Αγγλικές Λέξεις με Ελληνική Προέλευση

Αγγλικές Λέξεις με Ελληνική Προέλευση

δεινόσαυρος

δεινόσαυρος dinosaur γιγαντιαίο ερπετό που έζησε πριν από εκατομμύρια χρόνια
δάγκειος dengue λοιμώδης, επιδημική νόσος που εκδηλώνεται με υψηλό πυρετό
δανδής dandy κομψευόμενος νεαρός, με προσποιητά αριστοκρατική συμπεριφορά
δανδισμός dandyism η συμπεριφορά του δανδή
δερματομυοσίτιδα dermatomyositis σπάνια κολλαγόνωση, σοβαρή νόσος κατά την οποία παρατηρούνται φλεγμονές του δέρματος και των μυών
δερματομύωμα dermatomyoma καλοήθης όγκος του δέρματος που αναπτύσσεται από τις λείες μυϊκές ίνες
δημήτριο cerium χημικό μεταλλικό στοιχείο, της ομάδας των σπανίων γαιών
διαθερμία diathermy μέθοδος ηλεκτροθεραπείας με την ανάπτυξη θερμότητας στους ιστούς

διαθλασιμετρία refractometry τεχνική για τη μέτρηση των δεικτών διάθλασης
διαθλασίμετρο refractometer όργανο για τη μέτρηση των δεικτών διάθλασης
διαπολιτισμικός intercultural ο αναφερόμενος στις μεταξύ πολιτισμών σχέσεις | αυτός που ερμηνεύει ή προσεγγίζει φαινόμενα ή καταστάσεις με μελέτη και γνώση των πολιτισμικών τους ιδιαιτεροτήτων και χαρακτηριστικών
διαπροσωπικός interpersonal που ανήκει ή αναφέρεται στα διαδραματιζόμενα μεταξύ δύο προσώπων, ή ενός και άλλων
διασκεδαστής/τρια entertainer καλλιτέχνης που παρουσιάζει, ερμηνεύει θεατρικό ή μουσικό ψυχαγωγικό πρόγραμμα
διαστικός inter-city για μεταφορές μέσο που εκτελεί δρομολόγια μεταξύ αστικών περιοχών, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, που συνδέει πόλεις
δισκέτα discette πλαστικός δίσκος επικαλυμμένος με μαγνητικό υλικό στον οποίο εγγράφονται και αποθηκεύονται τα στοιχεία που μεταβιβάζονται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, ά.
δολάριο dollar νομισματική μονάδα των Η.Π.Α. και άλλων χωρών
δομισμός structuralism μέθοδος ανάλυσης επιστήμης (κοινωνιολογίας, γλωσσολογίας, ψυχολογίας κτλ.) κατά την οποία εξετάζεται πρωταρχικά η δομή και οι σχέσεις μεταξύ των στοιχείων που την αποτελούν, στρουκτουραλισμός
δρομέας cursor φωτεινός χαρακτήρας στην οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή που δείχνει τη θέση όπου θα εμφανιστεί ο επόμενος χαρακτήρας
εθισμένος addicted αυτός που έχει αποκτήσει εθισμό (βλ. λ.) σε κάτι, που χρειάζεται να παίρνει ναρκωτικές ή διεγερτικές ουσίες
έθνικ ethnic είδος μουσικής που είναι χαρακτηριστική μιας ιδιαίτερης πληθυσμιακής ομάδας
εθνότητα ethnic group σύνολο ατόμων που έχουν αναπτύξει συνείδηση κοινών χαρακτηριστικών (γλώσσας, θρησκείας, καταγωγής, πολιτισμού κτλ.) με τα οποία τα ίδια προσδιορίζουν τον εαυτό τους και αναγνωρίζονται από τους άλλους, και δεν έχει αυτόνομη πολιτική συγκρότηση
εικόνα image η γενική εντύπωση που δημιουργείται στο κοινό συνήθως μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης για ένα πρόσωπο, εταιρεία, προϊόν κτλ.
εικονική πραγματικότητα virtual reality η δημιουργία από το λογισμικό και τις ανάλογες συσκευές μιας εικόνας ή περιβάλλοντος που μπορεί να φαίνονται στις αισθήσεις ως πραγματικά
εικονικός virtual όρος της πληροφορικής για να χαρακτηρίσει μια κατάσταση η οποία δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αλλά υποδύεται την πραγματικότητα με τη βοήθεια του λογισμικού και των ανάλογων συσκευών
εικονοτηλέφωνο picture-telephone ειδική τηλεφωνική συσκευή με ενσωματωμένη οθόνη τηλεόρασης για την εκπομπή εικόνας συγχρόνως με τη μεταβίβαση του ήχου, έτσι ώστε να μπορούν οι χρήστες ενώ μιλούν να βλέπει ο ένας τον άλλον· βιντεοτηλέφωνο
έιτζ A.I.D.S αρρώστια που προκαλείται από ιό, ο οποίος προσβάλλει τα λεμφοκύτταρα του οργανισμού και επιφέρει παράλυση του ανοσοποιητικού συστήματος
εκτυπωτής printer συσκευή με την οποία εκτυπώνονται σε χαρτί τα στοιχεία που έχει επεξεργασθεί ο ηλεκτρονικός υπολογιστής
ελαστίνη elastin πρωτεΐνη του οργανισμού
ελαστομερές elastomer φυσικό ή συνθετικό υλικό που χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα ανάλογη προς την ελαστικότητα του καουτσούκ
εμπάργκο embargo απαγόρευση, από την κυβέρνηση, είσπλου ή έκπλου πλοίων | επιβολή από μια κυβέρνηση περιορισμών στο εμπόριο ή σε κλάδους του εμπορίου, καθώς και απαγόρευση εξαγωγών συγκεκριμένων εμπορευμάτων (όπλα, τεχνολογικός εξοπλισμός κτλ.) προς ορισμένη χώρα
ενδοεπικοινωνία intercommunication αμφίδρομο σύστημα επικοινωνίας με μεγάφωνα και μικρόφωνα μεταξύ θέσεων στο εσωτερικό ενός χώρου (αεροσκάφους, κτιρίου, εργοστασίου κτλ.)
ενδορφίνη endorphin ουσία που ανιχνεύεται φυσιολογικά στον εγκέφαλο, με αναλγητική δύναμη, και γεν. με δράση ανάλογη της μορφίνης
εντεροκολίτιδα enterocolitis φλεγμονή των εντέρων
εντερορραγία enterorrhagia αιμορραγία των εντέρων
εντούρο enduro τύπος μοτοσικλέτας που έχει σχεδιαστεί ώστε να αντέχει και στις πιο δύσκολες συνθήκες οδήγησης (χωματόδρομοι κτλ.)
εξπρές express όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τον χαρακτηρισμό της ταχείας αμαξοστοιχίας· σήμερα ο όρος επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία, και σημαίνει τη μεταφορά κατά τον γρηγορότερο δυνατό τρόπο
επιδιασκόπιο epidiascope συσκευή αποτελούμενη από φακούς και φωτεινή πηγή για την προβολή εικόνων ή μικρών αντικειμένων με τη βοήθεια του ανακλώμενου φωτός
επιστημονική φαντασία science fiction ο όρος αναφέρεται σε αφηγηματικό είδος (λογοτεχνία) ή κινηματογρ. έργα που έχουν ως θέμα τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες που στηρίζονται σ’ ένα ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως αντικείμενο το μέλλον του κόσμου
εργατοώρα working hour μονάδα μετρήσεως της εργασίας· η εργασία ενός ανθρώπου σε μιαν ώρα
εργογράφος ergograph όργανο για τη μέτρηση και τη μελέτη της ικανότητας ενός μυός προς εργασία
εργονομία ergonomics επιστημονική μελέτη, με βάση τα πορίσματα της ανατομίας, φυσιολογίας και ψυχολογίας, των σχέσεων του εργαζομένου με το υλικό και έμψυχο περιβάλλον της εργασίας του
έρευνα αγοράς marketing research η διεξαγόμενη από ειδικούς ερευνητές για να εξακριβωθεί η προσφορά και ζήτηση ενός συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας σε δεδομένη εποχή και σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο
ερκοντίσιον air conditioning συσκευή που λειτουργεί με ηλεκτρισμό και θερμαίνει ή ψυχραίνει τον αέρα κλειστού χώρου, κλιματιστική συσκευή, κλιματιστικό
ερυθροβλάστη erythroblast εμπύρηνο ερυθρό αιμοσφαίριο του μυελού των οστών, το οποίο υπάρχει στο αίμα σε παθολογικές καταστάσεις
ερυθροδερμία erythrodermia δερματική πάθηση κατά την οποία παρουσιάζεται έντονη ερυθρότητα του δέρματος
ετερομόσχευμα heterograft μόσχευμα από δότη που ανήκει σε διαφορετικό είδος από τον δέκτη
ευρωαγορά Euromarket η ενιαία αγορά των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
ευρωδολάριο Eurodollar αμερικανικό δολάριο που κατατίθεται σε πιστωτικά ιδρύματα έξω από τις Η.Π.Α
ευρωκεντρικός Eurocentric αυτός που έχει ή θεωρεί ως κέντρο την Ευρώπη· που θεωρεί ότι υπάρχει μια υπεροχή της Ευρώπης ή των Ευρωπαίων πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική κτλ
ευρωκεντρισμός Eurocentrism το να έχει ή να θεωρεί κάποιος ως κέντρο την Ευρώπη· η αναγωγή των πάντων στην Ευρώπη ή τους Ευρωπαίους
ευρωκοινοβούλιο Europarliament ευρωβουλή
ευρωκράτης Eurocrat χαρακτηρίσει ανώτερους υπαλλήλους σε οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας
ευρωλίγκα Euroleague ευρωπαϊκό πρωτάθλημα αθλητικών συλλόγων καλαθοσφαίρισης, ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ
ευρωπύραυλος Euromissile πυρηνικός πύραυλος εγκατεστημένος σε ευρωπαϊκό έδαφος
ευρωστρατηγικός Eurostrategic ο αναφερόμενος στην ευρωπαϊκή στρατιωτική άμυνα
ευσεβισμός pietism πιετισμός
ευσεβιστής pietist οπαδός του ευσεβισμού
ευσταχιανός Eustachian σωλήνας που συνδέει το κοίλο του τυμπάνου του αφτιού με το ρινοφάρυγγα
εωσίνη eosin οργανική, ερυθρή χρωστική ουσία
ζάπινγκ zapping η ενέργεια του τηλεθεατή να αλλάζει συνεχώς κανάλια στην τηλεόραση με το τηλεχειριστήριο
ζέρσεϊ Jersey είδος πλεχτού υφάσματος, συν. από μετάξι
ζιβάγκο Zhivago λέξη για το γυριστό γιακά που εφάπτεται στο λαιμό
ζόμπι zombi βρικόλακας, φάντασμα
ζορζέτα Georgette είδος μεταξωτού υφάσματος
ζουμ zoom το αποτέλεσμα της λήψης κινηματογραφικής σκηνής με τη βοήθεια αντικειμενικού φακού του οποίου η εστιακή απόσταση μεταβάλλεται συνεχώς
ζυγώτης zygote κύτταρο που έχει σχηματιστεί από την ένωση δύο ετερόφυλων γαμετών
ηβηφρενία hebephrenia μορφή σχιζοφρένιας που προσβάλλει εφήβους και χαρακτηρίζεται από διαταραχή των ψυχικών λειτουργιών και διανοητική ανεπάρκεια
ηλεκτροακουστική electroacoustic κλάδος της ηλεκτρονικής τεχνολογίας που ασχολείται με την έρευνα και τις εφαρμογές της μετατροπής της ακουστικής ενέργειας σε ηλεκτρική και αντιστρόφως
ηλεκτροβιολογία electrobiology μελέτη των ηλεκτρικών φαινομένων ζώντων οργανισμών | εφαρμογή του ηλεκτρισμού στις βιολογικές μελέτες
ηλεκτροδιάγνωση electrodiagnosis εφαρμογή του ηλεκτρισμού σε διαγνωστικούς σκοπούς
ηλεκτρόδιο electrode αγωγός (έλασμα ή σύρμα) για τη διαβίβαση ηλεκτρικού ρεύματος
ηλεκτροδυναμική electrodynamics κλάδος της φυσικής που μελετά τις δυνάμεις τις οποίες ασκούν αγωγοί διαρρεόμενοι από ηλεκτρικό ρεύμα
ηλεκτροδυναμόμετρο electrodynamometer ειδικό όργανο για τη μέτρηση της εντάσεως του ηλεκτρικού ρεύματος
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα electroencephalogram εγκεφαλογράφημα
ηλεκτροθεραπεία electrotherapy χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού για θεραπευτικό σκοπό
ηλεκτροκαρδιογραφία electrocardiography η μελέτη του ηλεκτρικού δυναμικού του μυοκαρδίου
ηλεκτρόλυση electrolysis η διάσπαση διαλύματος σύνθετων ουσιών με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρικού ρεύματος
ηλεκτρολύτης electrolyte ουσία που δέχεται ηλεκτρόλυση και προκαλεί τον σχηματισμό ιόντων
ηλεκτρομαγνήτης electromagnet μαγνήτης στο εσωτερικό πηνίου, όπου διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα
ηλεκτρομαγνητισμός electromagnetism κλάδος της φυσικής που μελετά τις αλληλεπιδράσεις ηλεκτρισμού και μαγνητισμού
ηλεκτρομεταλλουργία electrometallurgy  η κατεργασία μεταλλευτικών προϊόντων με τη χρησιμοποίηση των θερμικών και ηλεκτρολυτικών ιδιοτήτων του ηλεκτρισμού
ηλεκτρομετρία electrometry το σύνολο των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για μέτρηση των ηλεκτρικών μεγεθών
ηλεκτρόμετρο electrometer όργανο για τη μέτρηση διαφορών ηλεκτρικού δυναμικού
ηλεκτρομηχανή electromachine μηχανή που παράγει ηλεκτρισμό ή λειτουργεί με ηλεκτρισμό
ηλεκτρομηχανικός electromechanical ο αναφερόμενος σε διατάξεις χειρισμών και ελέγχου συσκευής, των οποίων ο έλεγχος και η λειτουργία εξασφαλίζεται από μακριά με τη βοήθεια ηλεκτρικών οργάνων
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο e(lectronic) mail σ’ ένα δίκτυο ηλεκτρονικών υπολογιστών, η αποστολή και λήψη πληροφοριών με τη χρήση ενός τηλεπικοινωνιακού δικτύου, οι οποίες αποθηκεύονται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και είναι δυνατή η ανάκλησή τους στην οθόνη οποιαδήποτε στιγμή
ηλεκτρονικός electronic ο σχετικός με τα ηλεκτρόνια | ο της ηλεκτρονικής, που λειτουργεί με τους νόμους της ηλεκτρονικής
ηλεκτρόνιο electron το άτομο του αρνητικού ηλεκτρισμού
ηλεκτροπληξία electroshock σφοδρός κλονισμός του νευρικού συστήματος που προκαλεί η διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος στον οργανισμό
ηλεκτροπτικός electrooptical ο αναφερόμενος στην ηλεκτροπτική ή που τελείται σύμφωνα με τους νόμους της ηλεκτροπτικής
ηλεκτροστατική electrostatic κλάδος της φυσικής που μελετά ηλεκτρικά φαινόμενα με φορτία σχετικώς ακίνητα σε συνάρτηση με το χρόνο
ηλεκτροτεχνία electrotechnics η τεχνική των πρακτικών εφαρμογών του ηλεκτρισμού
ηλεκτροφυσιολογία electrophysiology η μελέτη των μεταβολών των ηλεκτρικών δυναμικών των ζωντανών ιστών και ιδ. του νευρικού συστήματος
ηλεκτροχημεία electrochemistry κλάδος της φυσικής που μελετά τις εφαρμογές της ηλεκτρικής ενέργειας στις χημικές αντιδράσεις και στα χημικά φαινόμενα
ηλεκτρώσμωση electroosmosis η δίοδος ρευστού από πορώδες διάφραγμα, μετά την επίδραση ηλεκτρικού ρεύματος
ηλιοροφή sun-roof κινητό, ορθογώνιο τμήμα της οροφής του αυτοκινήτου που μπορεί συρόμενο να ανοίγει και να επιτρέπει την είσοδο του ηλιακού φωτός
ημιφορτηγό half-track φορτηγό αυτοκίνητο με μικρή χωρητικότητα
ημιχρόν(ι)ο half-time ολιγόλεπτη διακοπή στο μέσο ακριβώς του ορισμένου χρόνου διαφόρων αθλοπαιδιών | καθένα από τα δύο ίσα χρονικά μέρη αγώνα
ηπαρίνη heparin φυσική αντιπηκτική ουσία που υπάρχει στους ζωικούς ιστούς και κυρίως στο συκώτι
ηωσίνη eosin οργανική, ερυθρή χρωστική ουσία
θανατολογία thanatology περιγραφή ή μελέτη των φαινομένων που σχετίζονται με το θάνατο
θερμιονικός thermionic ο αναφερόμενος στο φαινόμενο εκπομπής σωματιδίων από διάπυρο υλικό
θερμίστορ thermistor θερμική αντίσταση που έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται με τη μεταβολή της θερμοκρασίας, χρήσιμη για μετρήσεις και έλεγχο της θερμοκρασίας
θερμογράφος thermograph όργανο για τη συνεχή καταγραφή της θερμοκρασίας του αέρα, του νερού κτλ
θερμοδυναμική thermodynamic κλάδος της φυσικής που μελετά τη θερμότητα ως μορφή ενέργειας
θερμοηλεκτρικός thermoelectric ο σχετικός με τον θερμοηλεκτρισμό
θερμόλυση thermolysis η αποβολή της ζωικής θερμότητας με την οποία εξασφαλίζεται στα ομοιόθερμα ζώα η σταθερότητα της σωματικής θερμοκρασίας | αποσύνθεση ή διάσπαση ουσίας με την επίδραση της θερμότητας
θερμοπυρηνικός thermonuclear ο σχετικός με τις πυρηνικές αντιδράσεις σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες
θερμός thermos δοχείο που διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία των υγρών που περιέχει
θερμοσκοπικός thermoscopic ο αναφερόμενος στον έλεγχο των μεταβολών της θερμοκρασίας
θερμοσκόπιο thermoscope συσκευή που δείχνει τις μεταβολές θερμοκρασίας
θερμοστάτης thermostat όργανο που χρησιμεύει για τη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας στο εσωτερικό συσκευών
θερμοτροπικός thermotropic ο σχετικός με το θερμοτροπισμό
θρίλερ thriller ως χαρακτηρισμός ταινίας ή αναγνώσματος, με πλοκή που χαρακτηρίζεται από αγωνία, μυστήριο, δολοπλοκίες κτλ. ώστε να κρατούν έντονο το ενδιαφέρον του θεατή ή αναγνώστη
ιγκλού igloo θολωτή οικία των Εσκιμώων που κατασκευάζεται από κομμάτια παγωμένου χιονιού ή πάγο
ιγμόρειος Highmore αεροφόρα κοιλότητα του οστού της άνω γνάθου
ιδεότυπος ideal type ιδεατός τύπος, μοντέλο που συντίθεται από στοιχεία και χαρακτηριστικά της πραγματικότητας, χωρίς πραγματική υπόσταση, που χρησιμεύει ως μέτρο ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων
ιδιόλεκτο idiolect το γλωσσικό ιδίωμα ατόμου ή περιορισμένου κύκλου ατόμων (οικογένεια κτλ.)
ίματζ image εικόνα
ίματζ μέικερ image maker αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη δημιουργία της δημόσιας εικόνας (βλ. λ.) πολιτικού, ηθοποιού, προϊόντος κτλ., εικονοδόμος
ιντερβιού interview συνέντευξη
ίντερνετ internet δικτύκτιο
ιντετερμινισμός indeterminism φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η ανθρώπινη βούληση είναι ελεύθερη, ανεπηρέαστη από εξωτερικά αίτια
ιντιβιντουαλισμός individualism ατομοκρατία
ίντο ido τεχνητή, διεθνής βοηθητική γλώσσα, τροποποιημένη μορφή της εσπεράντο
ίντσα inch μονάδα μετρήσεως ίση με 2,54 εκατοστά του μέτρου
ιπεκακουάνα ipecacuanha θάμνος των τροπικών δασών του οποίου η ρίζα χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για την παρασκευή αποχρεμπτικών και εμετικών φαρμάκων
ιστιοσανίδα windsurfer σκάφος στενόμακρο, συνήθ. πλαστικό, εφοδιασμένο με ανοιχτό πανί (ιστίο), για να κινείται με τη βοήθεια του ανέμου
ιστόγραμμα histogram γραφική παράσταση ενός φαινομένου, που γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες και χρησιμοποιείται κυρ. στη στατιστική
ιστορικισμός historicism θεωρία κατά την οποία η ιστορία καθορίζεται από σταθερούς νόμους και όχι από την ανθρώπινη επέμβαση | θεωρία κατά την οποία όλα τα πολιτισμικά φαινόμενα καθορίζονται ιστορικά, και οι ιστορικοί οφείλουν να τα μελετούν χωρίς προσωπικά ή αφηρημένα συστήματα αξιών | σχολαστική μελέτη και αξιολόγηση των ιστορικών θεσμών, όπως οι νόμοι και οι παραδόσεις | έρευνα για τους νόμους και τις ιστορικές εξελίξεις που μπορεί να εξηγήσει, και να προβλέψει τα ιστορικά φαινόμενα

 

Αγγλικές Λέξεις με Ελληνική Προέλευση

Add a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

xxx porn redtube