Αγγλικές Λέξεις με Ελληνική Ρίζα

Αγγλικές Λέξεις με Ελληνική Ρίζα

ταχογράφος

 

ταχογράφος tachograph όργανο μετρήσεως και καταγραφής ταχυτήτων (αεροπλάνων, αυτοκινήτων, πλοίων κτλ.)
ταχυκαρδία tachycardia παθολογική επιτάχυνση των παλμών της καρδιάς
τάιμ άουτ time-out σύντομο διάλειμμα κατά τη διεξαγωγή του αγώνα σε ομαδικό άθλημα
τάιμινγκ timing χρονισμός
τάκλιν tackling δυνατό μαρκάρισμα αντιπάλου στο ποδόσφαιρο
ταμπάσκο Tabasco είδος καυτερής σάλτσας που παρασκευάζεται από καυτερή πιπεριά
ταμπλόιντ tabloid εφημερίδα μικρού σχήματος
ταμπού taboo (στους πρωτόγονους) πρόσωπο ή πράγμα που θεωρείται ιερό ή μιαρό και δεν πρέπει κανείς να το αγγίζει | απαγόρευση που έχει σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα | που αποφεύγεται ή απαγορεύεται ιδ. από τις κοινωνικές αντιλήψεις | ηθική απαγόρευση, αναστολή
ταμπουρίνο tambourine μικρό χειροτύμπανο, το ντέφι
τανκ tank άρμα μάχης

τάνκερ tanker δεξαμενόπλοιο
τάπερ Tupperweare δοχείο από πλαστικό, γυαλί ή άλλο υλικό, με σκέπασμα για τη διατήρηση ή μεταφορά τροφίμων, κλειδοπίνακο
ταρτάν tartan συνθετικός τάπητας που χρησιμοποιείται σε αθλητικές εγκαταστάσεις στίβου
τεϊλορισμός taylorism το σύνολο των μεθόδων και αρχών που διατύπωσε ο Αμερικανός μηχανικός Taylor για την επιστημονική οργάνωση της εργασίας
τέκνο techno είδος μουσικής που χαρακτηρίζεται από τη χρήση του σινθεσάιζερ για την παραγωγή ήχων, από γρήγορο και βαρύ χορευτικό ρυθμό
τέλεξ telex διεθνές σύστημα επικοινωνίας κατά το οποίο σε ειδική συσκευή (τηλέτυπο) δακτυλογραφείται μήνυμα και μεταβιβάζεται σε όμοια συσκευή που το τυπώνει
τελετέξτ teletext ηλεκτρονική μέθοδος για τη μεταβίβαση και εμφάνιση πληροφοριών υπό μορφή κειμένου στην οθόνη κατάλληλης τηλεοπτικής συσκευής
τελούριο tellurium απλό σώμα αμέταλλο, της οικογένειας του θείου
τένις tennis είδος αγωνιστικού παιχνιδιού, αντισφαίριση
τεντιμπόης teddyboy νέος με αντικοινωνικές εκδηλώσεις ιδιάζουσας θρασύτητας
τεριλέν terylene είδος συνθετικών ινών και νημάτων
τεστ test είδος δοκιμασίας για την εξακρίβωση της πνευματικής ή σωματικής ικανότητας ενός ατόμου
τεστάρω test υποβάλλω σε τεστ, ελέγχω, δοκιμάζω
τεστοστερόνη testosterone στεροειδής, ανδρογόνος ορμόνη
τεχνητή νοημοσύνη artificial intelligence η ικανότητα μηχανών να υποδύονται ή να υπερβαίνουν την ανθρώπινη νοητική συμπεριφορά και ο σχετικός κλάδος σπουδών
τεχνογνωσία know how ειδικές τεχνικές γνώσεις
τεχνοδομή technostructure το σύνολο του τεχνικού εξοπλισμού και των ειδικευμένων τεχνικών οικονομικής μονάδας
τεχνοκράτης/ισσα technocrat επιστήμονας, ο οποίος για τη μελέτη και επίλυση προβλημάτων του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χώρου χρησιμοποιεί αυστηρά τα δεδομένα και τις απαιτήσεις της τεχνολογίας, της οικονομίας και της μηχανικής, παραγνωρίζοντας συνήθως τις κοινωνικές επιπτώσεις | οπαδός της τεχνοκρατίας
τεχνοκρατία technocracy θεωρία που υποστηρίζει την αυστηρά επιστημονική εφαρμογή των δεδομένων της τεχνολογίας, της οικονομίας και της μηχανικής για τη μελέτη και επίλυση κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων | διοίκηση, διακυβέρνηση σύμφωνα με τη θεωρία αυτή
τζαζ jazz είδος μουσικής νεγροαμερικανικής προέλευσης
τζαζ μπαντ jazz band ορχήστρα για μουσική τζαζ, με κύρια όργανα τα κρουστά, την τρομπέτα και το σαξόφωνο
τζάκετ jacket μακρύ σακάκι με επένδυση από γούνα ή άλλο υλικό για να προφυλάγει από το κρύο
τζάκποτ jackpot κέρδη που προστίθενται σ’ αυτά της επόμενης, μέχρι να αναδειχθεί τυχερός στα λαχεία
τζαρτζάρω jar απωθώ βίαια αντίπαλο παίκτη με το σώμα μου και ιδ. με τους ώμους
τζέντλεμαν gentleman ο καταγόμενος από ευγενείς | που έχει λεπτούς τρόπους
τζετ σετ jet set ο κόσμος της αριστοκρατίας
τζιν jean είδος σκληρού και ανθεκτικού, βαμβακερού υφάσματος | ένδυμα απ’ αυτό το ύφασμα
τζιν gin δυνατό οινοπνευματώδες ποτό από απόσταξη σιτηρών
τζίνσενγκ ginseng είδος ποώδους φυτού, η ρίζα του οποίου, πιστεύεται, ότι έχει διάφορες τονωτικές ιδιότητες
τζίντζερ ginger είδος πολυετούς ποώδους φυτού, ιθαγενούς της νοτιοανατολικής Ασίας, του οποίου η ρίζα χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη φαρμακευτική
τζιπ jeep είδος μικρού στρατιωτικού αυτοκινήτου | είδος αυτοκινήτου με κίνηση στους τέσσερις τροχούς που μπορεί να κινείται σε ανώμαλα εδάφη
τζόκεϊ jockey ο επαγγελματίας αναβάτης που διαγωνίζεται σε ιπποδρομίες | είδος καπέλου με μικρό γείσο
τζόκιν(γκ) jogging αργό και, με σταθερό ρυθμό, τρέξιμο για ορισμένο χρονικό διάστημα
τζουκ μποξ jukebox μηχάνημα εφοδιασμένο με πικάπ και δίσκους, σε κέντρα αναψυχής, το οποίο αυτομάτως παίζει τον δίσκο που επιλέγει κάποιος, αφού πρώτα ρίξει το απαιτούμενο κέρμα
τηλεαγορά teleshopping τεχνική πώλησης προϊόντων και υπηρεσιών κατά την οποία τα προϊόντα παρουσιάζονται είτε στην τηλεόραση, σε ειδικές εκπομπές, είτε σε διαφημιστικά φυλλάδια, περιοδικά κτλ., και μπορεί κάποιος να τα παραγγείλει τηλεφωνικώς | η αγορά προϊόντων από κατάστημα, με παραγγελία που μεταβιβάζεται μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή
τηλεδιάσκεψη teleconference διάσκεψη στην οποία αυτοί που λαμβάνουν μέρος βρίσκονται σε διαφορετικούς τόπους που συνδέονται με τηλεπικοινωνιακά μέσα
τηλεματική telematics κλάδος της τεχνολογίας της πληροφορικής, που ασχολείται με τις τεχνικές, μεθόδους και υπηρεσίες που συνδυάζουν τις τηλεπικοινωνίες με την πληροφορική
τηλεμετρία telemetry η διαδικασία ή πρακτική μετρήσεων που διαβιβάζονται σε συσκευές λήψεων, που βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία, για καταγραφή ή παρουσίαση
τηλέμετρο telemeter οπτικό όργανο για τη μέτρηση της αποστάσεως που χωρίζει έναν παρατηρητή από απομακρυσμένο σημείο
τηλέξ telex τέλεξ
τηλεπικοινωνία telecommunication η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων, από μακρινές αποστάσεις | το σύνολο των μέσων με τα οποία επιτυγχάνεται η επικοινωνία αυτή (τηλέγραφος, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, τηλεόραση, τέλεξ κτλ.)
τηλεσυνεδρίαση teleconference τηλεδιάσκεψη
τηλεφωνία telephony τεχνική της μεταφοράς ήχων, ιδ. του προφορικού λόγου από απόσταση | το σύνολο των γνώσεων, τεχνικών μέσων και χειρισμών για την επικοινωνία με το τηλέφωνο
τηλεφωτογράφημα telephotograph η εικόνα που μεταβιβάζεται με τη χρήση της τηλεφωτογραφίας, τηλεφωτογραφία
τίντα tint μελάνη ανοιχτού τόνου και απαλού χρώματος, που εκτυπώνεται, χωρίς τονικές διακυμάνσεις, συν. σε μεγάλες επιφάνειες
τοκ σόου talk show τηλεοπτική εκπομπή κατά την οποία γίνεται συζήτηση για ένα θέμα ανάμεσα στον παρουσιαστή της εκπομπής και τους καλεσμένους του
τοξικολογία toxicology κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τις τοξικές ουσίες
τοξικολόγος toxicologist ο ασχολούμενος με την τοξικολογία
τοξίκωση toxicosis αρρώστια ή κατάσταση που προέρχεται από τη δράση ή ενέργεια τοξικών ουσιών
τόπλες topless που δεν καλύπτει τους μαστούς και το άνω μέρος του σώματος
τοστ toast πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμιού με ζαμπόν, τυρί, βούτυρο κτλ. ψημένα όλα μαζί σε ειδική συσκευή
τοστιέρα toaster ηλεκτρική συσκευή για το ψήσιμο τοστ
τουΐντ tweed είδος σκοτσέζικου μάλλινου υφάσματος, με τραχιά επιφάνεια και ανάμικτα χρώματα
τουΐστ twist είδος χορού
τούμπα tuba είδος μεγάλου χάλκινου πνευστού μουσικού οργάνου
τουρίστας/τρα tourist αυτός που ταξιδεύει για να επισκεφθεί τόπους, διαφορετικούς από τον τόπο διαμονής του, για αναψυχή
τραμ tramway όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές, τροχιόδρομος
τραμβαγέρης tramway οδηγός ή εισπράκτορας τραμ
τραμβάι tramway τροχιόδρομος
τρανζίστορ transistor διάταξη από ημιαγωγούς κρυστάλλους που μπορεί να αντικαταστήσει τις ηλεκτρονικές λυχνίες στα ηλεκτρικά κυκλώματα | μικρό ραδιόφωνο
τρανσαμινάση transaminase γενική ονομασία ενζύμων που συμβάλλουν στη διαδικασία μεταβολισμού των αμινοξέων
τρανσεξουαλικός transsexual αυτός που έχει τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός φύλου, και δυνατή και διαρκή επιθυμία να ανήκει στο άλλο φύλο | πρόσωπο που έχει αλλάξει φύλο με χειρουργική επέμβαση
τρανσεξουαλικότητα transsexuality η ιδιότητα ή η κατάσταση του τρανσεξουαλικού
τρανσεξουαλισμός transsexualism το να αισθάνεται κάποιος ότι ανήκει στο αντίθετο φύλο, με ταυτόχρονη, πολλές φορές επιθυμία για αλλαγή φύλου
τραστ trust συνένωση πολλών ομοειδών επιχειρήσεων σε μία
τρέιλερ trailer όχημα χωρίς μηχανή που έχει σχεδιαστεί για να σύρεται, να ρυμουλκείται από άλλο όχημα | ειδική πλατφόρμα συν. με δύο τροχούς, που ρυμουλκείται από όχημα και χρησιμεύει για τη μεταφορά βάρκας, μικρού σκάφους | σειρά από σύντομα αποσπάσματα ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού προγράμματος, για την εκ των προτέρων διαφημιστική προβολή του
τρενσκότ trench coat αδιάβροχη καμπαρντίνα, τρεντς κοτ
τριγλυκερίδια triglycer + ides ομάδα φυσικών λιποδιαλυτών συστατικών των ζώντων κυττάρων, εστέρες γλυκερίνης με τρία μόρια ενός ή περισσότερων διαφορετικών οξέων
τρόλεϊ trolley τύπος ηλεκτροκίνητου οχήματος, που χρησιμοποιείται στις αστικές συγκοινωνίες για τη μεταφορά επιβατών, και τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω μιας κεραίας που προσαρμόζεται σε εναέρια ηλεκτρικά καλώδια
τσάρτερ charter μίσθωση αεροσκάφους για τη μεταφορά ομάδας ανθρώπων που έχουν κοινό προορισμό
τσεκ cheque τραπεζική επιταγή
τσεκάπ check up γενική ιατρική εξέταση
τσεκάρω check ελέγχω, κάνω τσεκάρισμα
τσέρι cherry λικέρ από κεράσι
τσίκλα chicle είδος μαστίχας, τσίχλα
τσιπ silicon chips πλακίδιο ολοκληρωμένου κυκλώματος αποτελούμενο από ημιαγωγό, στο οποίο έχουν αποτυπωθεί διάφορα ηλεκτρονικά στοιχεία με δυνατότητες αποθήκευσης και επεξεργασίας πληροφοριών
τσιφ CIF διεθνής εμπορικός όρος που σημαίνει ότι στην τιμή του εμπορεύματος περιλαμβάνεται η αξία, η μεταφορά και τα ασφάλιστρά του
τύρφη turf είδος ορυκτού άνθρακα που προήλθε από ατελή απανθράκωση φυτικών οργανισμών
υαλίνη hyaline διαφανής ουσία του υαλοειδούς σώματος του ματιού, του γλυκογόνου κτλ
υαλοβάμβακας glass fibre ελαφρά και χαλαρή μάζα από λεπτότατες ίνες γυαλιού, χρησιμοποιούμενη για μονώσεις, διηθήσεις κτλ
υαλόπλασμα hyaloplasm η θεμελιώδης ουσία του πρωτοπλάσματος του κυττάρου
υάρδα yard αγγλική μονάδα μήκους ίση με 0,914 μ., γιάρδα
υγρομετρία hygrometry μέθοδος με την οποία προσδιορίζεται η υγρασία ενός χώρου
υγροστάτης hygrostat σύστημα αυτόματου ελέγχου της υγρασίας του αέρα, που χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις κλιματισμού
υγρότοπος wetland τόπος με βραδυκίνητα ή στάσιμα νερά, ελώδης ή βαλτώδης τόπος | υγροβιότοπος
υδατοκαλλιέργεια aquaculture εκτροφή θαλάσσιων ειδών με στόχο τη διάθεσή τους στο εμπόριο, πρβλ. ιχθυοκαλλιέργεια | η καλλιέργεια επίγειων φυτών σε άγονο έδαφος που ποτίζεται με νερό που εμπεριέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την ανάπτυξή τους
υδατόσημο watermark υδατογράφημα
υδατόσφαιρα water polo αθλοπαιδιά που παίζεται με σφαίρα σε υδάτινη επιφάνεια, το γουότερ πόλο
υδραιμία hydraemia μορφή αναιμίας κατά την οποία η ποσότητα ορού του αίματος είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων
υδροβιολογία hydrobiology κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τους υδρόβιους οργανισμούς, το περιβάλλον και τις συνθήκες διαβιώσεως και αναπτύξεώς τους
υδροδυναμικός hydrodynamic ο σχετικός με τα φαινόμενα της κινήσεως των υγρών
υδροηλεκτρικός hydroelectric ο σχετικός με τον υδροηλεκτρισμό
υδροηλεκτρισμός hydroelectricity ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται με τη ροή ή την πτώση νερών
υδροθερμικός hydrothermal ο των ιαματικών πηγών
υδροθώρακας hydrothorax η συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλότητα του υπεζωκότος
υδρομηχανική hydromechanic επιστήμη που εξετάζει τα φαινόμενα της ισορροπίας και της κινήσεως των υγρών και ιδ. του νερού
υδροτροπισμός hydrotropism η τάση ορισμένων υδρόβιων φυτών να στρέφονται προς τα εκεί όπου υπάρχει νερό
υδρόφιλος hydrophilous που αγαπά το νερό | υγροσκοπικός | (για φυτά) που η επικονίασή του γίνεται με τη βοήθεια του νερού
υδρόφυτα hydrophyta φυτά που ζουν και ευδοκιμούν στο νερό ή σε υγρά εδάφη
υπαισθησία hypaesthesia μειωμένη αισθητικότητα, ιδ. μείωση της ευαισθησίας στην αίσθηση της αφής
υπεραγωγιμότητα superconductivity φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα υλικά, μέταλλα ή κράματα, δεν εμφανίζουν ηλεκτρική αντίσταση σε χαμηλή θερμοκρασία
υπεραγωγός superconductor χαρακτηρισμός υλικού που παρουσιάζει το φαινόμενο της υπεραγωγιμότητας, που έχει την ιδιότητα, σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, να άγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς αντιστάσεις
υπεραερισμός hyperventilation τεχνητή αύξηση των αναπνευστικών ανταλλαγών αερίων για θεραπευτικούς σκοπούς
υπερβατισμός transcendentalism φιλοσοφικό σύστημα που υποστηρίζει ότι υπάρχει μια a priori γνώση των εννοιών και των μορφών που κυριαρχούν στην εμπειρία | φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την υπεροχή, την ανωτερότητα του πνευματικού και υπερβατικού πάνω στο υλικό και εμπειρικό | αμερικανική φιλοσοφική σχολή που παρουσιάστηκε από τον Έμερσον και υποστήριζε μια μυστικιστική ηθική και μια μορφή πανθεϊσμού
υπέρηχος ultrasound ταλαντώσεις παρόμοιες των ήχων, υψηλότερης όμως συχνότητας, ώστε να μη γίνονται αντιληπτές από την ανθρώπινη ακοή
υπερκινησία hyperkinesia εκδήλωση μυικής και κινητικής δραστηριότητας σε μη φυσιολογικό βαθμό | διαταραχή που παρατηρείται στα παιδιά και χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα και αδυναμία για προσοχή
υπερμετρωπία hypermetropia κατάσταση του ματιού κατά την οποία οι ακτίνες σχηματίζουν εστία πίσω από τον αμφιβληστροειδή, με αποτέλεσμα ο πάσχων να βλέπει καλύτερα τα αντικείμενα που βρίσκονται μακριά παρά αυτά που βρίσκονται κοντά
υπερμνησία hypermnesia παραλήρημα της μνήμης που χαρακτηρίζεται από αυτόματη και μη ελεγχόμενη ανάκληση πολυάριθμων αναμνήσεων
υπερυπολογιστής supercomputer ο εξαιρετικά ισχυρός υπολογιστής, που έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει σύνθετα προβλήματα
υπογοναδισμός hypogonadism λειτουργική ανεπάρκεια των γεννητικών αδένων
υποηχητικός infrasonic αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους υποήχους
υπόηχος infrasound κύματα που έχουν συχνότητα κάτω από το όριο της ανθρώπινης ακουστικής αντίληψης, κάτω από 20 Hz περίπου
υποθυρεοειδισμός hypothyroidism ανεπαρκής έκκριση του θυρεοειδούς
υποκουλτούρα subculture υποπολιτισμός | ο όρος χρησιμοποιείται συχνά, με αρνητική σημασία, για την χαμηλής ποιότητας, από αισθητική, ηθική, πολιτιστική άποψη, κουλτούρα
υποπολιτισμός subculture τα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας κατηγορίας πληθυσμού ή ενός κοινωνικού συνόλου που, παρά την ιδιαιτερότητά τους, αποτελούν μέρος του ευρύτερου πολιτιστικού συνόλου
υστερεκτομή hysterectomy χειρουργική αφαίρεση της μήτρας
υψηλή πιστότητα high fidelity για μηχανήματα που έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν τον ήχο σε υψηλό βαθμό πιστότητας προς την αρχική ηχητική πηγή
υψηλή τεχνολογία high technology τεχνολογία στην οποία περιλαμβάνονται η παραγωγή και η χρήση προηγμένων μηχανών ιδ. στον τομέα της ηλεκτρονικής | αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ’ ένα ανώτερο οικονομικό, κοινωνικό ή πνευματικό επίπεδο
φαβιανισμός Fabian (Society) συντηρητικός μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός,
φαβιανός Fabian μέλος της Φαβιανής Εταιρείας, που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1883 με σκοπό την προαγωγή και επικράτηση του σοσιαλισμού βαθμιαία και όχι με επαναστατικά μέσα | συντηρητικός σοσιαλιστής
φαγοκύτταρο phagocyte ζωντανό λευκοκύτταρο του οργανισμού που καταστρέφει τα μικρόβια
φαινομενολογία phenomenology η επιστημονική μελέτη και αιτιολογία των φαινομένων
φαινότυπος phenotype το σύνολο των αντιληπτών, με οποιοδήποτε τρόπο, χαρακτηριστικών ενός οργανισμού
φακόμετρο phacometer όργανο μετρήσεως της διαθλαστικής δυνάμεως των φακών
φαν fan(atic) ενθουσιώδης θαυμαστής, λάτρης προσώπου ή πράγματος
φανζίν fanzine μικρό περιοδικό, με περιορισμένη διάδοση και κυκλοφορία, με θέματα για τα οποία οι συντάκτες του ενδιαφέρονται με πάθος (κινούμενα σχέδια, επιστημονική φαντασία, μουσική, κινηματογράφος κτλ.)
φάουλ foul ενέργεια που δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες του παιχνιδιού |  εσφαλμένη ενέργεια
φάρμα farm έκταση εδάφους καθώς και οι κτιριακές εγκαταστάσεις που υπάρχουν σ’ αυτήν, όπου καλλιεργούνται φυτά και εκτρέφονται ζώα για εμπορική εκμετάλλευση
φαρμακοδυναμικός pharmacodynamic που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και τη θεραπευτική δύναμη των φαρμάκων
φαρμακοκινητική pharmacokinetics μελέτη της απορρόφησης, της κατανομής σε διάφορα όργανα, του μεταβολισμού και της απέκκρισης ενός φαρμάκου στον οργανισμό | το σύνολο των χαρακτηριστικών αλληλεπιδράσεων που συντελούνται ανάμεσα σ’ έναν οργανισμό και φαρμακευτική ουσία
φαρυγγοσκόπιο pharyngoscope ιατρικό εργαλείο για την εξέταση του φάρυγγα
φασματόγραμμα spectrogram φασματογράφημα
φασματογράφος spectrograph φασματοσκοπικό όργανο με φωτογραφική πλάκα για την αντικειμενική εξέταση των φασμάτων
φαστ φουντ fast-food κατάστημα όπου σερβίρονται ή πωλούνται τυποποιημένα τρόφιμα
φαστφουντάδικο fast-food ταχυφαγείο
φεβρονιανισμός Febronianism μεταρρυθμιστική κίνηση που στηρίχτηκε στη διδασκαλία του Ν. Χόνθαϊμ, που δημοσιεύτηκε το 1763, και υποστήριζε την ανεξαρτησία των εθνικών ρωμαιοκαθολικών εκκλησιών από την απολυταρχία του πάπα
φενταγίν fedayeen ονομασία μελών παραστρατιωτικών ομάδων σε χώρες της Μέσης Ανατολής | ονομ. Αράβων και Παλαιστίνιων ανταρτών που ενεργούσαν επιδρομές εναντίον του Ισραήλ
φεντεραλισμός federalism η υποστήριξη του ομοσπονδιακού συστήματος ως του καλύτερου για τη διακυβέρνηση μιας χώρας
φέριμποτ ferryboat σκάφος αβαθές και πλατύ, διαρρυθμισμένο κατάλληλα για τη μεταφορά επιβατών και τροχοφόρων που εκτελεί δρομολόγια, συνήθως σε στενά θαλάσσια περάσματα
φίκος ficus καλλωπιστικό φυτό με μεγάλα ελλειψοειδή και βαθυπράσινα φύλλα
φιλμ film βιομηχανικό προϊόν, μεμβράνη σε σχήμα στενής ταινίας, που καλύπτεται από φωτοευαίσθητο υλικό και χρησιμοποιείται στις φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές
φιλόδεντρο philodendron γένος καλλωπιστικών φυτών εσωτερικού χώρου, με μεγάλα φύλλα
φλαμί(ν)γκο flamingo είδος παρυδάτιου πτηνού, με ψηλό και λεπτό σώμα, μεγάλες φτερούγες και κοντή ουρά
φλας flash αναλαμπή μικρής διάρκειας και μεγάλης έντασης, για λήψη φωτογραφιών | συσκευή με την οποία προκαλούνται οι αναλαμπές αυτές | φανάρι αυτοκινήτου
φλας μπακ flashback σκηνή σε κινηματογραφικό έργο, σε πεζογράφημα κτλ. που αναφέρεται σε γεγονότα του παρελθόντος, αναδρομή στο παρελθόν
φλερτ flirt ερωτοτροπία | ερωτική σχέση
φλιπάρω flip τρελαίνομαι, αγγίζω τα όρια της απόγνωσης
φλίπερ(άκι) flipper μηχανισμός τοποθετημένος σε ηλεκτρικό μπιλιάρδο που χρησιμεύει για να ξαναρίχνει την μπάλα προς τα πάνω | το μπιλιάρδο που έχει αυτόν τον ηλεκτρικό μηχανισμό
φλιτ flit είδος εντομοκτόνου φαρμάκου | συσκευή για την εκτόξευση υγρού με μορφή πυκνών σταγονιδίων
φλος flush χαρτοπαικτικός όρος στην πόκα και το πόκερ που σημαίνει, με χαρτιά του ίδιου χρώματος
φλούφλης flue χαρακτηρισμός για επιπόλαιο, ρηχό άνθρωπο, χωρίς γνώσεις και κρίση
φλύσχης flysch σύστημα πετρωμάτων μεγάλου πάχους, που αποτελούνται από αργιλικό σχιστόλιθο και επάλληλα στρώματα ψαμμίτη
φολκλόρ folklore το σύνολο των στοιχείων (παραδόσεις, έθιμα, τραγούδια, χοροί κτλ.) που συνθέτουν τη λαϊκή τέχνη και πολιτισμό
φοξ τροτ fox trot είδος χορού, αμερικανικής προελεύσεως
φορμάικα formica χαρτί εμποτισμένο με ρητίνη φαινόλης – φορμαλδεΰδης, του οποίου η επιφάνεια είναι επενδυμένη με τεχνητή ρητίνη, που χρησιμοποιείται για την επένδυση επίπλων και άλλων αντικειμένων
φορμαλδεΰδη formaldehyde υγρό παρασκεύασμα αντισηπτικό
φορμόλη formol διάλυμα φορμαλδεΰδης σε νερό, ισχυρό αντισηπτικό
φουλ full γεμάτος, πλήρης
φούτερ footer είδος βαμβακερής μπλούζας με μακριά μανίκια
φουτμπόλ football ποδόσφαιρο
φρικάρω freak χρησιμοποιείται για να περιγράψει την περίεργη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ναρκομανείς, όταν περάσει η επήρεια δυνατού ναρκωτικού
φρικιό freak νεαρός που η συμπεριφορά, η εμφάνισή του κτλ. έρχονται σε αντίθεση με το κατεστημένο
φροϊδισμός freudism η θεωρία του Φρόιντ σχετικά με το υποσυνείδητο, τον σεξουαλισμό και τις συνακόλουθες νευρώσεις
φρουκτόζη fructose είδος σακχάρου που απαντάται σε διάφορα φρούτα και σε ορισμένα λαχανικά, οπωροσάκχαρο
φυσιοθεραπεία physiotherapy σύνολο θεραπευτικών τεχνικών που βασίζονται στη χρησιμοποίηση φυσικών παραγόντων (κίνηση, θερμότητα, ψύχος, ηλεκτρισμός κτλ.), φυσικοθεραπεία
φωνολογία phonology η επιστήμη που μελετά τη λειτουργία των φωνημάτων ορισμένης γλώσσας
φωνοσκόπιο phonoscope συσκευή για τη μελέτη του μηχανισμού της παραγωγής της φωνής
φωτο φίνις photo finish καθορισμός, με τη βοήθεια φωτογραφίας, του νικητή αγώνων ταχύτητας, επειδή τερμάτισαν συγχρόνως δύο ή περισσότεροι αθλητές (ή άλογα σε ιπποδρομίες)
φωτοαγωγιμότητα photoconductivity αύξηση της αγωγιμότητας ενός ημιαγωγού υπό την επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας
φωτοαντίγραφο photocopy αντίγραφο παρμένο με τη μέθοδο της φωτοτυπίας
φωτογραμμετρία photogrammetry μελέτη των μεθόδων καθορισμού των διαστάσεων φωτογραφημένων αντικειμένων, μετά από μέτρηση της προοπτικής τους
φωτοθεραπεία phototherapy θεραπεία με τη χρησιμοποίηση του ηλιακού ή ηλεκτρικού φωτός
φωτοκόπια photocopy φωτοαντίγραφο
φωτοκύτταρο photocell απλή ηλεκτρονική διάταξη που επιτρέπει τη δημιουργία ηλεκτρικών ρευμάτων με την επίδραση φωτεινής ενέργειας
φωτολιθογραφία photolithography το σύνολο των τεχνικών και μεθόδων της λιθογραφίας για τη φωτογραφική μεταφορά του εκτυπούμενου υλικού στην εκτυπωτική πλάκα
φωτόλυση photolysis χημική αποσύνθεση με την επίδραση του φωτός
φωτομαγνητικός photomagnetic ο αναφερόμενος στις επιδράσεις του φωτός στη μαγνητική ικανότητα των σημάτων
φωτομετέωρο photometeor οπτικό φαινόμενο στην ατμόσφαιρα
φωτομηχανικός photomechanical που χρησιμοποιεί τη φωτογράφηση για τη λήψη πολλαπλών αντιγράφων
φωτομικρογραφία photomicrography λήψη φωτογραφίας με τη βοήθεια του μικροσκοπίου | η φωτογραφία που λαμβάνεται μ’ αυτό τον τρόπο
φωτόνιο photon σωματίδιο ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας η ενέργεια του οποίου είναι ανάλογη προς τη συχνότητα της ακτινοβολίας
φωτοπεριοδισμός photoperiodism η αντίδραση των ζωντανών οργανισμών σε καθορισμένη διαδοχή φωτός και σκότους
φωτοσύστημα photosystem καθένας από τους βιοχημικούς μηχανισμούς των φυτών με τους οποίους η φωτεινή ενέργεια μετατρέπεται σε χημική
φωτοταξία phototaxis η ιδιότητα των φυτών να στρέφονται προς το ηλιακό φως, φωτοτροπισμός
φωτοτροπισμός phototropisme η ιδιότητα των φυτών να στρέφονται προς φωτεινή πηγή
φωτοφοβία photophobia παθολογικός φόβος του φωτός | υπερβολική ευαισθησία των ματιών στο φως
φωτόφωνο photophone συσκευή για τη μετάδοση της φωνής σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια φωτεινής δέσμης
φωτοχρωμικός photochromic αυτός που έχει την ιδιότητα να αποκτά βαθύτερο χρώμα, υπό την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας
χάκερ hacker αυτός που, μέσω του δικού του ηλεκτρονικού υπολογιστή, επεμβαίνει καταχρηστικά στη μνήμη ή το πρόγραμμα ενός άλλου ηλεκτρονικού υπολογιστή ή ηλεκτρονικού συστήματος
χάντικαπ handicap ιπποδρομία κατά την οποία για την ισότητα των πιθανοτήτων επιτυχίας προστίθενται ανάλογα βάρη στους ταχύτερους
χάντμπολ handball είδος αθλητικού παιχνιδιού που μοιάζει με το ποδόσφαιρο, με τη διαφορά ότι οι παίκτες αντί να κλοτσούν, ρίχνουν την μπάλα με τα χέρια προς το αντίπαλο τέρμα
χάπενινγκ happening αυτοσχέδια καλλιτεχνική εκδήλωση ιδ. νέων, με αυθόρμητη συμμετοχή του ακροατηρίου | συγκλονιστικό και απρόβλεπτο γεγονός
χάπι εντ happy end αίσιο, ευτυχές τέλος
χάρντγουερ hardware τα υλικά στοιχεία, συστατικά απ’ τα οποία αποτελείται ένα σύστημα της πληροφορικής
χειροσφαίριση handball χαντμπολ
χένα henna είδος θάμνου που απαντά από τη Β. Αφρική μέχρι την Ινδία, από τα φύλλα και τον φλοιό του οποίου παράγεται ερυθροκίτρινη χρωστική που χρησιμοποιείται για τη βαφή των μαλλιών, νυχιών
χερτς hertz μονάδα συχνότητας ίση με ένα κύκλο ανά δευτερόλεπτο
χημειοτροπισμός chemotropism η μεταβολή στην κατεύθυνση ανάπτυξης οργάνων του φυτού υπό την επίδραση χημικών ουσιών
χημισμός chemism το σύνολο των χημικών αντιδράσεων που συντελούνται σ’ έναν οργανισμό
χιλιοστόγραμμο milligram μονάδα βάρους ίση προς το ένα χιλιοστό του γραμμαρίου
χιλιοστόλιτρο milliter μονάδα όγκου που ισούται με το ένα χιλιοστό του λίτρου
χιλιοστόμετρο millimeter μονάδα μήκους ίση προς το ένα χιλιοστό του μέτρου
χιμπα(ν)τζής chimpanzee μεγαλόσωμου πιθήκου
χιούμορ humour πνευματώδης αστεϊσμός, εύθυμη διάθεση που εκδηλώνεται με άκακη ειρωνεία, και προκαλεί στους άλλους διασκέδαση ή ευχάριστη διάθεση
χίπης hippy νέος της δεκαετίας του 1960 και αργότερα, αρνούμενος τις κοινωνικές και πνευματικές αξίες του σύγχρονου κόσμου, χίπις
χίπικος hippy ο των χίπηδων, που ταιριάζει σε χίπηδες
χόβερκραφτ hovercraft όχημα που κινείται σε πολύ μικρό ύψος από την επιφάνεια του εδάφους ή του νερού, πάνω σ’ ένα στρώμα αέρα που δημιουργείται από τον αέρα που διοχετεύεται υπό πίεση από το κάτω μέρος του οχήματος, αερόστρωμνο όχημα
χόκεϊ hockey παιχνίδι με μικρή μπάλα, που οι παίκτες τη χτυπούν χρησιμοποιώντας ειδική καμπύλη ράβδο
χολ hall προθάλαμος
χολαιμία cholemia παρουσία χολής στο αίμα
χολολιθίαση cholelithiasis σχηματισμός λίθων ή άμμου στη χοληδόχο κύστη
χόμπι hobby ευχάριστη ερασιτεχνική απασχόληση
χούλιγκαν hooligan νεαρός ταραξίας, που προβαίνει σε ενέργειες βίας και βανδαλισμούς σε δημόσιους χώρους ιδ. σε χώρους αθλητικών συναντήσεων
χουλιγκανισμός hooliganism η συμπεριφορά των χούλιγκανς
χρονισμός timing η επιλογή του κατάλληλου χρόνου για ενέργεια, ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα
χρονοβιολογία chronobiology η μελέτη των μεταβολών των βιολογικών φαινομένων στο χρόνο
χρονόμετρο chronometer ειδικό ρολόι για την ακριβή μέτρηση του χρόνου
χρωμόσφαιρα chromosphere στρώμα της ηλιακής ατμόσφαιρας ενδιάμεσο μεταξύ φωτόσφαιρας και ηλιακού στέμματος
ψυχεδελικός psychedelic λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ψυχική κατάσταση που δημιουργείται από τη λήψη παραισθησιογόνων ουσιών |  ουσίες που προκαλούν παραισθήσεις, παραισθησιογόνος | χρησιμοποιείται, επίσης, για να χαρακτηρίσει την έκφραση και παρουσίαση έντονων ζωντανών χρωμάτων, ήχων, σχεδίων κτλ., όπως περίπου συμβαίνει σε παραισθητικές καταστάσεις
ψυχοβιολογία phychobiology επιστημονικός κλάδος και μέθοδος που ασχολείται με τη βιολογική βάση της συμπεριφοράς και των ψυχικών φαινομένων
ψυχογηριατρική psychogeriatrics κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις ψυχικές διαταραχές των ηλικιωμένων ανθρώπων
ψυχογλωσσολογία phycholinguistics επιστημονικός κλάδος που μελετά τις ψυχολογικές διαδικασίες που επιτρέπουν την πρόσκτηση και χρήση της γλώσσας | η επιστημονική μελέτη της γλωσσικής συμπεριφοράς και των διαδικασιών που την προσδιορίζουν
ψυχόγραμμα psychogram η γραφική παράσταση των αποτελεσμάτων των ψυχολογικών τεστ, στα οποία υποβάλλεται ένα άτομο
ψυχόδραμα psychodrama τεχνική που εφαρμόζεται σε ομάδα και χρησιμοποιεί τον αυτοσχεδιασμό δραματικών σκηνών σχετικών με τη συμπεριφορά των ατόμων που συμμετέχουν | ατμόσφαιρα, κλίμα που θυμίζει τέτοιες παραστάσεις | χαρακτηρισμός για θεατρικό, κινηματογραφικό, λογοτεχνικό έργο, στο οποίο δίνεται βάση στην ανάπτυξη των ψυχολογικών στοιχείων
ψυχοδυναμική psychodynamics η επιστημονική μελέτη των ψυχικών δυνάμεων και ενεργειών που αναπτύσσονται κατά την παιδική ηλικία, και καθορίζουν τον ψυχισμό, την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του ατόμου | επιστημονική μελέτη των αλληλεπιδράσεων των ψυχικών, ιδ. των ασυνείδητων, δυνάμεων που καθορίζουν την προσωπικότητα και τις παρορμήσεις
ψυχοδυναμικός psychodynamic αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοδυναμική | αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχοδυναμισμό
ψυχοδυσληπτικός psychodysleptic (για φάρμακο ή ουσία) αυτός που τροποποιεί, που ενεργεί έτσι, ώστε να μεταβάλλεται η φυσιολογική ψυχική λειτουργία
ψυχοκοινωνικός psychosocial ο αναφερόμενος στις αλληλεπιδράσεις των κοινωνικών παραγόντων και συνθηκών, και της ατομικής συμπεριφοράς
ψυχοσωματικός psychosomatic ο αναφερόμενος σε οργανικές ή λειτουργικές διαταραχές που προξενούνται, ευνοούνται ή επιβαρύνονται από ψυχικούς παράγοντες
ψυχοφαρμακολογία psychopharmacology η μελέτη των αποτελεσμάτων που προκαλούνται στον ανθρώπινο ψυχισμό από τα ψυχοτρόπα φάρμακα
ωκεανογραφία oceanography επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των θαλασσών και ωκεανών, καθώς και των οργανισμών που ζουν σε θαλάσσιο περιβάλλον
ωκεανολογία oceanology το σύνολο των επιστημονικών μεθόδων και τεχνικών για την οικονομική εκμετάλλευση, προστασία και χρήση των ωκεανών

 

Αγγλικές Λέξεις με Ελληνική Ρίζα

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

xxx porn redtube