοικεί μιαν επιχείρηση ή τμήμα επιχειρήσεως |
μάνατζμεντ | management | η τεχνική της διοίκησης, διεύθυνσης και οργάνωσης επιχειρήσεως |
μάξι | maxi | μακρύ (πολύ κάτω από τα γόνατα) γυναικείο φόρεμα |
μαόνι | mahogany | ειδικό ξύλο άριστης ποιότητας για πολυτελή έπιπλα |
μάρκετινγκ | marketing | θεωρία και πρακτική της προώθησης και πώλησης των προϊόντων ή υπηρεσιών επιχείρησης, που περιλαμβάνει έρευνα αγοράς, επιλογή και σχεδιασμό του προϊόντος, διαφήμιση και διανομή |
μαστίγιο και καρότο | carrot and stick | ο χαρακτηριζόμενος από τη χρήση εναλλάξ ανταμοιβής και τιμωρίας, το κίνητρο και η απειλή |
ματς | match | αγώνας ανάμεσα σε δύο αθλητές (πυγμάχους, παλαιστές, τενίστες κτλ.) ή σε δύο ομάδες αθλουμένων (ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ κτλ.) |
μάτσο | macho | χαρακτηρίσει έναν τύπο ανδρός που φροντίζει να έχει γυμνασμένο και σφριγηλό σώμα, πιστεύει στην υπεροχή του αρσενικού και το επιδεικνύει με έπαρση, ο επιδεκτικά ανδροπρεπής |
μεθαδόνη | methadone | δυνατό, συνθετικό αναλγητικό, έχει όμοιες ιδιότητες με τη μορφίνη και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο κατά τη θεραπεία της απεξάρτησης από την ηρωίνη |
μέθοδος του σαλαμιού | salami technique | τρόπος πραγματοποίησης ενός σχεδίου με την διαδοχική εκτέλεση μικρών ή ασήμαντων βημάτων | (στην πολιτική) τμηματικές επιθέσεις, ενέργειες που αποσκοπούν στην κατάτμηση και φθορά αντίπαλης πολιτικής παράταξης |
μεικ απ | make up | είδος καλλυντικού για την περιποίηση του προσώπου |
μεταγλώσσα | metalanguage | σύνολο σημείων, συμβόλων, λέξεων κτλ. που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή και ανάλυση μιας άλλης γλώσσας, φυσικής ή γλώσσας υπολογιστών κτλ. |
μεταμοντερνισμός | post-modernism | κίνηση στη λογοτεχνία, αρχιτεκτονική κτλ. που απορρίπτει το μοντερνισμό και χαρακτηρίζεται από αναζήτηση και χρήση προγενέστερων τεχνοτροπιών, ρυθμών και τύπων |
μεταξοβάμβακας | silk cotton | υλικό αποτελούμενο από ίνες φυσικού ή τεχνητού μεταξιού και βαμβακιού που χρησιμοποιείται για το γέμισμα μαξιλαριών και στρωμάτων |
μίκι μάους | Micky mouse | έξυπνος και πανούργος ποντικός, δημιούργημα της καλλιτεχνικής φαντασίας του Walt Disney για σειρά κινούμενων σχεδίων |
μικροβιοστατικός | bacteriostatic | που εμποδίζει τον πολλαπλασιασμό των μικροβίων, χωρίς όμως να τα καταστρέφει |
μικροεπεξεργαστής | microprocessor | μικρή, ως προς τις διαστάσεις, συσκευή που μπορεί να επιτελέσει τις λειτουργίες που εκτελεί και η κεντρική μονάδα επεξεργασίας ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή |
μικροηλεκτρονική | microelectronics | κλάδος της τεχνολογίας που ασχολείται με το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη χρήση μικροκυκλωμάτων και ηλεκτρονικών συσκευών μικρού μεγέθους |
μικροκλιματολογία | microclimatology | τομέας της κλιματολογίας που μελετά τα μικροκλίματα |
μικρομετεωρολογία | micrometeorology | κλάδος της μετεωρολογίας που μελετά καιρικά χαρακτηριστικά μιας μικρής περιοχής ή μικρής κλίμακας μετεωρολογικά φαινόμενα |
μικρομετρία | micrometry | μέτρηση πολύ μικρών αποστάσεων ή αντικειμένων | η χρήση του μικρομέτρου |
μικρόμετρο | micrometer | όργανο για τη μέτρηση πολύ μικρών αντικειμένων ή διαφορών ανάμεσα σε μεγέθη |
μικροοργανισμός | microorganism | γενική ονομασία των ζωικών και φυτικών οργανισμών που είναι ορατοί μόνο με το μικροσκόπιο |
μικροτσίπ | microchip | μικροσκοπικός ημιαγωγός στον οποίο έχουν αποτυπωθεί ηλεκτρονικά στοιχεία με δυνατότητες αποθήκευσης και επεξεργασίας πληροφοριών |
μικροφίς | microfiche | ρθογώνιο φύλλο φωτογραφικού φιλμ που περιέχει μικροφωτογραφίες των σελίδων βιβλίου, περιοδικού κτλ |
μικροφωνικός | microphonic | αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικρόφωνο |
μιλέδη | milady | τιμητικός τίτλος Αγγλίδας, συζύγου λόρδου ή βαρονέτου |
μιλόρδος | milord | τίτλος ευγενείας στην Αγγλία |
μίνι | mini | μικρός | γυναικείο φόρεμα πολύ κοντό (πολύ πάνω από τα γόνατα) |
μίνι μπας | mini bus | μικρό λεωφορείο των αστικών συγκοινωνιών |
μινιμαλιστής | minimalist | οπαδός ή καλλιτέχνης του μινιμαλισμού | αυτός που υποστηρίζει ή επιδιώκει το μίνιμουμ |
μίντια | media | τα μέσα επικοινωνίας, ειδ. οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση |
μιντιοκρατία | media | η κυριαρχία των μέσων ενημέρωσης στη σύγχρονη ζωή και η δύναμή τους να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και να επιβάλλουν τις απόψεις τους |
μίξερ | mixer | ηλεκτρική συσκευή μίξεως τροφών |
μιξτ γκριλ | mixed grill | έδεσμα από διάφορα κρέατα και λαχανικά που ψήνονται μαζί και σερβίρονται σ’ ένα πιάτο |
μιούζικ χολ | music hall | (τέλη 19ου αι., αρχές 20ού αι.) αίθουσα για μουσικές παραστάσεις και ιδ. για παραστάσεις με μουσικά και χορευτικά νούμερα, με διαδοχική εμφάνιση μουσικών, χορευτών, ηθοποιών και, συχνά, με νούμερα από ακροβάτες, ταχυδακτυλουργούς, μάγους |
μιούζικαλ | musical | θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο με απλή υπόθεση στο οποίο επικρατούν τα μουσικά και χορευτικά στοιχεία, μουσική κωμωδία |
μις | miss | δεσποινίς | νέα που εκλέγεται ως η ωραιότερη, σε διαγωνισμό ομορφιάς |
μιτοχόνδριο | mitochondrion | στρογγυλά ή επιμήκη κυτταρικά οργανίδια που βρίσκονται έξω από τον πυρήνα του κυττάρου, αποτελούν ενεργειακές μονάδες του πρωτοπλάσματος και είναι πλούσια σε λίπη, πρωτεΐνες και ένζυμα |
μίτωση | mitosis | η διαδικασία της διαιρέσεως ενός κυττάρου σε δύο θυγατρικά τα οποία είναι ίδια με το μητρικό ως προς τον αριθμό και μέγεθος των χρωμοσωμάτων |
Μοϊκανοί | Mohican | λαός Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής που σήμερα δεν υπάρχει |
μοκασίνι | moccasin | είδος μαλακού δερμάτινου παπουτσιού που φορούσαν οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής | είδος υποδημάτων που κατασκευάζονται από μαλακό δέρμα, χωρίς τακούνια, χωρίς κορδόνια, με πτυχωτή ραφή στο μπροστινό τμήμα του πάνω μέρους |
μολότοφ κοκτέιλ | Molotov coctail | τύπος απλής βόμβας που αποτελείται από ένα μπουκάλι γεμάτο βενζίνη, βουλωμένο με ύφασμα το οποίο ανάβεται |
μονεταρισμός | monetarism | οικονομική θεωρία και πολιτική κατά την οποία, για τη σταθεροποίηση της οικονομίας μιας χώρας, επιβάλλεται ο έλεγχος της ποσότητας των διαθεσίμων χρημάτων |
μονεταριστής | monetarist | οπαδός του μονεταρισμού |
μόνιτορ | monitor | όργανο ή σύστημα ελέγχου και παρακολουθήσεως μηχανημάτων, ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, πτήσεως πυραύλων κτλ. | ανιχνευτής δηλητηριωδών αερίων ή ραδιενέργειας |
μονόδραμα | monodrama | θεατρικό έργο στο οποίο παίζει ένας μόνο ηθοποιός | όπερα για ένα μόνο τραγουδιστή |
μόντελινγκ | modelling | η εργασία του μοντέλου, του προσώπου που παρουσιάζει σε επιδείξεις μόδας ή σε φωτογραφίσεις δημιουργίες μόδας |
μόντεμ | modem | συσκευή που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ηλεκτρονικού υπολογιστή με τηλεφωνική γραμμή και τη μεταφορά πληροφοριών |
μοντερνισμός | modernism | πιστή παρακολούθηση της μόδας, του εκάστοτε συρμού | (καλλιτεχν.) κίνηση, ρεύμα, τάση, μέθοδος κτλ. καλλιτεχνών, συγγραφέων, αρχιτεκτόνων, συνθετών κτλ. που απορρίπτει το κλασικό και παραδοσιακό, και αναζητεί νέους τρόπους έκφρασης |
μοτέλ | motel | ειδικό ξενοδοχείο για ταξιδιώτες που μετακινούνται με ιδιωτικό αυτοκίνητο |
μότορσιπ | motorship | πλοίο που κινείται με μηχανή εσωτερικής καύσεως |
μοχέρ | mohair | είδος ίνας, νήματος που παρασκευάζεται από το τρίχωμα της αίγας της Αγκύρας |
μπα(ν)γκαλόου | bungalow | μικρή μονώροφη κατοικία σε κατασκηνώσεις ή θέρετρα που περιβάλλεται από εξώστες |
μπαγκανότα | banknote | τραπεζογραμμάτιο | η τούρκικη χάρτινη λίρα, μπανκανότα |
μπαζούκας | bazooka | φορητός εκτοξευτής βλημάτων για την καταστροφή αρμάτων μάχης |
μπαϊπάς | by-pass | τεχνητή παρακαμπτήρια οδός της κυκλοφορίας του αίματος, με χειρουργική τοποθέτηση μοσχεύματος του οποίου τα άκρα αναστομώνονται ψηλότερα και χαμηλότερα από το σημείο στένωσης ή αποφράξεως αιμοφόρου αγγείου |
μπακ | back | στο ποδόσφαιρο, ο αμυντικός παίχτης, οπισθοφύλακας |
μπακ(γκ)ράουντ | background | βάθος, φόντο εικόνας, σκηνής κτλ. | το σύνολο των γεγονότων και ενεργειών, γεν. οι συνθήκες που επηρεάζουν ένα γεγονός | μόρφωση, κατάρτιση, πείρα κτλ. ενός προσώπου |
μπανάλ | banal | κοινός, τετριμμένος, ασήμαντος |
μπανανία | banana republic | υποτιμητικός χαρακτηρισμός για μικρή χώρα, συνήθως της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, που η οικονομία της στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές φρούτων | (γεν.) για χώρα δημοκρατική μεν αλλά υποκείμενη σε ξένη, συν. αμερικανική, εξάρτηση |
μπαρ | bar | ποτοπωλείο, μαγαζί ή χώρος όπου σερβίρονται ποτά | έπιπλο όπου τοποθετούμε μποτίλιες με ποτά |
μπαργούμαν | barwoman | σερβιτόρα σε μπαρ |
μπάρμαν | barman | σερβιτόρος σε μπαρ |
μπάρμπεκιου | barbecue | ψήσιμο στη σχάρα | κοινωνική συγκέντρωση στην ύπαιθρο κατά την οποία ψήνονται κρέατα στη σχάρα |
μπάσκετμπολ | basketball | καλαθοσφαίρηση |
μπάτλερ | butler | οικονόμος, αρχιυπηρέτης |
μπέιζμπολ | baseball | αθλητικό παιχνίδι, δημοφιλές στις ΗΠΑ, ανάμεσα σε δύο ομάδες που η καθεμιά έχει εννέα παίκτες οι οποίοι χτυπούν με ξύλινο ραβδί μια δερμάτινη συμπαγή μπάλα προς το τέρμα του αντιπάλου |
μπέικιν πάουντερ | baking powder | σκόνη που χρησιμοποιείται για να φουσκώνει η ζύμη των γλυκών στο ψήσιμο |
μπέικον | bacon | καπνιστό χοιρινό |
μπέιμπι σίτερ | baby-sitter | αυτή που φροντίζει, προσέχει επ’ αμοιβή ένα παιδί τις ώρες κατά τις οποίες απουσιάζουν από το σπίτι οι γονείς του |
μπέμπα | baby | μικρό παιδί | άπειρος ή μαμόθρεφτος νέος, μπεμπέκα, μπέμπης, μπεμπούλα |
μπεστ σέλερ | best-seller | βιβλίο που σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία |
μπίζνες | business | εμπορικές δοσοληψίες |
μπίζνεσμαν | businessman | επιχειρηματίας |
μπικίνι | bikini | μαγιό από δυο κομμάτια ύφασμα με πολύ μικρές διαστάσεις |
μπίμποπ | bebop | είδος της τζαζ που χαρακτηρίζεται από σύνθετη αρμονία και ρυθμό και δημιουργήθηκε το 1944 |
μπίνγκο | bingo | τυχερό παιχνίδι, σαν το λότο, στο οποίο χρησιμοποιούνται κάρτες με αριθμούς |
μπίτνικ | beatnik | οπαδός της γενιάς μπιτ ή που ανήκει στη γενιά μπιτ, στους Αμερικανούς νέους που στη δεκαετία του 1950 υιοθέτησαν έναν τύπο ενδυμάτων, κουλτούρα |
μπιφτέκι | beefsteak | ψητή ή τηγανητή φέτα βοδινού κρέατος |
μπλακάουτ | blackout | συσκότιση σε περιοχή, πόλη κτλ. εξαιτίας κάποιας βλάβης στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας |
μπλέιζερ | blazer | σπορ, ελαφρύ σακάκι που συν. φέρει έμβλημα σχολείου, συλλόγου κτλ |
μπλέντερ | blender | ηλεκτρική μικροσυσκευή για την πολτοποίηση και ανάμιξη φρούτων, για το άλεσμα καφέ, την ανάμιξη υγρών κτλ |
μπλου τζιν | blue jean | πανταλόνι από μπλε σκληρό ύφασμα που φοριέται, συνήθως από νέους και των δύο φύλων |
μπλόφα | bluff | επίδειξη υπεροχής για παραπλάνηση και υποχώρηση αντιπάλου |
μποϊκοτάρω | boycott | νεργώ μποϊκοτάζ |
μπομπίνα | bobbin | μασούρι, καρούλι, θήκη στην οποία περιτυλίγεται νήμα ή ταινία | θήκη στην οποία τοποθετείται το κινηματογραφικό φιλμ |
μπόνους | bonus | πρόσθετη αμοιβή, επιμίσθιο σε εργαζομένους | πρόσθετο μέρισμα μετόχων |
μπόντι μπίλντιγκ | body building | ανάπτυξη των μυών του ανθρώπινου σώματος με συγκεκριμένη επιλογή γυμναστικών ασκήσεων και συστηματική άσκηση |
μποξ | box | πυγμαχία |
μπόουλινγκ | bowling | είδος παιχνιδιού κατά το οποίο μια βαριά μπάλα κυλίεται σε μακρύ και στενό διάδρομο, για να ανατρέψει μια ομάδα από ξύλινα αντικείμενα |
μπουλντόγκ | bulldog | ράτσα μεγαλόσωμων και δυνατών σκυλιών |
μπουλντόζα | bulldozer | μηχανή εκσκαφής |
μπούμεραν(γ)κ | boomerang | καμπύλο οξύ βλήμα των ιθαγενών της Αυστραλίας που έχει την ιδιότητα να επανέρχεται στο σημείο ρίψεως |
μπράντι | brandy | είδος αλκοολούχου ποτού που παράγεται από απόσταξη κρασιού, το κονιάκ |
μπρικ | brick | το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά του ψαριού σολομός |
μπρίκι | brick | είδος καϊκιού |
μπριτζ | bridge | είδος χαρτοπαιχτικού παιχνιδιού |
μπρίφινγκ | briefing | συνοπτική ενημέρωση |
μυέλωμα | myeloma | κακοήθης όγκος των κυττάρων του μυελού των οστών |
μυελωμάτωση | myelomatosis | η ανάπτυξη πολλαπλών μυελωμάτων |
μυκήλιο | mycelium | το σύνολο των υφών, δηλ. των διακλαδισμένων κυλινδρικών νηματίων των μυκήτων |
μυοβλάστη | myoblast | κύτταρο το οποίο μαζί με άλλα όμοια σχηματίζει μυϊκές ίνες |
μυογενής | myogen | ο σχηματιζόμενος στον μυϊκό ιστό ή ο προερχόμενος από τους μυς |
μυοκλονικός | myoclonic | ο χαρακτηριζόμενος από μυοκλονία |
μυοσίνη | myosin | πρωτεΐνη που αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα συστατικά των μυών με δράση στη συστολή και χαλάρωση των μυϊκών ινών |
μυοσίτιδα | myositis | φλεγμονή του μυϊκού ιστού |
μυοτονία | myotonia | ασθένεια που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη συστολή ενός μυός και ανικανότητα χαλάρωσης |
Αγγλικές Λέξεις στα Ελληνικά
2 Comments
Unfortunetly, many of your english translations are completely wrong.
These are not translations, but the explanations and the meanings of the Greek words.
Some of the words here are loanwords from English, some are semantic loans and some reborrowings
e.x loanword from English
καμέραμαν > cameraman
e.x semantic loan
καλύπτω > cover from English
e.x reborrowing (αντιδάνειο)
καρδιογράφος > cardiograph > καρδιά + γράφω
but hay, if you have have any suggestion, objection etc
feel free to contact us 🙂